Κουρασμένη, αλλά ζωντανή

Η Ελλάδα χρειάζεται επίσης ένα δίχτυ ασφαλείας σε περίπτωση νέας κρίσης ρευστότητας. Ένας καλός τρόπος για την παροχή του θα ήταν μια λεγόμενη προληπτική πιστωτική γραμμή από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας.

Του Κώστα Μποτόπουλου

 

Από την αρχή της κρίσης και ιδίως μετά το 2015 η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται σε μεγάλη δοκιμασία. Το 2015 δεν επιλέγεται τυχαία για σημείο καμπής μέσα στην καμπή: είναι η χρονιά που έρχεται στην εξουσία το πρώτο ριζοσπαστικό Αριστερό (κατά δήλωση του) κόμμα που αμφισβητεί ανοιχτά, αν όχι τα θεμέλια, πάντως τη βασική φιλοσοφία της Ένωσης’.

Η κρίση περιορίζεται αριθμητικά αλλά καλπάζει πολιτικά και κοινωνικά, σε πολλές χώρες κι όχι μόνο αυτές που βρέθηκαν μέσα ή κοντά σε Μνημόνια’ ξεκινούν μια σειρά δημοψηφίσματα σχετικά με τη συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση που θα έχουν όλα αρνητικό αποτέλεσμα (Ελλάδα, Ολλανδία, Ουγγαρία, παρόλο που είναι ως μη γενόμενο λόγω χαμηλής συμμετοχής, και φυσικά Μεγάλη Βρετανία)΄ εκδηλώνεται και ταχύτατα γιγαντώνεται το μεταναστευτικό ζήτημα, διπλασιάζοντας τις μείζονες κρίσεις και την πίεση επί  των ευρωπαϊκών θεσμών’ πολλαπλασιάζονται, εντός των τειχών, οι ηγέτες ή ακόμα και κυβερνήτες (Ουγγαρία, Πολωνία, Ρουμανία, Σλοβακία, σε ορισμένες περιπτώσεις και Ελλάδα), που εκφράζονται ανοιχτά ή δρουν υπόγεια κατά των ευρωπαϊκών αρχών και του ευρωπαϊκού κεκτημένου΄ φτάνει στο υψηλότερο σημείο της η απορριπτική στάση των πολιτών έναντι της Ένωσης.

Σε τέτοιο περιβάλλον βρίσκει το «κοινό μας σπίτι» ο «εορτασμός» των 60 χρόνων από τη Συνθήκη της Ρώμης. Κι όμως: παρ’ όλα τα παραπάνω  ανησυχητικά δεδομένα, η Ευρωπαϊκή Ένωση παραμένει το ευγενέστερο και επιτυχέστερο πολιτικό σχέδιο της σύγχρονης εποχής. Η εξηντάρα αυτή είναι ταλαιπωρημένη και χτυπημένη από διάφορες καταστροφές και ατυχίες, παραμένει όμως ζωντανή, προσφέρει καταφύγιο στα πολλά παιδιά και φίλους της και αξίζει να προστατευτεί. Αλλά η –έμπρακτη- προστασία της περνάει πρώτα από την καθαρή ματιά της κριτικής και ύστερα από την έκφραση ενός συλλογικού βολονταρισμού.

Ναι, μοιάζει να έχει χαθεί η ουσία –και η ψυχή- του ευρωπαϊκού πολιτικού σχεδίου: η ειρήνη έχει επιτευχθεί μάλλον αμετάκλητα, αλλά η –πάντα σχετική και άνισα μοιρασμένη- ευημερία για πρώτη ίσως φορά υποχωρεί, τουλάχιστον ως αίσθηση και προοπτική, για πολλά στρώματα και κατηγορίες πολιτών.

Ναι, λείπει πλέον όχι μόνο το «όραμα» (κανονικά, αν το φρόντιζαν οι ηγέτες της και το ένιωθαν οι πολίτες της, η ίδια η ύπαρξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα αρκούσε για να αποτελέσει ένα διαρκές όραμα) αλλά και σχέδια συγκεκριμένα, κατανοητά και με απτές θετικές συνέπειες για την ανάπτυξη –όχι μόνο της οικονομίας, αλλά και του επιπέδου ζωής, πολιτισμού και κοινωνικής διαβίωσης.

Ναι, τις πολιτικές αδυναμίες και αστοχίες μεγεθύνει μια απίστευτα αποτυχημένη επικοινώνηση της κατάστασης και των εξελίξεων εκ μέρους των ευρωπαϊκών οργάνων και των κατά καιρούς «ειδικών» που προσλαμβάνονται γι’ αυτό το σκοπό.

Ναι, οι χαμηλού βεληνεκούς ηγέτες της Ένωσης (Σαντέρ, ιδίως Μπαρόζο, δυστυχώς και Πρόντι, ενώ ο Γιουνκέρ απλώς κωπηλατεί στο κενό), που δεν επιλέγονται τυχαία αλλά με βάση σχέδιο (να μην ξεπερνά καμία «κορυφή» τη δύναμη των κρατών-μελών και της «ευρωκρατίας»), περιστοιχίζονται και από ακόμα μικρότερης εμβέλειας εκλεγμένους ηγέτες στα κράτη-μέλη, με αποτέλεσμα όχι μόνο να μην υπάρχει ενσάρκωση του «ευρωπαϊκού ιδεώδους» αλλά αυτό διαρκώς να υπονομεύεται από εκείνους που υποτίθεται ότι το εκπροσωπούν. Ναι, λόγω και της έλλειψης σοβαρών προσώπων (που επέτρεψαν σε έναν Κολ παλιότερα και σε μια Μέρκελ να ηγεμονεύουν την Ένωση, ακόμα και όταν δεν θα το ήθελαν), η Γερμανία έχει αποκτήσει έναν υπερβολικά σημαντικό ρόλο, που φροντίζει να τον διεκπεραιώνει με την δική της εκδοχή της συνέπειας: μόνο η δική μας οπτική είναι η σωστή και όλοι οι άλλοι πρέπει να μας ακολουθήσουν γιατί οι είμαστε οι μόνοι που ξέρουμε τι θέλουμε να κάνουμε (το τελευταίο είναι το μόνο που ίσως ισχύει).

Ναι, το ευρώ, το μεγάλο πολιτικό σχέδιο εντός του μεγάλου πολιτικού σχεδίου, χτίστηκε σε πήλινα πόδια, όχι μόνο πολιτικά αλλά και θεσμικά (χωρίς πιλότο, χωρίς πολιτική λογική, εκτός του ελέγχου του Κοινοβουλίου, με άτυπα και αδιαφανή όργανα όπως το  Eurogroup).

Ναι, και στην οικονομική και στη μεταναστευτική κρίση, οι χειρισμοί ήταν συχνά από ερασιτεχνικοί έως αποτυχημένοι και σε αρκετές περιπτώσεις βάθυναν αντί να λύσουν το πρόβλημα (μην ξεχνάμε όμως την έλλειψη προβλέψεων για την αντιμετώπιση τέτοιων κρίσεων –η Ευρωπαϊκή Ένωση, ιδίως μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας, είναι ένας πολιτικός χώρος φτιαγμένος μόνο για συνθήκες κανονικότητας).

Ναι, και οι δύο επίσημες «απαντήσεις» της Ένωσης στις παραπάνω μείζονες κρίσεις της (η «Συμφωνία της Μπρατισλάβας» για την οικονομική ανάπτυξη και η «Διακήρυξη της Ρώμης» για το νέο πολιτικό και θεσμικό ξεκίνημα) ήταν ανεπαρκείς και άψυχες σε βαθμό που ανέδειξαν περισσότερο τις αδυναμίες παρά τις προτεινόμενες λύσεις.  Ναι, η ισορροπία των κοινοτικών οργάνων δεν είναι πραγματική ισορροπία και η πρωτοκαθεδρία του Συμβουλίου, που, από ειρωνεία της Ιστορίας, μεγάλωσε όταν δημιουργήθηκαν όργανα που υποτίθεται ότι θα έπαιρναν ένα μέρος της ισχύος του (Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, «Υπουργός Εξωτερικών» της Ένωσης, «πολιτικός» Πρόεδρος της Επιτροπής), είναι και αδικαιολόγητη και διαστρεβλωτική. Ναι, η έλλειψη ουσιώδους κοινού Προϋπολογισμού και αποτελεσματικών κοινών δυνάμεων ασφάλειας και άμυνας φανερώνει ένα διαρκή φόβο ανάληψης ευθύνης και ρόλου που τίποτα στις Συνθήκες δεν απαγορεύει.

Όμως και πόσες σκόπιμες ή από άγνοια παρεξηγήσεις και διαστρεβλώσεις. Όχι, 50.000 υψηλών προσόντων υπάλληλοι για μια τόσο περίπλοκη θεσμική αρχιτεκτονική δεν συνιστούν ούτε σοβιετικού τύπου γραφειοκρατία, ούτε στρατό κατοχής (παρά το  ότι εύκολα θα μπορούσε, και θα έπρεπε, να επανεξεταστούν κάποια υπερβολικά προνόμια τους).

Όχι, οι πολύπλοκοι και εύθραυστοι θεσμοί δεν μπλοκάρουν αλλά βοηθούν τη βαριά μηχανή να προχωρήσει –την κατεύθυνση όμως την καθορίζουν οι ηγέτες και όχι οι «διαχειριστές» των θεσμών.

Όχι, η Ευρώπη κάθε άλλο παρά είναι, παρ’ όλες της τις αδυναμίες και τη συνεχιζόμενη έλλειψη ενός και μοναδικού «τηλεφώνου»-σημείου επαφής, ένας πολιτικός νάνος στη διεθνή σκακιέρα, αντίθετα είναι, και γίνεται δεκτή απ’ όλους, ως ένα από τα βασικά στηρίγματα της παγκόσμιας Δημοκρατίας.

Όχι, δεν υπάρχει καμία συνωμοσία σιωπής και συνενοχής εντός των ευρωπαϊκών οργάνων και καμία οργανωμένη σχέση με «μεγάλα συμφέροντα» ( και πάντως όχι με ένα ή δύο μόνον σε βάρος όλων των άλλων).

Όχι, οι ελευθερίες δεν προστατεύονται καλύτερα πουθενά σε όλον τον πλανήτη, η κοινωνική ειρήνη δεν τυχαίνει πουθενά τέτοιας προσοχής και η βοήθεια της δημόσιας εξουσίας στην ποιότητα ζωής δεν είναι πουθενά αποτελεσματικότερη.

Όχι, δεν ισχύει ότι η Ένωση είναι ανίκανη να συλλάβει «μεγάλα σχέδια» και να πρωτοπορήσει, όπως αποδεικνύει ο πρωταγωνιστικός της ρόλος στη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής (και η υποχρέωση της, τώρα, να δώσει μάχη για να διαφυλάξει τα κεκτημένα του «20-20-20», της Προεδρίας Ομπάμα και της Συμφωνίας του Παρισιού). Όχι η εντός της Ένωσης Δημοκρατία δεν επιδεινώνεται διαρκώς, αντίθετα με κάθε νέο κύμα αλλαγών και προσαρμογών των κειμένων και των πρακτικών γίνονται βήματα προς τα μπροστά (ενδυνάμωση Κοινοβουλίου, οικονομική διακυβέρνηση της ζώνης του ευρώ, εκλογή του Προέδρου της Επιτροπής από το Κοινοβούλιο, μεγαλύτερη –αν και όχι ακόμα επαρκής σε όλες τις χώρες- εμπλοκή των εθνικών Κοινοβουλίων, υιοθέτηση πάγιων διαδικασιών διαβούλευσης και υποβολής προτάσεων από τους πολίτες, ακόμα και έλεγχος, έστω επιφανειακός,  της «τρόικας» στις χώρες υπό Μνημόνιο).

Όχι, τα κράτη-έθνη, εντός της Ένωσης και εκτός, δεν κυβερνώνται καλύτερα και το φόρτωμα όλων των δεινών στην Ένωση δεν οφείλεται στον τρόπο λειτουργίας της (όσοι διαμαρτύρονται σε εθνικό επίπεδο έχουν προ-συμφωνήσει, σε κοινοτικό, αυτά σε βάρος των οποίων διαμαρτύρονται) αλλά στη συνειδητή υποκρισία των κρατών που χρησιμοποιούν την Ένωση ωε βολική δικαιολογία για τις δικές τους υστερήσεις και ατολμίες.

Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έπεσε θύμα της επιτυχίας της –γιατί η διαρκής, έστω και με σκαμπανεβάσματα, υλοποίηση ενός στόχου δημιουργεί συνήθεια, εφησυχασμό και αλαζονεία, που με τη σειρά τους φέρνουν αίσθηση ανικανοποίητου, γκρίνια και χάσιμο της μεγάλης εικόνας. Αλλά και ότι ακριβώς τη στιγμή που φανερώνονται πεντακάθαρα, μέσα από τις κρίσεις των τελευταίων ετών, τα ελλείμματα και οι αδυναμίες της, η Ένωση δεν διαθέτει ούτε την πολιτική δυναμική ούτε τη θεσμική δυνατότητα να αντιδράσει, καθώς κάθε συζήτηση για νέες αλλαγές των Συνθηκών σταματά πριν καν αρχίσει. Είτε (δείχνει να) μένει απαθής, είτε αντιδρά σπασμωδικά, είτε τα περιμένει όλα από τη Γερμανία. Αδικώντας τον εαυτό της αλλά και, είναι το σημαντικότερο, σκοντάφτοντας στα προβλήματα και δίνοντας, διόλου αδικαιολόγητα, την αίσθηση αναποτελεσματικότητας.

Γι’ αυτό πιστεύω ότι, σήμερα, η λύση δεν είναι τα μεγάλα λόγια, οι διακηρύξεις ή οι οιμωγές (πόσες φορές δεν ακούσαμε τα τελευταία χρόνια για το τέλος της Ευρώπης) αλλά η λήψη μέτρων που απαιτούν τόλμη χωρίς να περνούν από αλλαγές των Συνθηκών, που τα στηρίζουν ιδέες και όχι ιδεολογήματα και που ακούνε τις κοινωνίες αλλά γυρνούν την πλάτη σε «επαναστατικά ιδεώδη» (όπως ο φεντεραλισμός και η «Αριστερή Ευρώπη»).

Τίποτα δεν εμποδίζει να πραγματοποιηθεί επιτέλους, ενόψει των επόμενων ευρωεκλογών, το από καιρό ώριμο και αναγκαίο μέτρο της –μερικής τουλάχιστον- «διεθνοποίησης» και πολιτικοποίησης των λιστών των υποψηφίων για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο: οι μεγάλες ευρωπαϊκές παρατάξεις να προτείνουν πρόσωπα λόγω ικανοτήτων, πίστης και σχέσης με τη ευρωπαϊκή ιδέα και ασχέτως εθνικότητας και εσωτερικών κομματικών περγαμηνών.

Τίποτα δεν δικαιολογεί να μην δρομολογηθούν αμέσως –δίπλα στα διάφορα «σχέδια Γιούνκερ», που δεν είναι παρά συνοθυλεύματα επιμέρους εθνικών δράσεων- πραγματικά κοινά ευρωπαϊκά σχέδια στο χώρο της βιομηχανίας (αλλά εκείνης που ταιριάζει στην εποχή που ζούμε και όχι στα απομεινάρια από τους προηγούμενους αιώνες), των συγκοινωνιών και επικοινωνιών, της έρευνας (για ποιο λόγο άραγε μένει στα χαρτιά το πανευρωπαϊκό Ινστιτούτο που θα κονταροχτυπιόταν με τα καλύτερα αμερικανικά και θα μπορούσε μάλιστα να εγκατασταθεί στο Στρασβούργο, ώστε να πάψει επιτέλους η κοροϊδία των δύο εδρών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου;), της παιδείας, του πολιτισμού.

Τίποτα, πέρα από το πείσμα και τη συνήθεια, δεν εμποδίζει να αλλάξει και να εξορθολογιστεί –να εξανθρωπιστεί, θα έλεγα- το σύστημα διαγωνισμών κι επιδοτήσεων.

Τίποτα δεν σταματά τον επόμενο Πρόεδρο της Επιτροπής από το να φτιάξει μια σφιχτή  και μέσα από τα δικά του κριτήρια «κυβέρνηση» και να μη βάλει στις κρίσιμες θέσεις πρώην Πρωθυπουργούς μικρών κρατών χωρίς καμία ευρωπαϊκή κουλτούρα και ενθουσιασμό.

Τίποτα, πέρα από τις εκάστοτε διαθέσεις της Γερμανίας, δεν θα έπρεπε να είναι σε θέση να σταματήσει την υλοποίηση της οικονομικής διακυβέρνησης της ζώνης του ευρώ, την ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης και της Ένωσης Αγορών Κεφαλαίων, την από-χρηματικοποίηση της ευρωπαϊκής οικονομίας και τη στροφή στην κοινή παραγωγή και στα κοινά αναπτυξιακά σχέδια.

Η στιγμή μοιάζει, το ξέρω και το είπα από την αρχή, ακατάλληλη για τέτοιου είδους ανασυγκρότηση και επανεκκίνηση. Ίσως όμως, τελικά, ακριβώς λόγω της οξύτητας των προβλημάτων και των αναγκών που γεννούν, και να είναι. Σκέφτομαι ειδικά την «ευκαιρία» που μπορεί να προσφέρει, εξ αντιδιαστολής, το Μπρέξιτ και, συμβολικά, η εκλογή Μακρόν. Το Μπρέξιτ ταρακούνησε και θα ταρακουνάει για τουλάχιστον δύο χρόνια την Ένωση, αποδεικνύει όμως και μια σειρά από πράγματα που μπορούν να λειτουργήσουν υπέρ της: ότι σέβεται τις ετυμηγορίες των λαών, ότι οι λαοί είναι καλύτερα μέσα παρά έξω από την Ένωση, ότι η αποχώρηση ενός εντελώς ιδιαίτερου μέλους μπορεί να επιταχύνει τις κοινές δράσεις, ότι οι 27 μπορούν να διαπραγματευτούν μαζί και να περάσουν τη φωνή της λογικής και της ενότητας.

Η δε άφιξη στην εξουσία, σε μια μεγάλη χώρα, ενός νέου ανθρώπου που έκανε καμπάνια πάνω στην εμβάθυνση της συνεργασίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο, θα μπορούσε ίσως, αν ο ίδιος ο Μακρόν τηρούσε τις υποσχέσεις του και προσαρμοζόταν στις απαιτήσεις της εξουσίας, να ξαναφέρει στην επιφάνεια, ίσως και να ξανακάνει μόδα, την «καλή όψη» της Ευρώπης. Αυτήν που συχνά ξεχνάμε ακόμα και όσοι την καταλαβαίνουμε και την πονάμε.

Πολλά «ίσως». Αλλά με ρίζες στην πραγματικότητα και –το πιστεύω- στις καρδιές της σιωπηλής πλειοψηφίας των ευρωπαίων πολιτών.