Μάης ΄68, Street Fighting Man

Του Θανάση Μήνα

Η μουσική του Μάη δεν περιορίζεται στο ’68. Ένα καλό εργαλείο για να διερευνήσουμε τους πολυποίκιλους ήχους και ρυθμούς που συνέθεσαν το soundtrack της νεανικής εξέγερσης (όχι μόνο στη Γαλλία και στις Η.Π.Α.) είναι το σχήμα των “long sixties” (που εισήγαγε ο ιστορικός Arthur Marwick). Δηλαδή ότι τα 60’ς αποτελέσαν  μια «μακρά περίοδο», που υπερέβη τη δεκαετία. Πρόκειται για μια περίοδο η οποία ξεκινά στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1950, με την εμφάνιση του rock ‘n’ roll και της teen culture, κλιμακώνεται στα πρώτα χρόνια του ’60, εκρήγνυται το ’67-’69 και, τελικά, μετά το σβήσιμο των επαναστατικών εστιών ανά τον κόσμο, ολοκληρώνεται (συμβολικά αλλά και ουσιαστικά, λόγω της οικονομικής ύφεσης) με την πετρελαϊκή κρίση του 1973-74.

Τα παιδιά που βγήκαν στον δρόμο και έστηναν οδοφράγματα με την πεποίθηση ότι «κάτω από την άσφαλτο υπάρχει παραλία» ήταν «Τα παιδιά του Μαρξ και της Coca Cola», όπως μας είπε ο Jean-Luc Godard στην ταινία του «Αρσενικό, Θηλυκό» (1966). Ήταν η πρώτη πραγματικά «νεανική» γενιά του 20ού αιώνα και είχε συνείδηση γι’ αυτό. Η μουσική της δεν θα μπορούσε να έχει σχέση (πέρα από κάποιες εκλεκτικές συγγένειες, π.χ. με το blues) με τη μουσική των γονιών της. Η rock μουσική (αλλά και η jazz και η soul) που διαμορφώθηκε στα πρώτα χρόνια του ’60, εξέφραζε αυτήν ακριβώς την αυτοπεποίθηση, αυτήν ακριβώς τη νεανική αυθάδεια: “The Times They Are a-Changin’”, όπως τραγούδησε το ’64 ο Dylan.

Όταν ο Dylan γνώρισε τους Beatles

Μετά το πρώτο γερό ταρακούνημα που προκάλεσε το rock ‘n’ roll, o καταλύτης για τη μουσική του ’60 ήταν η εμφάνιση του Bob Dylan και των Beatles και η μεταξύ τους διαλεκτική σχέση. Έχει γραφτεί σωστά ότι το πιο αποφασιστικό βήμα για τη rock μουσική (τουλάχιστον ως την εποχή του punk) ήταν η γνωριμία τους (στο Λονδίνο, τον Αύγουστο του ’64) και η αλληλεπίδραση του Dylan και των Fab Four.

Σχηματικά: από τη μία, η folk και ο πολιτικοποιημένος στίχος του Dylan, καθώς και η αντικομφορμιστική του στάση, αφυπνίζει τους Lennon/McCartney, που μέχρι τότε έγραφαν θεσπέσια πλην όμως pop τραγούδια (συν το γεγονός ότι κάπνισαν για πρώτη φορά μαριχουάνα, με τη συντροφιά και του Allain Ginsberg)∙ από την άλλη, ο ηλεκτρικός ήχος των Beatles γοητεύει τον Dylan, που αντιλαμβάνεται έγκαιρα ότι η νεανική γενιά (την οποία περιέγραψα παραπάνω) έχει προχωρήσει πολύ πιο πέρα από τα ακουστικά sing-along της folk, και μεταστρέφει κι αυτός τον ήχο του.

Beggar΄s Banquet , οι Rolling Stones το ηχογραφούν τον Μάρτιο ΄68
Beggar΄s Banquet , οι Rolling Stones το ηχογραφούν τον Μάρτιο ΄68

Οι μεν Beatles, από την pop του “Love Me Do” και του “I Wanna Hold Your Hand”, πειραματίζονται με πιο σύνθετες φόρμες σε album όπως το “Rubber Soul”, το “Revolver” και –βέβαια- το “Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band” και γεννούν την ψυχεδέλεια, ενώ συγχρόνως ο Lennon αρχίζει να ορκίζεται στα ονόματα του Μάο και του Μαχαρίσι. Πολύ σύντομα οι Rolling Stones (“Their Satanic Majesties Request”, “Street Fighting Man” και τα ρέστα), οι Who (“Magic Bus) και εκατοντάδες άλλες μπάντες θα προσπαθήσουν να βαδίσουν σε παραπλήσια ηχοτόπια.

Ο δε Dylan, επηρεασμένος από την ηλεκτρική pop των Beatles, αφήνει στην άκρη τις ακουστικές κιθάρες, εξηλεκτρίζει με τη σειρά του αποφασιστικά τον ήχο του (πληρώνοντας το τίμημα να τον σταυρώσουν οι πιουρίστες της folk) και δημιουργεί την περίφημη τριλογία που απαρτίζουν τα album “Bring It All Back Home”, “Highway 61 Revisited”, “Blonde On Blonde”. O Dylan χάνει πολλούς από τους πρώτους του θαυμαστές, όμως συγχρόνως κερδίζει πολύ περισσότερους: ακριβώς τους νέους που θα εξεγερθούν τον Μάη στο Παρίσι και αυτούς που θα συγκροτήσουν το κίνημα της Αντικουλτούρας στις ΗΠΑ.

Υπό την επίδραση του Dylan και των Beatles, στο Σαν Φρανσίσκο και στο Λος Άντζελες συγκροτούνται οι πρώτοι πυρήνες των hippies και της σκηνής της ψυχεδέλειας: στο  πρώτο, πρωτοστατούν μπάντες όπως οι Grateful Dead, Jefferson Airplane, Quicksilver Messenger Service, Country Joe & the Fish, Big Brother  & the Holding Company, ενώ, στο δεύτερο, οι Byrds, Love, Doors, οι –Καναδοί- Buffalo Springfield με τους νεαρούς τότε Neil Young και Stephen Stills, και πολλοί άλλοι.

Έρωτας στα οδοφράγματα

Στο μεταξύ η μουσική σκληραίνει, καθώς αφουγκράζεται τα γεγονότα που σημαδεύουν το δεύτερο μισό του ’60 (αντιαποικιακά κινήματα, δολοφονία του Che στη Βολιβία, πόλεμος του Βιετνάμ κλπ.). Το rock εξελίσσεται σε hard rock στους δίσκους συγκροτημάτων όπως των Who και των Cream (Eric Clapton, Jack Bruce, Ginger Baker). Η διαδικασία αυτή απαθανατίστηκε εύστοχα σε μια χαρακτηριστική σκηνή της ταινίας “Blow-Up” (1966) του Michelangelo Antonioni: οι Yardbirds (προάγγελοι των Led Zeppelin) εμφανίζονται ζωντανά σε κάποιο λονδρέζικο club, τα ντεσιμπέλ ματώνουν τα αυτιά και στο τέλος του σετ, σπάνε με βίαιο τρόπο τις κιθάρες τους.

Εκτός όμως από πιο σκληρός, ο ήχος του ’60 γίνεται ολοένα και πιο σεξουαλικός, στο τραγούδι της Janis Joplin (που απηχεί τον αισθησιασμό του rhythm ‘n’ blues και της soul) και στο παίξιμο της κιθάρας του Jimi Hendrix.

Πέρα και από την απαράμιλλη δεξιοτεχνία του, ο Hendrix τόσο στις ηχογραφήσεις του στο στούντιο, πόσο μάλλον επί σκηνής, απελευθέρωσε έναν σχεδόν αρχέγονο ερωτισμό, τόσο ζωτικό για μια γενιά η οποία, ανάμεσα στα αιτήματα για «ένα, δύο τρία, χιλιάδες Βιετνάμ», για την κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων, την απόρριψη του ακαδημαϊσμού και την «Επανάσταση της καθημερινής ζωής» (Raoul Vaneigem), έθετε επίσης ως πρωταρχικό αίτημα τη σεξουαλική απελευθέρωση. Ο Hendrix, υπό μια έννοια, εξέφραζε ως υποκείμενο την απάντηση στις αναζητήσεις ενός άλλου μεγάλου θεωρητικού του Μάη, του Herbert Marcuse. Ανατρέχοντας και πάλι στον κινηματογράφο, ο Bernardo Bertolucci το υπογραμμίζει στην εναρκτήρια σεκάνς της ταινίας “The Dreamers”: καθώς παρακολουθούμε τις πρώτες κινήσεις των τριών φοιτητών, του ménage à trois της ιστορίας, που στο τέλος κατεβαίνουν μαζί στα οδοφράγματα, αφού έχουν κάνει πρώτα έρωτα, ακούγεται το “Third Stone from the Sun” (από το “Are You Experienced?” των Jimi Hendrix Experience).

Συγχρόνως, στις ΗΠΑ σχηματίζονται μπάντες όπως οι σκληροπυρηνικοί πρωτεργάτες του punk MC 5, που υιοθετούν το σύνθημα “Dope, Rock ‘n’ Roll & Fucking in The Streets”, ενώ συγχρόνως δηλώνουν επηρεασμένοι από τους Μαύρους Πάνθηρες.

Black Power

Το rock και η μαύρη μουσική (soul, funk, jazz) βαδίζουν παράλληλα στα χρόνια του ’60.  Γύρω στο ’68, όταν, μετά τις δολοφονίες του Malcolm X και του Martin Luther King, κλιμακώνονται οι βίαιες εξεγέρσεις κατά του καθεστώτος των φυλετικών διακρίσεων, η μαύρη μουσική σκληραίνει και αυτή. Υπό την επίδραση του James Brown, αλλά και της ανάγκης αυτογνωσίας της αφρικανικής κληρονομιάς της, η soul μετασχηματίζεται σε funk. Ο Νονός τραγουδά “Say It Loud I’m Black and I’m Proud”, η Marlena Shaw το αξεπέραστο “Woman Of The Ghetto”, ενώ μπάντες όπως οι Temptations, οι War, οι Sly & The Family Stone, οι Chambers Brothers κ.ά. μπολιάζουν τη soul-funk με το ψυχεδελικό rock και κερδίζουν σημαντική απήχηση στο κοινό της Αντικουλτούρας.

Στη δε jazz, το συγκρουσιακό πνεύμα εκφράζουν οι οργισμένοι αυτοσχεδιασμοί στα σαξόφωνο του John Coltrane, του Albert Ayler και των μαθητών τους, που μιλούν το ίδιο «εύγλωττα» με τους πιο μαχητικούς στίχους της εποχής. Το hard bop δίνει τη θέση του στη free jazz, την πλέον ελευθεριακή μουσική φόρμα. Και πάλι εύστοχα, στο μυθιστόρημά του «Κόκκινη Μασσαλία» (εκδ. Πόλις), που εκτυλίσσεται την επαύριον του Μάη, ο συγγραφέας Maurice Attia αναφέρεται σε ένα γκρουπούσκουλο αριστεριστών που ακούνε τη free jazz του Pharoah Sanders.

Ένα, δύο, τρία, πολλά ‘68

Η μουσική (rock, funk, jazz κ.ά.) είναι παρούσα σε όλο το φάσμα -παραφράζοντας τον Alain Badiou- των «συμβάντων» που ξέσπασαν σχεδόν σε συγχρονία σε πολλές γωνιές του πλανήτη. Καταδεικνύει την παγκοσμιότητα του ’68.

Φεύγοντας από τις ΗΠΑ, τη Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία, στην –τότε- Δυτική Γερμανία οι Κόκκινοι του Ρούντι Ντούτσκε είχαν ως soundtrack δράσης τους CAN (αρχικά που σημαίνουν Communism/Anarchism/Nihilism) και τους λοιπούς freak του kraut rock. Αντίστοιχα, η Άνοιξη της Πράγας υποκινήθηκε εξίσου από φρικιά σαν τον ποιητή του δρόμου Egon Bondy και από μπάντες όπως οι Plastic People of The Universe, που άκουγαν φανατικά Frank Zappa & The Mothers of Invention και Velvet Underground. Στην Πόλη του Μεξικού, την εποχή της μεγάλης φοιτητικής εξέγερσης και της σφαγής της Plaza de las Tres Culturas στο Tlatelolco (Οκτώβριος του ’68), ήδη άκμαζε μια ψυχεδελική rock σκηνή που είχε ως κύριους εκφραστές μπάντες όπως οι La Revolution de Emiliano Zapata (τι όνομα!). Στη Βραζιλία, τέλος, το μείζον μοντερνιστικό κίνημα της εποχής εκείνης (που θεωρήθηκε και ως κίνημα αντίδρασης απέναντι στη χούντα) ήταν το tropicalisimo (Caetano Velozo, Gilberto Gil, Os Mutantes κ.ά.), μακρυμάλληδες που εμπνέονταν τόσο από τις τοπικές μουσικές παραδόσεις όσο και από τους Beatles.

Η μουσική είναι η ποίηση της εξέγερσης του ’68.

ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ