Μίκη Θεοδωράκη Εγκώμιον

Του Στέφανου Φουρτουνίδη

Η συμβολή του Θεοδωράκη στην Πολιτεία και τον Πολιτισμό μας

————————————————————————————————

«Μεσ’ από τους στίχους μου ανασταίνω το μέλλον.

Το χτές του ποιητή είναι το αύριο του κόσμου»[1]

Αυτές τις μέρες ο Μίκης Θεοδωράκης συμπληρώνει 96 έτη ζωής.

Μιας ζωής αδιάκοπα παραγωγικής.

Μιας ζωής γεμάτης αγώνα για τον Πολιτισμό, την Ελληνικότητα και την Δημοκρατία. Για «την Τέχνη και το Χρέος».

Η πολιτιστική δημιουργία (Τέχνη) και η πολιτική δράση (Χρέος) του Μίκη Θεοδωράκη αποτελούν αδιάρρηκτη ενότητα, μια «συμπαντική αρμονία» που δεν μπορεί να διαχωριστεί.

Στην θεοδωράκεια νοησιαρχία Χρέος και Τέχνη δεν αποτελούν δυο διαφορετικά στοιχεία αλλά συμπορεύονται και είναι ένα.

Στην καλλιτεχνική έκφραση του Μίκη Θεοδωράκη συσσωματώνεται ο πολιτικός Λόγος του. Στις πολιτικές φανερώσεις του μετουσιώνεται το πολιτιστικό όραμά του για ένα «σύγχρονο ελληνικό έργο» και την «Ελληνική Μουσική».

Η συμβολή του Μίκη Θεοδωράκη στην πολιτική ζωή του τόπου είναι σπουδαία και μεγάλη και δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή έξω από την καλλιτεχνική του δημιουργία. Και τούτο, διότι η προσφορά του δεν πραγματώθηκε μόνο μέσα από την καθαυτή πολιτική παρέμβασή του αλλά και δια της πολυποίκιλης πνευματικής δημιουργίας και κυρίως και αμεσότερα με την Μουσική του αλλά και το σημαντικό συγγραφικό του έργο.

Ο Μίκης Θεοδωράκης είναι γέννημα της ιστορικής γενετικής αυτού του μικρού τόπου με τη μεγάλη και αδιάρρηκτη παράδοση και συνέχεια.

                Αν θα έπρεπε, για λόγους χώρου, να περιοριστώ σε ορισμένες κομβικές πολιτικές στιγμές του Θεοδωράκη, αυτές θα ήταν οι εξής:

α)           Η συμμετοχή του στον Δεκέμβρη του ’44, όταν μέσα στον «άκρατο ιδεαλισμό» του και με την Αγία Γραφή στο στήθος του πολέμησε στην Αθήνα. Αργότερα[2], θα μιλήσει για το «Μέγα Ψέμα» που καλλιεργήθηκε από τις αντιμαχόμενες παρατάξεις σε σχέση με την Συμφωνία του Λιβάνου (1944), χρησιμοποιήθηκε ως ιδεολόγημα για να δικαιολογήσει (φευ) το αδελφοκτόνο μίσος και οδήγησε τις δυο πλευρές στη σύγκρουση «βάζοντας ο ένας την ετικέτα του προδότη στο κούτελο του άλλου, για να αποσείσει τις δικές του ευθύνες».

β)            Οι εξορίες του στην Ικαρία, η μαρτυρία στη Μακρόνησο και η  εξορία του στη Ζάτουνα. Παρά τα μαρτύρια του δεν θα κυριευθεί από μίσος αλλά θα αποζητήσει την Ενότητα του Λαού μας μέσα από το έργο και τη δράση του.

γ)            Η εμπνευσμένη ίδρυση και οργάνωση της «Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη» (1963), ενός κινήματος που γεννήθηκε μέσα από τη Νεολαία, την εποχή που ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έθετε το ερώτημα «ποιος κυβερνά αυτό τον τόπο». Η «Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη» ανέπτυξε ένα σύγχρονο πολιτικό και πολιτιστικό πρόγραμμα για την Ελλάδα με οραματικές θέσεις σε όλους τους τομείς.

δ)            Η αποφασιστική υποστήριξη της «λύσης Καραμανλή» την περίοδο της Μεταπολίτευσης. Κατανοώντας την ιστορικότητα του δικού του ρόλου και συνεπής στο πολιτικό όραμα για Ενότητα, ο Θεοδωράκης, κόντρα στα κελεύσματα τη Αριστεράς, δίνει το βαρυσήμαντο μήνυμά του υπέρ της «λύσης Καραμανλή», την οποία ο Τάκης Λαμπρίας θα συνθηματοποιήσει σε «Καραμανλής ή τανκς». Ένας αριστερός συνθέτης-μαχητής μεταστοιχειώνεται, καθώς η Ιστορία τον καλεί, σε υπερασπιστή της ομαλής και ήπιας μετάβασης κλείνοντας τ’ αυτιά σε φωνές για (ευκαιριακή) επικράτηση και «εκκαθαρίσεις».

ε)            Η συνεργασία του ως Ανεξάρτητου Βουλευτή με τη «Νέα Δημοκρατία» το 1989.  Το 1989 ο Θεοδωράκης σπάει τα «ταμπού» και δείχνει το ασυμβίβαστο μαχητικό πρόσωπό του κατά της πολιτικής και οικονομικής διαφθοράς, κατά του ευτελισμού των θεσμών και της Δημοκρατίας και κατά της άλωσης του Κράτους μέσω της «Πυραμίδας της Εξουσίας». Την ίδια περίοδο και αργότερα αναδεικνύει το φαινόμενο διαπλοκής οικονομικής ισχύος και πολιτικής εξουσίας και τα συμπτώματα «Μπερλουσκονισμού» στη χώρα.

στ)          Οι δυο σπουδαίο Λόγοι του: «Εκ βαθέων» στα Χανιά το 2005 και «Η Τελική Λύση» στην Ακαδημία Αθηνών το 2013 που θέτουν το δάκτυλο επί τον τύπο των ήλων και αποτελούν ακριβή παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές.

ε)            Η νέα πορεία του προς Λαό με το άναμμα της «Σπίθας» το 2010 για μια εθνική αφύπνιση ενώπιον του κινδύνου της απώλειας της εθνικής ανεξαρτησίας. Η «Σπίθα» του Θεοδωράκη δεν επεδίωξε να μετασχηματιστεί σε πολιτικό κόμμα και να αποκοπεί ή να διχάσει την κοινωνία αλλά επιζητούσε να γίνει και να παραμείνει μήτρα μιας μεγάλης πολιτικής ζύμωσης, από την οποία θα μπολιαστούν όλοι οι σκεπτόμενοι Πολίτες και Πολιτικοί και να γίνει φωτιά «πλάστρα» μέσα στην χώρα.

στ)          Η μνημειώδης ομιλία του τον Φεβρουάριο του 2018 στην Πλατεία Συντάγματος για την «Μακεδονία» όπου κατήγγειλε τον «αριστερόστροφο» φασισμό, ενώ οι νέες «άπονες εξουσίες» επιχείρησαν να τον στιγματίσουν περίπου ως «Χρυσαυγίτη» αφήνοντας μάλιστα τα βέβηλα συνθήματά τους έξω από το σπίτι του.

                Δε θα ισχυριστώ εδώ ότι η πολιτική δράση του Θεοδωράκη δεν εμφανίζει αντιφάσεις. Αυτό που υποστηρίζω είναι ότι οι αντιφάσεις αυτές είναι μόνο φαινομενικές και επιφανειακές. Όταν κάποιος παρατηρήσει κάτω από την επιφάνεια των φαινόμενων αυτών αντιφάσεων, θα διακρίνει την συνεπή και σταθερή πολιτική στάση του Μίκη και την διαρκή αναζήτησή του  για Ενότητα του Λαού μας και για ανόθευτη Δημοκρατία.

                Θεωρώ ότι η μεγάλη συμβολή του Μίκη Θεοδωράκη στην πολιτική ζωή του τόπου μας με την ευρύτερη έννοια του όρου δεν έχει ακόμη αρκούντως αξιολογηθεί.

                Θυμάμαι ότι το «Ινστιτούτο Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής» είχε τιμήσει τον Μίκη Θεοδωράκη το 2001 για την συμβολή του στην εδραίωση της Δημοκρατίας στη χώρα.

                Πιστεύω ότι ο ιστορικός του μέλλοντος θα μπορέσει να αποτιμήσει με την πρέπουσα απόσταση και την αναγκαία νηφαλιότητα τη συμβολή αυτή του Θεοδωράκη και θα καταδείξει την τεράστια μακροπρόθεσμη παιδευτική σημασία και επίδραση της αδέσμευτης πολιτικής δράσης και μεθεκτικής πολιτιστικής δημιουργίας του Μίκη για τον Πολιτισμό και την Πολιτεία μας .

                Θα αποτιμήσει την έμπρακτη συμβολή του Μίκη στην έννοια της Ελευθερίας, της Ευθύνης και του Χρέους.

                Χρόνια Πολλά κύριε Θεοδωράκη!


[1] Μίκης Θεοδωράκης, «Οι μεταμορφώσεις του Διόνυσου».

[2] Μίκης Θεοδωράκης, Εκ Βαθέων Ι, Ομιλία στα Χανιά στις 31.07.2005.