Κυβέρνηση, προτεραιότητες και πρώτες επαφές με δανειστές

Του Μελέτη Ρεντούμη

Οι εκλογές μπορεί να ολοκληρώθηκαν και να έχουμε μία νέα κυβέρνηση ΝΔ με πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, όμως όπως όλα δείχνουν τα δύσκολα τώρα ξεκινούν.

Πιο συγκεκριμένα αυτή την εβδομάδα, πραγματοποιούνται οι πρώτες επαφές της κυβέρνησης και του οικονομικού επιτελείου με την τρόικα και τους δανειστές, ώστε να αποσαφηνιστούν οι προτεραιότητες  αλλά και τα όποια κενά έχουν δημιουργηθεί.

Με βάση τα στοιχεία που υπάρχουν, οι θεσμοί δεν πρόκειται να χαριστούν στη νέα κυβέρνηση και θα εμμείνουν στους στόχους για το υπερπλεόνασμα του 3.5% του ΑΕΠ που έχει συμφωνηθεί με την προηγούμενη κυβέρνηση, βάσει του 3ο Μνημονίου.

Πρόκειται ομολογουμένως για έναν δημοσιονομικό στόχο αρκετά σκληρό, που αφαιρεί σημαντικούς πόρους από την πραγματική οικονομία και ουσιαστικά απομειώνει το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων.

Ήδη από τις παροχές και τα επιδόματα που είχε εξαγγείλει η κυβέρνηση, δημιουργήθηκε ένα νέο δημοσιονομικό κενό το οποίο ενδέχεται για το 2019 και το 2020 να αγγίξει τα 2 δις ευρώ, ενώ αναμένεται και η απόφαση για την μείωση του αφορολόγητου ορίου για το οποίο επιμένουν οι δανειστές και σίγουρα η κυβέρνηση, θα έχει δύσκολο έργο να τους πείσει για το αντίθετο, ώστε να μην προκληθεί νέα υπερφορολόγηση με την έναρξη της νέας διακυβέρνησης.

Είναι βέβαιο, πως η κυβέρνηση θα προσπαθήσει άμεσα στους επόμενους μήνες, να προωθήσει τόσο μεταρρυθμίσεις στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών, ώστε να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα, καθώς και να οριστικοποιήσει τις μεγάλες επενδύσεις που εκκρεμούν όπως αυτή στο Ελληνικό, για να δημιουργήσει ένα θετικό momentum επενδυτικής ευφορίας, που μπορεί να βελτιώσει τον δείκτη επιχειρηματικής εμπιστοσύνης και έτσι να μειώσει το λεγόμενο country risk, το οποίο ταλαιπωρεί την χώρα μας ως μία διαδικασία αναστολής επενδύσεων.

Εκτός αυτού, η κυβέρνηση για να αποφύγει τις πιέσεις του νέου δημοσιονομικού κενού, θα κάνει άμεσα κίνηση να βγει στις διεθνείς αγορές, ώστε να αντλήσει ένα ποσό άνω των 2 δις ευρώ, μέσα από ένα 7ετές ομόλογο, με στόχο αφενός να πετύχει χαμηλά επιτόκια κάτω του 2% και αφετέρου να χρηματοδοτήσει τις ανάγκες του κράτους, πέραν του όποιου ελλείμματος έχει δημιουργηθεί έναντι του συμφωνημένου στόχου.

Ο ESM βέβαια που εποπτεύει το ελληνικό πρόγραμμα και τις χρηματοδοτήσεις, δεν θέλει χαλάρωση του προγράμματος μεταμνημονιακής εποπτείας, αλλά σε συνεργασία με την Κομισιόν αλλά και την αλλαγή σκυτάλης στα κοινοτικά όργανα μετά τις ευρωεκλογές, αφήνει κάποιο παράθυρο για μελλοντική χαλάρωση των όρων, αν διαπιστωθεί επιτάχυνση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, που μπορεί από την μία να αυξήσουν το ΑΕΠ και από την άλλη να δώσουν την ευκαιρία στην κυβέρνηση να μειώσει, τόσο την άμεση όσο και την έμμεση φορολογία, που έχει βυθίσει την μεσαία τάξη τα τελευταία χρόνια σε μόνιμη έλλειψη ρευστότητας και σε αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών σε δημόσιο και τράπεζες.

Εν κατακλείδι, θα λέγαμε πως δυστυχώς περίοδος χάριτος δεν υπάρχει για τη νέα κυβέρνηση από τους δανειστές και τους θεσμούς που εποπτεύουν και θα απαιτηθεί σκληρή και συστηματική δουλειά, ώστε να αλλάξει το οικονομικό κλίμα, να επικρατήσει μία φιλελεύθερη και μεταρρυθμιστική λογική για την οικονομία, να λειτουργήσουν οι αγορές, να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στο εξωτερικό και να βρεθεί με αυτό τον τρόπο και ο απαραίτητος δημοσιονομικός χώρος για τις κατάλληλες κοινωνικές πολιτικές που η χώρα έχει ανάγκη.

 

Ο Μελέτης Ρεντούμης είναι οικονομολόγος τραπεζικός