Με τα λόγια του Λιγνάδη: Γοητεία, εξουσία, συνωμοσία, όλα απερισκεψία

Του Νίκου Ξυδάκη

Για τις ενδεχόμενες ποινικές ευθύνες του κατηγορούμενου για βιασμό Λιγνάδη θα αποφανθεί η Δικαιοσύνη. Αυτό που ενδιαφέρει ωστόσο με έναν γενικότερο τρόπο, είναι  η ίδια η θεαματικότητα της δίκης και η βίαιη απαξίωση των μαρτύρων κατηγορίας, αλλά και η θεωρία συνωμοσίας κατά Λιγνάδη, όπως διαμορφώθηκαν από την υπερασπιστική γραμμή του συνηγόρου του.

Πάνω απ’ όλα, κατά τη δική μας οπτική, έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς αναδύονται μέσα από τη δίκη και τα προσκομισθέντα στοιχεία, οι πολλαπλές συνδηλώσεις για την ανθρωπολογία και τις εξουσιαστικές σχέσεις ανάμεσα στον σαγηνευτή και τα αντικείμενα της σαγήνης.

Οταν ξέσπασε η υπόθεση ή σκάνδαλο Λιγνάδη, από όσα είχαν δημοσιευτεί, είχαμε οδηγηθεί στον συλλογισμό, ότι ο Δημήτρης Λιγνάδης ζούσε στη ζώνη του λυκόφωτος, σε μια μεταιχμιακή ζώνη, στην οποία η πραγματικότητα συμφυρόταν με τον φανταστικό κόσμο των θεατρικών και λογοτεχνικών ηρώων, σε μια αμφιλύκη, στην οποία η δική του συμπεριφορά, το δικό του έθος και πάθος συμφύρονταν με τις συμπεριφορές και τα πάθη των χαρακτήρων της τέχνης. Ηταν λες και το Μεταξουργείο να είχε μεταμορφωθεί στον Γυάλινο Κόσμο του Τενεσί Ουίλιαμς, που δίδασκε σε υποψήφιους σπουδαστές. Ή, στον κόσμο του μαρκησίου Ντε Σαντ, στον κόσμο του Καβγατζή του Ζαν Ζενέ.

Αν προεκτείναμε τη διακρινόμενη τάση κατεξουσίασης των θηραμάτων της γοητείας, θα λέγαμε ότι στο Μεταξουργείο κάποιος θεώρησε ότι πρωταγωνιστούσε στο δικό του Σαλό, τις κατά Παζολίνι 120 ημέρες στα Σόδομα: όπως κι εκεί, το θέμα δεν είναι η ερωτική πράξη, ούτε καν η σαγήνευση, αλλά η εξουσιαστική πράξη, η καταδυνάστευση. Ο Παζολίνι τεχνουργώντας μια αλληγορία για τον φασισμό, οδηγεί την καταδυνάστευση στα άκρα: στην εκμηδένιση του κυριαρχούμενου, ηθική, υπαρξιακή και φυσική. Στον παρόντα μη αλληγορικό κόσμο, η καταδυνάστευση οδηγεί σε ψυχική και ηθική απαξίωση.

«Απερίσκεπτα άσκησα τη γοητεία μου…»

Με όσα άρχισε να λέει στην απολογία του ο Δ. Λιγνάδης, αρχίζει να αναδεικνύεται το μοτίβο που τον οδήγησε στο εδώλιο κατηγορούμενο για βιασμό ανηλίκων: αυταρέσκεια, γοήτευση, σαγήνευση, αποπλάνηση. Κάτω από την επιδερμίδα τη γοητείας και της αποπλάνησης, υπάρχει η εξουσίαση, η κυριαρχία ― ομολογούμενα από τον Λιγνάδη. Ο ίδιος ορίζει τη σύνολη συμπεριφορά του ως απερισκεψία.

Με τα δικά του λόγια:

«…Πολλές φορές απερίσκεπτα μπορεί να άσκησα τη γοητεία μου, κολακεύτηκα, φλέρταρα, έδωσα παραπανίσιες υποσχέσεις για το πόσο όμορφοι είναι, είχα μια υπερβολή στην προσέγγισή μου. Δεν νομίζω ότι εδώ κατηγορούμαι για πέφτουλας ή για γύπας ή για γητευτής, μπορεί να υπήρξα, μπορεί να ξέφυγα σ’ αυτό, αλλά βιαστής δεν υπήρξα ποτέ. Ούτε βιαστής, ούτε εκβιαστής. Σιχαίνομαι τον βιασμό. Έχω κλωτσήσει γάτο που έχει καβαλήσει με το ζόρι γάτα…»

«…Πολλές φορές από το χειροκρότημα, από το γουστάρισμα, από τη γοητεία που έβλεπα να ασκώ, χαιρόμουν…»
«…Αυτός είναι ο χαρακτήρας μου, φιλικός, δεκτικός, απολάμβανα το τυχαίο και το απρογραμμάτιστο και απ’ ότι έδειξε η πρακτική μετά πολλές φορές απερίσκεπτα και επιπόλαια…»

«… Σε καμία περίπτωση οι συναναστροφές μου αυτές δεν είχαν έναν σκοπό δόλιο ή καταχρηστικό, πιο πολύ εγώ παρασυρόμουν. Απερίσκεπτα έκανα κι άλλα πράγματα, μέχρι πρόσφατα κυκλοφορούσα με βερμούδες, όλα γίνονταν φανερά…»

Η απερισκεψία και ο αυθορμητισμός είναι κεντρικά στην αυτοπεριγραφή του  Δ. Λιγνάδη. Είναι τα ερμηνευτικά κλειδιά που προτείνει ο ίδιος στο δικαστήριο για να εξηγηθούν οι πράξεις του, οι συναναστροφές του. Ηταν ανοιχτός και τον εκμεταλλεύτηκαν.
Γιατί τόσο ανοιχτός; Γιατί ήσασταν τόσο ασυγκράτητος, ιδίως μετά το μαχαίρωμα, τον ρωτά ο δικαστής:

«Πρόεδρος: …Έχει προηγηθεί μια απόπειρα ληστείας και ο τραυματισμός σας. Αυτό δε σας έκανε να είστε λίγο πιο συγκρατημένος στον τρόπο ζωής σας; Με άτομα που δεν γνωρίζετε; Που ήταν ανήλικα;

Λιγνάδης: Δεν έχω καταλάβει, πώς τα συνδέετε; Αυτό έγινε στην πόρτα του σπιτιού μου για να με ληστέψει.
Πρόεδρος: Αυτό δεν σας έκανε πιο συγκρατημένο; Σας έλεγαν ότι δεν έχω ρεύμα σπίτι μου κι εσείς το δεχόσασταν; Μπορεί να ήταν κάποιος κακοποιός. Μετά από ένα τέτοιο συμβάν. Δεν μιλάω για άτομα που συνδέεστε χρόνια αλλά για άτομα που γνωρίσατε πρόσφατα»

Η εξήγηση είμαι πάντα η ίδια: ήμουν ανοιχτός και απερίσκεπτος:

«Σπίτι μου έχουν έρθει άνθρωποι που γνώρισα πριν δύο λεπτά. Ήμουν ανοιχτός έως ηλίθιος.»

Ανήλικος: Δεν θυμάμαι, δεν έδωσα σημασία, δεν το σπουδαιολόγησα

Ο Λιγνάδης γνωρίζει ότι στο δικαστήριο βρίσκεται για βιασμό. Αυτόν αντικρούει. Για να αντικρούσει την κατηγορία προτείνει άλλο ένα ερμηνευτικό κλειδί: κάνει διάκριση μεταξύ της γοητείας και του βιασμού, είναι έτοιμος να αποδεχτεί ότι ήταν «πέφτουλας και γύπας», αλλά όχι βιαστής. Η γοητεία δεν τιμωρείται, μάλλον επικροτείται. Ο βιασμός όμως περνά κάθε κόκκινη γραμμή.

Γνωρίζει επίσης ότι κατηγορείται για σεξουαλική βία εις βάρος ανηλίκων. Στις κρίσιμες ερωτήσεις αν γνώριζε ότι ήταν ανήλικα κάποια εμπλεκόμενα πρόσωπα, δηλώνει πάντα ότι δεν γνώριζε. Ή απλώς δεν απαντά! Δεν θυμάται, δεν έδωσε σημασία… Και πλαγιοδρομεί μιλώντας για την αγαθή του πρόθεση, την απερισκεψία κ.ο.κ.  Κάπως έτσι:

«Πρόεδρος: Είπατε ότι καταλάβατε ότι τον γοητεύσατε.
Λιγνάδης: Από τα λεγόμενά του, ήταν πολύ ανοιχτός στις εκδηλώσεις του, βαφόταν, χρησιμοποιούσε διάλεκτο που χρησιμοποιούν οι πολύ απελευθερωμένοι γκέι τύπου μωρή, τρελή κλπ. Μου έλεγε, σε παρακαλώ θέλω να κάνουμε το ένα και το άλλο.
Πρόεδρος: Είχατε μιλήσει για τις ερωτικές σας προτιμήσεις;
Λιγνάδης: Δεν το αποκλείω.
Πρόεδρος: Ξέρατε ότι ήταν ανήλικος;
Λιγνάδης: Δεν θυμάμαι, δεν έδωσα σημασία.
Πρόεδρος: Ως τι τον γοητεύσατε;
Λιγνάδης: Κατά τα λεγόμενά του, όλα, αυτό που θυμάμαι ήταν να μου ζητάει να κάνουμε κάτι γενετήσιο, να ολοκληρωθεί η γνωριμία μας με γλειψίματα, δεν θέλω να πω. […]
Πρόεδρος: Δεν σας προβλημάτισε που ένας ανήλικος ζητούσε αυτά τα πράγματα από εσάς;
Λιγνάδης: Δεν ήταν κάτι που σπουδαιολόγησα, τώρα το σπουδαιολογώ που έγιναν όλα αυτά.
Πρόεδρος: Το λάβατε υπόψη σας ότι ήταν ανήλικος και σας έβλεπε έτσι;
Λιγνάδης: Μα δεν το σπουδαιολόγησα, ήταν σαν αστείο. Τι μεγαλύτερη προστασία να του παράσχω από το να βρισκόμαστε.»

Ημουν ζωηρός, άπιστος, ξεφτίλας…

Προφανώς η ενδελεχώς προετοιμασμένη υπερασπιστική γραμμή δεν περιορίζεται μόνο στην απαξίωση των μαρτύρων, πρέπει να αποσεισθούν και οι κατηγορίες. Ο Λιγνάδης ισχυρίζεται είναι ότι δεν υπήρξε ποτέ βιασμός, και δεν υπήρξε ποτέ ερωτική επαφή με ανήλικα. Βλέπουμε όμως ότι για τα ανήλικα υπάρχουν κενά και αντιφάσεις: δεν γνώριζα, ήμουν αφελής, δεν θυμάμαι, δεν σπουδαιολόγησα… Επιπλέον στην ίδια ροή λόγου, αρνείται και αποδέχεται ότι συναναστρεφόταν ανήλικα:

«Σύνεδρος: Ποια ήταν η συμπεριφορά σας απέναντι στις φήμες με τα ανήλικα; Που μπορεί να φταίξατε εσείς;
Λιγνάδης: Ισχυρίζονται οι μάρτυρες ότι υπάρχουν.
Σύνεδρος: Για το πρόσωπό σας αυτά ακούστηκαν.
Λιγνάδης: Ακούστηκαν πολλά, ότι παίρνω και κόκες και είμαι μασόνος.
Σύνεδρος: Απλά σας ρωτάω αν φταίξατε.
Λιγνάδης: Βεβαίως έφταιξα, με είδαν να παίζω μπάλα, να είμαι σε πάρτυ του Μπίλι Έλιοτ, δεν έδωσα όμως ποτέ μα ποτέ λαβή για να πει κάποιος ότι κακοποιώ ανήλικα, ποτέ να μου πει ότι συναναστράφηκα με ανήλικα. Στο Αρσάκειο, όταν ήμουν 20 χρονών έτσι, υπήρχαν κοπέλες που έκανα παρέα.
Σύνεδρος: Η κα Κούρκουλα είπε ότι είστε το εύκολο θύμα γιατί ήσασταν ζωηρός.
Λιγνάδης: Δεν ξέρω αν αναφερόταν σε αυτό, στις φήμες. Στην ερωτική μου ζωή ήμουν ζωηρός, άπιστος, ξεφτίλας, ερωτεύτηκα και ξεφτιλίστηκα, ξύλο έπαιξα στη μέση του δρόμου.»

Εδώ, μαζί με τις αντιφάσεις, αναδύεται ο βασικός άξονας της γραμμής Λιγνάδη. Παραδέχεται διάφορα χαρακτηριστικά του και συμβάντα, ίσως κατακριτέα αλλά ανθρώπινα, ανήθικα ενδεχομένως, πάντως μη ποινικώς κολάσιμα• έτσι, γίνεται πιο πειστικός όταν αρνείται κατηγορηματικά κάθε ποινικά επιλήψιμη πράξη, όπως ο βιασμός ή η «γενετήσια επαφή» με ανήλικα. Είδαμε ότι αρνείται ακόμη και τη συναναστροφή με ανήλικα, μάλλον άγαρμπα, ακριβώς επειδή και μόνη η συναναστροφή ακουμπάει την απαγορευμένη ζώνη.

Ο Λιγνάδης δίνει χώρο για να δεχθεί την επίκριση και τη μομφή. Ομολογεί ότι στα ερωτικά του είναι «ζωηρός, άπιστος, ξεφτίλας», ένας λιμπερτίνος, ένας ρομαντικός ήρωας σαν τους ήρωες της τέχνης. Αλλά όλα αυτά διαδραματίζονται στην ιδιωτική σφαίρα, στο πεδίο των ταυτοτήτων• ποιος θα επικρίνει έναν ζωηρό, έστω έναν ξεφτίλα χάριν του έρωτα;

Με αυτή την γραμμή, ομολογώντας τα ζωηρά αλλά νόμιμα, κρατά δυνάμεις για να αποτινάξει τις «φήμες» για ανήλικα, τα αξιόποινα.

Συνωμοσία των πάντων κατά του ευεργέτου

Ο άλλος άξονας της υπερασπιστικής γραμμής είναι λίγο-πολύ αναμενόμενος. Οταν ερωτάται γιατί βρέθηκε κατηγορούμενος, γιατί τον κατηγορούν, η απάντηση είναι σταθερά ίδια.

  • Πρώτον, μην ψάχνετε μεγάλα κίνητρα σε μικρούς ανθρώπους. Οι κατήγοροι κατά κανόνα είναι τιποτένιοι, αμόρφωτοι, θηλυπρεπείς, δεν αξίζει να πάρεις στα σοβαρά τους λόγους τους.
  • Δεύτερον, σχεδόν όλοι κινούνται από φθόνο, οι περισσότεροι κινούνται από εκδίκηση γιατί απορρίφθηκαν, τους απέρριψε ο γητευτής τους, μερικοί φέρονται με αχαριστία και πληγώνουν τον παλαιό ευεργέτη που τους έδωσε βιβλία και προστασία.
  • Τρίτον, εξυφάνθηκε συνωμοσία. Από φθονερούς υποδεέστερους ανθρώπους του θεάτρου, από δημοσιογράφους, δικηγόρους, συνδικαλιστές, ακτιβιστές του #meetoo.
  • Τέταρτον, κάποιοι συνωμότησαν για να τον εκθρονίσουν από την ηεγσία του Εθνικού Θεάτρου.
  • Πέμπτον, πρόκειται για πολιτικό διωγμό, τον διώκει η φερόμενη ως αριστερά, για την ονοματοδοσία Ελένη Παπαδάκη και γιατί φίλησε το ομοίωμα του Παρθενώνα.

Συμπερασματικά. Στα όσα διαβάσαμε ως ομολογία, δεν διακρίνεται καμία μεταμέλεια• καμία παραδοχή ότι ενδεχομένως η συμπεριφορά του, κάποιες πράξεις, να πλήγωσαν έστω, συναισθηματικά, κάποιο νέο παιδί. Δεν θυμάται πρόσωπα, γεγονότα, καταστάσεις• δεν κατανοεί τον μη συμβατικό χαρακτήρα ενεργειών του, μονίμως προσάπτει στον εαυτό του ανοιχτοσύνη, καλή προαίρεση, απερισκεψία. Αν έφταιξε σε κάτι; Αν έδωσε αφορμή; Μα επειδή έπαιζε μπάλα με τα παιδιά; Επειδή τα έκανε παρέα; Επειδή φορούσε βερμούδες; Επειδή έπαιρνε δροσιά από τους νέους; Επειδή τους πρόσφερε μια βρύση και μια λάμπα; Επειδή εμπιστευόταν και, με τον τρόπο της Μπλανς Ντυμπουά, περίμενε καλοσύνη  από τους ξένους;

Ο Λιγνάδης πέφτει απ΄ τα σύννεφα. Κατάπληκτος, μαθαίνει ότι συνελήφθη και κατηγορείται για βιασμό και κακοποίηση ανηλίκων. Είναι ειλικρινής η έκπληξη του, σε μεγάλο βαθμό. Φαίνεται πως ό,τι ζούσε εκινείτο σε ένα συνεχές μεταξύ συμβατικής πραγματικότητας και αντισυμβατικής ή/και παραβατικής συμπεριφοράς. Δεν υπήρχαν όρια. Ολα ήταν ένα ατελείωτο γκρι, στο οποίο ο ίδιος όριζε τι επιτρέπεται, ο ίδιος έθετε και μετέθετε τα όρια, παντοδύναμος, αυτάρκης και κυρίαρχος. Η πραγματικότητα συνεχέετο με την τέχνη, η ζωή ήταν σκηνή θεάτρου, και συχνότερα αρένα.

Η αίσθηση πραγματικότητας που είχε επί τη ςσκηνής ο δρών (ο actor) ήταν η αίσθηση της παντοδυναμίας, αυτού που δεν θα τον αγγίξει ποτέ κανείς. Ποιος θα αγγίξει το παιδί των καλών σχολείων, τον πετυχημένο ηθοποιό και σκηνοθέτη, τον συνδαιτυμόνα ισχυρών και προβεβλημένων; Ποιο χαμίνι των Αθλίων θα τολμούσε να κινήσει την πτέρναν κατά του ευεργέτου;

Εξ ου και η μόνη ευλογοφανής εξήγηση που δίνεται, πλην της αυτοσυγχωρητικής «απερισκεψίας», είναι η συνωμοσία του σύμπαντος κόσμου, των χαμερπών και αγνωμόνων εναντίον του αμνού, εναντίον του γητευτή, εναντίον του πετυχημένου, εναντίον του καλλιτέχνη.

Διαβάζουμε, δεν δικάζουμε. Διαβάζουμε λόγια και συμπεριφορές, τα ρητά και τα υπόρρητα, διαβάζουμε στάσεις, έξεις και έθος, το habitus. Ο Πυγμαλίων γητευτής μάς δίνει το υλικό για να διαβάσουμε, όπως έδινε βιβλία στα νέα παιδιά. Ομως μαζί με το υλικό του Πυγμαλίωνα, διαβάζουμε και τις μαρτυρίες των θηραμάτων. Η σύνθεσή τους, δίνει φωνή στα ου μιλητά, στα κεκρυμμένα ― ταξικά, υπαρξιακά, κάτι δικά μας.

ΑΠΟ ΤΟ TVXS