Καιρός για ένα Ευρωπαϊκό Υπουργείο Ανάπτυξης

Toυ Νίκου Χριστοδουλάκη

Η Γαλλο-Γερμανική πρόταση χρηματοδότησης των κρατών της ΕΕ ώστε να αντιμετωπίσουν την ύφεση της πανδημίας και να ισχυροποιήσουν τις οικονομίες τους, αποτελεί σταθμό στην ιστορία της Ένωσης, τόσο για το μεγάλο ύψος των κονδυλίων όσο και επειδή θα διατεθούν στις χώρες κυρίως ως χορηγίες αντί για δάνεια. Προφανώς η αντιμετώπιση της ύφεσης -προς το παρόν απροσδιόριστου βάθους και χρόνου- δεν θα μπορούσε να βαρύνει το δημόσιο χρέος τους, ιδιαίτερα όταν μερικές από τις πλέον ευπαθείς είναι ταυτόχρονα και υπερχρεωμένες και μια περαιτέρω επιβάρυνση θα τις έστελνε στα δημοσιονομικά τάρταρα.

Στην πράξη βέβαια τα κράτη θα υποστούν το κόστος εξυπηρέτησης των ευρω-ομολόγων που θα εκδοθούν, απλώς αυτό θα μετατεθεί στο απώτερο μέλλον και επιπλέον θα γίνει με την αναλογικότητα συμβολής εκάστου στον Κοινοτικό Προϋπολογισμό. Επειδή τα μερίδια κατανομής πόρων στα διάφορα κράτη διαφέρουν από τα μερίδια εξόφλησης τους στο μέλλον, έχουν προκύψει κατηγορίες ευνοημένων και δυσαρεστημένων στην ΕΕ. Αυτός είναι και ο λόγος που διευρύνεται το μπλοκ των αντιρρησιών χωρών εναντίον του Νότου, επειδή οι χώρες του Βορρά αυτή την φορά θα λάβουν λιγότερα και θα πληρώσουν περισσότερα. Είναι αξιοσημείωτο ότι με εξαίρεση την δεξιά κυβέρνηση της Αυστρίας, οι υπόλοιπες κυβερνήσεις του μπλοκ στην Ολλανδία, τις σκανδιναβικές χώρες και την Μάλτα είναι σοσιαλιστικές που προεκλογικά μεν ομνύουν στην αλληλεγγύη, αλλά κανένα δισταγμό δεν έχουν να υπονομεύσουν την πρώτη σοβαρή προσπάθεια της ΕΕ να την κατοχυρώσει στην πράξη.

Αντιθέτως, η Ελλάδα συμμετέχει στον κοινοτικό προϋπολογισμό με 1,37% του συνόλου και θα λάβει το 4,30% του πακέτου, δηλαδή τρείς φορές πάνω από την αναλογία επιβάρυνσης στην εξόφληση του. Αναμφισβήτητα είναι μια μεγάλη εθνική επιτυχία. Παρόλα αυτά, η Ελλάδα αντί να πανηγυρίζει θα έπρεπε να είναι περίφροντις για δύο πολύ σημαντικά προβλήματα που ελλοχεύουν και αν δεν αντιμετωπιστούν έγκαιρα θα υπονομεύσουν την τελική επιτυχία της ανασυγκρότησης:

Πρώτο πρόβλημα είναι το κραταιό πολιτικό σύνδρομο να ρίχνεις χρήματα εκεί που χάνονται ευκολότερα, επειδή τότε οι ζημίες είναι συνήθως μεγαλύτερες και τα αιτήματα πιο γοερά. Αρκεί κανείς να αναλογιστεί πόση πολιτική ενέργεια έχει επί δεκαετίες σπαταληθεί στην διάσωση προβληματικών επιχειρήσεων, προβληματικών δανείων, ξεπερασμένων επαγγελμάτων, κ.ο.κ. Η κάθε κυβέρνηση θα έχει μεγάλη πολιτική δυσκολία να επιλέξει σε ποιους τομείς και έργα θα κατανείμει τα κονδύλια από το Πακέτο Ανασυγκρότησης, επειδή την προηγούμενη δεκαετία η χώρα βίωσε μια μεγάλη απο-επένδυση  σε όλο το φάσμα και την έκταση οικονομικής δραστηριότητας. Έτσι σήμερα εμφανίζονται όλοι οι κλάδοι, τα επιμελητήρια και οι περιφέρειες να διεκδικούν πόρους για να ισοφαρίσουν τις διαχρονικές απώλειες της κρίσης. Αν μάλιστα εκεί είχαν πάει πολλά κονδύλια και στο παρελθόν, μερικοί νομίζουν ότι ξαναδίνοντας στους ίδιους αποδέκτες ενισχύουν τις ελπίδες να σωθούν και τα παλιά που χάθηκαν.

Εάν όμως οι πόροι δεσμευτούν στις προβληματικές εκδοχές κάθε κλάδου και περιοχής, το αποτέλεσμα θα είναι να αναπαραχθεί το ίδιο προβληματικό μοντέλο ανάπτυξης που υπήρχε και πριν την κατάρρευση. Η ελληνική οικονομία όχι μόνο θα χάσει το επόμενο τρένο τεχνολογίας και ανταγωνιστικότητας, αλλά θα έχει επιβραβεύσει κυρίως όσους τομείς και επιχειρήσεις απέτυχαν να προσαρμοστούν και να επιβιώσουν και παραμένουν διαρκώς υπό την απειλή να καταρρεύσουν εκ νέου. Ακριβώς όπως ο «άπληστος πίθος επί των πολλά εσθιόντων» με τις αρχαίες Δαναΐδες.

Για να ξεπεράσει τον κίνδυνο αυτό, το πακέτο ανασυγκρότησης πρέπει να ξεχωρίσει ένα μέρος που θα πάει ως αποζημίωση και στήριξη σε όσους υπέστησαν μεγάλες ζημιές από την πρόσφατη κρίση της πανδημίας. Και πάλι όμως η βοήθεια πρέπει να δίνεται κυρίως σε εργαζόμενους είτε για να διατηρήσουν την δουλειά τους είτε – αν την έχασαν – να καταρτιστούν για να βρουν την επόμενη που θα είναι διαρκείας και όχι πάλι ευκαιριακή και αβέβαιη. Αντίθετα, η στήριξη σε επιχειρήσεις πρέπει να είναι πιο φειδωλή και να βασίζεται σε κριτήρια βιωσιμότητας, επενδύσεων, καινοτομίας και φυσικά στην διατήρηση και επαύξηση της απασχόλησης. Χρήσιμο είναι να στηρίξει επίσης και την δημιουργία ταμείων επαγγελματικής αυτασφάλισης έναντι απρόβλεπτων κινδύνων, το οποίο θα χρηματοδοτείται με επιχειρηματικές εισφορές κατά την περίοδο κερδοφορίας κάθε κλάδου. Έτσι την επόμενη φορά που θα ξαναέρθει μια κρίση, οι εταιρικές ζημίες θα αναπληρωθούν – έστω κατά ένα μέρος – από τις προνοητικές αποταμιεύσεις του κλάδου και όχι πάλι εξ ολοκλήρου από τους έλληνες και ευρωπαίους φορολογούμενους.

Αφού διαχωριστούν οι αποζημιώσεις, τα επιδόματα και η αυτασφάλιση, τα υπόλοιπα κονδύλια του πακέτου ανασυγκρότησης πρέπει να κατευθυνθούν αποκλειστικά σε δραστηριότητες που είναι τεχνολογικά σύγχρονες, οικονομικά βιώσιμες, ανθεκτικές στην ύφεση, εξάγουν στις διεθνείς αγορές, δημιουργούν μαζική απασχόληση και είναι φιλικότερες στο περιβάλλον. Πολλά κριτήρια για να χωρέσουν όλα μαζί σε ένα σχέδιο και να πετύχουν στην ελληνική πραγματικότητα. Ευτυχώς υπάρχει και η ευρωπαϊκή πρόταση, η οποία εκτός από την ενίσχυση των συστημάτων υγείας, έχει υιοθετήσει ως προτεραιότητες την απολιγνιτοποίηση, την ψηφικοποίηση και την τηλεματική. Οι δύο τελευταίες όμως είναι κατά βάση οριζόντιες πολιτικές, ενώ ακόμα και η περιβαλλοντική προτεραιότητα μπορεί να υπηρετηθεί όχι μόνο στην παραγωγή ενέργειας αλλά και στην χρήση από επιχειρηματικές δραστηριότητες, όπως για παράδειγμα οι μεταφορές, η ανακύκλωση αποβλήτων, κλπ. Άρα και πάλι θα μπορούν να διεκδικηθούν κονδύλια από αμέτρητους ενδιαφερόμενους

Κατά συνέπεια παραμένει ακέραιο το ερώτημα ποιοί κλάδοι της ελληνικής πρέπει να στηριχθούν κατά προτεραιότητα; Κατά την γνώμη μου, μακράν πάσης αμφιβολίας είναι ο κλάδος της μεταποίησης. Από κοντά, οι τομείς αγροτικής μεταποίησης, ενεργειακής παραγωγής, υλικών, και παρεμφερείς δραστηριότητες παραγωγής, εξαγωγών και υψηλής προστιθέμενης αξίας. Είναι οι κλάδοι που άντεξαν περισσότερο στην ύφεση των Μνημονίων, εξάγουν όλο και περισσότερο, προσφέρουν ευρεία απασχόληση και δεν τα παρατάνε στο πρώτο χτύπημα. Έτσι θα ξεφύγουμε από την μονοδιάστατη κυριαρχία της οικονομίας των υπηρεσιών που εύκολα εξανεμίζονται σε μια διεθνή αναταραχή και θα μπορέσουμε να ξαναβρούμε τον βηματισμό μας με την σύγχρονη ευρωπαϊκή βιομηχανία.

Δεύτερη μεγάλη πρόκληση είναι πώς θα διασφαλιστεί η αποτελεσματική διαχείριση του πακέτου ανασυγκρότησης. Την προηγούμενη δεκαετία, η Ελλάδα εκτός από την ύφεση και την κατάρρευση των ιδιωτικών επενδύσεων, βίωσε και το τραγικό παράδοξο να περικόπτει τις δημόσιες επενδύσεις αν και προέρχονταν από ευρωπαϊκά κονδύλια. Με τον τρόπο αυτό τα Μνημόνια προσπαθούσαν να σταθεροποιήσουν κάπως το δημοσιονομικό έλλειμμα, στην πράξη όμως προκαλούσαν ακόμα μεγαλύτερη ύφεση και τελικά το διόγκωναν. Άφθαστη στρατηγική απαξίωσης των δημοσίων υποδομών και οικονομικής αυτο-επιδείνωσης!

Σαν να μην έφτανε αυτό όμως γινόταν όλο και πιο γραφειοκρατικές οι διαδικασίες ενίσχυσης και των όποιων ιδιωτικών επενδύσεων με αποτέλεσμα σύντομα να βαλτώσουν και αυτές. Στην προσπάθεια της να επιταχύνει την κατανομή των κονδυλίων, η προηγούμενη κυβέρνηση είχε διαμορφώσει πολύ μικρά επίπεδα επενδύσεων, τα προγράμματα πήγαν σε άπειρες μικρές προτάσεις, αλλά οι περισσότερες έχουν εγκαταλειφθεί γιατί τους είναι αδύνατον να τα βγάλουν πέρα με την γραφειοκρατία. (Για μια μικρή πρόταση πρέπει να συμπληρωθούν εκθέσεις περίπου 220 σελίδων). Από το τρέχον πρόγραμμα ΕΣΠΑ που λήγει σε λίγους μήνες, έχουν πραγματικά εισρεύσει στην ελληνική οικονομία μόνο το 25% των εξαετών πόρων! (Για να μασκαρευτεί η αποτυχία, προσφάτως μεταφέρθηκαν κεφάλαια του ΕΣΠΑ και έγιναν γρήγορες επιχορηγήσεις πάσης φύσεως).  Πρόκειται για μια τραγική αποτυχία κατανομής και διαχείρισης αναπτυξιακών προγραμμάτων που δημιουργεί εύλογα ερωτήματα πώς άραγε θα καταφέρει η κυβέρνηση να διαχειριστεί τα πολύ μεγαλύτερα που αναμένονται να έλθουν με το πακέτο ανασυγκρότησης.

Σε αυτό το διπλό πρόβλημα δυσκολίας επιλογών και διαχειριστικής αποτυχίας της Ελλάδας, πιστεύω ότι μία διέξοδος θα ήταν ένα σημαντικό μέρος της κατανομής των πόρων και έργων να γίνει από μια ενιαία ευρωπαϊκή αρχή. Καμμία σχέση με την δημοσιονομική κηδεμονία που πολλοί θα ήθελαν να βρουν αφορμή για να επιβάλλουν ξανά στην Ελλάδα και ίσως σε άλλες χώρες. Αντιθέτως, αυτό που χρειάζεται τώρα είναι ένα Ευρωπαϊκό Υπουργείο Ανάπτυξης που θα εποπτεύσει τις δράσεις του Ταμείου Ανασυγκρότησης σε κάθε κράτος, θα διασφαλίσει την συμβατότητα των νέων υποδομών και θα συντονίζει την μετάβαση στην νέα βιομηχανική επανάσταση και την περιβαλλοντική οικονομία του 21ου αιώνα. Μόνο έτσι τα έργα θα έχουν πανευρωπαϊκές προδιαγραφές ποιότητας, οι εθνικές γραφειοκρατίες θα περιοριστούν, τα αλισβερίσια τοπικών παραγόντων θα δυσκολέψουν και το κόστος κατασκευής θα μειωθεί. Το αποτέλεσμα θα είναι να έχουμε περισσότερα έργα με υψηλότερα στάνταρντ.

Η νέα σελίδα ευρωπαϊκής αλληλεγγύης και ανόρθωσης που ξεκίνησε με την Γαλλο-Γερμανική πρόταση πρέπει να υλοποιηθεί όχι μόνο στο πεδίο της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς στο οποίο βασίστηκε το οικοδόμημα της Ένωσης τις προηγούμενες δεκαετίες, αλλά πλέον και σε ένα ενιαίο πλαίσιο παραγωγής και απασχόλησης όπως απαιτεί το μέλλον. Θα είναι ο πιο πρόσφορος τρόπος για να τα καταφέρει και η χώρα μας, αντί να επαναλάβει τις καθυστερήσεις και τα ατυχή πειράματα του παρελθόντος.

ΑΠΟ ΤΟ ΒΗΜΑ