Κυρώσεις: Η Γερμανία σε σταυροδρόμι

Του Διογένη Λόππα

Υπαρξιακή κρίση; Πιθανόν. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η εξωτερική πολιτική της Γερμανίας για πρώτη ίσως φορά στην πρόσφατη ιστορία της έρχεται αντιμέτωπη με διλήμματα που εμφανώς αδυνατεί να αντιμετωπίσει επαρκώς. Το κλειδί όλης αυτής της αναπάντεχης αναταραχής βρίσκεται πίσω στην εποχή όπου η άρχουσα τάξη του γερμανικού έθνους, δηλαδή οι Γερμανοί βιομήχανοι, παραχωρούσαν ένα σχετικά δίκαιο ”κοινωνικό συμβόλαιο” στην εργατική/υπαλληλική/επιχειρηματική τάξη.

Η συμφωνία ήταν σχετικά απλή: Οι Γερμανοί πληβείοι θα άφηναν την άρχουσα τάξη στην ησυχία της, χωρίς επαναστατικές βλέψεις, ενοχλητικές απεργίες, πολιτικές εκτροπές και άλλα τέτοια του διαβόλου και η άρχουσα τάξη με τη σειρά της θα φρόντιζε ώστε το επίπεδο διαβίωσης του μέσου Γερμανού να βρίσκεται πάντοτε πάνω από το μέσο όρο της δυτικής Ευρώπης. Και ως γνήσιοι Γερμανοί, τήρησαν το λόγο τους. Και οι δύο πλευρές.

Εγγυητής της συμφωνίας αυτής υπήρξε διαχρονικά η Καγκελαρία. Στη Γερμανική πολιτική σκηνή υπάρχει ένα Άβατο. Ουδέποτε ο εκάστοτε Καγκελάριος δεν προβαίνει σε σημαντικές αποφάσεις αν πρώτα δεν συμβουλευθεί τα αφεντικά της βαριάς βιομηχανίας. Αν και αυτό ποτέ δεν πήρε τη μορφή συνταγματικού θεσμού, όπως για παράδειγμα η βουλή των λόρδων του Ηνωμένου Βασιλείου, εντούτοις αποτελεί μια από τις σταθερές της λειτουργίας του γερμανικού πολιτικού συστήματος.

Μετά από δύο αιώνες, τρεις εθνικές καταστροφές και κάμποσες τεχνολογικές επαναστάσεις, η κατάσταση είναι η ίδια: Η καγκελάριος Merkel, δεν είναι δυνατόν να αποφασίσει μόνη της, ούτε απλά συμβουλευόμενη τους κυβερνητικούς της εταίρους ή ακόμα τις ομόσπονδες κυβερνήσεις, αν πρώτα δεν συσκευθεί με τους καθ’ ύλην αρμόδιους. Πόσω μάλλον όταν η ατζέντα περιλαμβάνει δυσάρεστα θέματα, όπως κυρώσεις εναντίον ενός στενού συμμάχου.

Στην Αθήνα τώρα, (και πολύ περισσότερο στο Παρίσι!) κανείς δεν θα έδινε σημασία στη γνώμη μιας δράκας πλουτοκρατών, ιδιαίτερα σε κρίσιμα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής της Ε.Ε. και όταν μάλιστα χώρες όπως η Γαλλία και η Αυστρία δείχνουν αποφασισμένες να δείξουν τα δόντια τους. Και όμως, από ένα παράξενο γύρισμα της ιστορικής τύχης, δεδομένης της βαρύτητας των Γερμανών στα κέντρα λήψεων αποφάσεων της Ε.Ε., οι Γερμανοί βιομήχανοι είναι δυνητικά εταίροι των περιφερειακών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και όσο και αν αυτό φαίνεται καταχρηστικό, με όρους Θουκυδίδη απαιτείται να ληφθεί σοβαρά υπόψιν: Μπορεί δηλαδή όλοι μαζί ενθουσιωδώς να αποφασίσουμε ότι ήρθε η ώρα να γευθεί ο Σουλτάνος τα Ευρωπαϊκά ιδεώδη, όμως οι Krups να έχουν δεύτερες σκέψεις. Και, πιστέψτε με, γνωρίζοντας τα γερμανικά πολιτικά ήθη, ενδέχεται η γνώμη των Krups να βαρύνει περισσότερο από τη γνώμη του προέδρου Macron (προσωπικά δεν αμφιβάλλω καθόλου).

Όμως, αν τον Οκτώβριο οι Γερμανοί (οι Γερμανοί είναι φίλοι μας, μην το ξεχνάτε ποτέ αυτό) μπόρεσαν εύκολα να επιβάλλουν μια παράταση στον παραλογισμό (για αυτούς) των ενδεχόμενων κυρώσεων, η καταραμένη πραγματικότητα δεν υπήρξε καθόλου ευγενική με τους μακροπρόθεσμους σχεδιασμούς τους. Δεν είναι μυστικό ότι τα ανώτερα κλιμάκια της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής που συμβούλευαν την Καγκελαρία ήταν απολύτως σίγουρα ότι μεταξύ Οκτωβρίου και Δεκεμβρίου θα είχαν επιβάλει το πολυπόθητο μορατόριουμ στους Τούρκους και ότι όλοι μαζί θα οργανώναμε ένα ευχάριστο ρεβεγιόν στις Βρυξέλλες, χωρίς τουρκικά ερευνητικά πλοία, Γαλλοελληνικούς στόλους και αμερικανικές πιέσεις. Πίστευαν ακράδαντα ότι έχουν τον τρόπο να πιέσουν αποτελεσματικά τους Τούρκους εταίρους τους, όπως ακριβώς κατάφεραν να περιορίσουν τον (επίφοβο) ελληνικό στόλο στα έξι μίλια.

Φευ. Ένας νεο-φασίστας πρόεδρος στην Τουρκία που έχει ήδη πνίξει στο αίμα και στη βία κάθε αντίθετη φωνή, όχι μόνο δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένος, αλλά έχει καταλήξει (και δεν το κρύβει) σε μακρόπνοους σχεδιασμούς μέσα και έξω από τα τουρκικά σύνορα, που θα λούσουν με κρύο ιδρώτα ακόμα και τους ίδιους τους σκληρούς Γερμανούς βιομηχάνους. Καθώς λοιπόν οι αφελείς σχεδιασμοί των κολεγιόπαιδων του Βραδεμβούργου έχουν πάει περίπατο, αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους δεύτερες σκέψεις. Δεύτερες σκέψεις καθόλου ευχάριστες, που όμως σε μια αρκούντως δημοκρατική κοινωνία όπως η γερμανική, βρίσκουν το δρόμο να εκφραστούν, όχι μόνο μέσω των αντιπολιτευόμενων μέσων, αλλά ακόμα και μέσω καθεστωτικών φωνών.

Σε μια κλασσική ειρωνεία της ιστορίας, η (εκπρόθεσμη, καθώς όφειλε ήδη να διευκολύνει τη διαδοχή της) καγκελάριος Merkel, καλείται να λάβει ιδιαίτερα δυσάρεστες αποφάσεις, αποφάσεις lose – lose που μοιραία θα κοντύνουν δραστικά το reputation της δύναμης που φαντασιώνεται ότι ηγείται συνολικά της Ευρώπης και κατ’ επέκτασιν του δυτικού κόσμου:

Αν η καγκελάριος συρθεί στην αναπόφευκτη εκ της οδυνηρής πραγματικότητας επιβολής κυρώσεων στον Τουρκία, θα τραυματίσει την εικόνα της Μεγάλης Ευρωπαϊκής Δύναμης που διαθέτει την πολυτέλεια του exceptionalism, δηλαδή ότι λόγω ισχύος μπορεί να κινείται στο όριο της διακρατικής ηθικής. Αν από την άλλη ασκήσει τα δικαιώματα που απορρέουν από τη μέχρι τώρα ηγετική πορεία της στην Ε.Ε. και επιβάλλει την ατιμωρησία της νεο-φασιστικής συμμορίας της Άγκυρας, θα τραυματίσει ανεπανόρθωτα, αφενός το προσωπικό της image (ως μια προοδευτική πολιτικός υπέρμαχος των ανθρωπιστικών δυτικών αξιών) και αφετέρου την εξόχως εύθραυστη σχέση Γερμανίας – Γαλλίας, μια σχέση που αν δεν διαφυλαχθεί ως κόρη οφθαλμού, κινδυνεύει η ίδια η υπόσταση της Ευρώπης.

Τρεις ημέρες πριν τη σύνοδο κορυφής που θα χαράξει την πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς το γεωπολιτικό της πεπρωμένο, θα ήταν η κατάλληλη στιγμή για ασφαλείς προβλέψεις. Όμως ακόμα και οι πληροφορίες που λαμβάνουμε από δημοσιογράφους και αναλυτές που βρίσκονται ανατριχιαστικά κοντά στο Federal Foreign Office είναι καταφανώς αντιφατικές. Φαίνεται σαν οι άνθρωποι εκεί να βρίσκονται σε μια κατάσταση άρνησης. Σίγουρο είναι το ότι θα προσπαθήσουν να κερδίσουν ακόμα μία παράταση, δεν είναι όμως καθόλου σίγουρο το ότι ο (εσωτερικά ασφυκτικά πιεζόμενος) πρόεδρος Macron είναι διατεθειμένος να συναινέσει σε κάτι τέτοιο. Όταν ακόμα και ο ακίνδυνος Έλληνας υπουργός των εξωτερικών έχει ανέβει στα κεραμίδια και απειλεί θεούς και δαίμονες, σε εμφανή μάλιστα εναντίωση προς την ενδοτική επίσημη κυβέρνηση, εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι η ιστορία είναι ήδη γκαστρωμένη.