Μητσοτάκης ή Τσίπρας; Ποιος μπορεί να χτίσει τη γέφυρα για να περάσει η χώρα στη μετά-COVID-19 εποχή; Μπορεί να τη βγάλει από την κρίση η ΝΔ που την έβαλε; Σε τι υπερέχει της ΝΔ ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ;

Του Γ. Λακόπουλου

Ας αφήσουμε τους δημοσκόπους στον αγώνα επιβίωσης των «μαγαζιών» τους και ας δούμε τις εξελίξεις από τη σκοπιά της πολιτικής ανάλυσης των δεδομένων. Μακριά από το μιντιακό οξύμωρο:  επιτυχημένη κυβέρνηση με αποτυχημένους υπουργούς! Και από τη μαγική ιδιότητα του Πρωθυπουργού: όσο πιο άσχημα πάει, τόσο να …ωφελείται δημοσκοπικά!

 Το πρώτο στοιχείο γι’ αυτή την ανάλυση είναι κλασσικό: στις εκλογές το κοντέρ μηδενίζεται. Κερδίζει αυτός που θα έχει την καλύτερη απάντηση στο κεντρικό ζητούμενο της συγκυρίας. Η απόπειρα να ξαναλειτουργήσουν τα γκάλοπ πως αυτό-εκπληρούμενη προφητεία είναι χονδροειδής.

Το δεύτερο  στοιχείο είναι ορατό: Η κυβέρνηση τρίζει και η δυσφορία για το σύστημα Μητσοτάκη δεν εξαπλώνεται μόνο στην κοινωνία, αλλά έχει εγκατασταθεί για τα καλά και στο εσωτερικό της ΝΔ. Από τη βάση ως την Κοινοβουλευτική Ομάδα.

Τρίτο στοιχείο είναι το προφανές: το ζητούμενο της κάλπης θα είναι: ποιος μπορεί να βγάλει τη χώρα από την κρίση;  Αυτός που την έβαλε ή αυτός που την έβγαλε και από το Μνημόνιο; Η απάντηση για την αμέσως μετά τον COVID-19 περίοδο θα προηγηθεί των προγραμμάτων που πηγάζουν από την ιδεολογία των κομμάτων και τις αντίστοιχες πολιτικές τους.

Το τέταρτο στοιχείο είναι ότι μιλάμε πάντα για μια χώρα υπερχρεωμένη- από τις αμαρτίες του ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ και σε διεθνή επιτήρηση  από τις επιλογές του ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ. Αν η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιβίωσε ήταν γιατί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, της άφησε διαχειρίσιμη οικονομικά, γεμάτα ταμεία και λυμένα κρίσιμα θέματα όπως το Μακεδονικό και η διαχείριση του μεταναστευτικού με την ευρωπαϊκή μέθοδο.

Το πέμπτο στοιχείο είναι ότι οι επόμενες εκλογές θα είναι αναμέτρηση του τύπου «ένας εναντίον ενός».  Μητσοτάκης -Τσίπρας. Η διαφορά από τις προηγούμενες εκλογές θα είναι ευκρινής: το 2019 ο Τσίπρας ΔΕΝ ηττήθηκε από τον κληρονόμο που εγκαταστάθηκε στην ηγεσία της ΝΔ αλλά  από το  σύστημα που τον ανέδειξε: μιντιάρχες, οικονομικούς παράγοντες, σκληρές συσπειρώσεις όπως η Εκκλησία και οι εθνοκάπηλοι.

Αυτή τη φορά θα κρατήσουν μικρό καλάθι για τον σημερινό Πρωθυπουργό- και κάποιοι αρχίσαν ήδη να διαχωρίζουν τη θέση τους. Δεν κατευθύνονται στον Τσίπρα, αλλά ξεκολλάνε από τον Μητσοτάκη.

Το έκτο στοιχείο είναι κοινός παρονομαστής στα προηγούμενα: ποιος θα υπερασπιστεί την εθνική κυριαρχία χωρίς συμβιβασμούς και υποχωρήσεις σε υποδείξεις τρίτων «να τα βρούμε με την Τουρκία».

Το παρελθόν και το μέλλον

Με αυτά τα δεδομένα  το ερώτημα στις εκλογές θα είναι ποιος μπορεί να δημιουργήσει τη γέφυρα για να περάσει η χώρα από την δραματική περίοδο του της πανδημίας στην νέα περίοδο ευημερίας.

Για όποιον δεν κλείνει τα μάτια τις περισσότερες πιθανότητες να πείσει έχει ο Αλέξης Τσίπρας.   Όχι γιατί ως αντιπολίτευση έχει την ευχέρεια των λόγων, ενώ ο Μητσοτάκης θα έχει τη δυσχέρεια των έργων.

Πρωτίστως γιατί η διαφορά πολιτικής αναμεσά τους είναι ορατή και  υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες να  λειτουργήσουν υπέρ του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ -ΠΣ. Π.χ. ποιος γιατρός και νοσηλευτής θα ψηφίσει Μητσοτάκη;

Όπως και αν διαμορφωθεί το μιντιακό περιβάλλον και όσα «κόλπα» και αν χρησιμοποιήσει το σύστημα Μητσοτάκη η σύγκριση σε τρία πεδία θα αποβαίνει σε βάρος του:

Πρώτο: το παρελθόν και το μέλλον. Σ’ αυτές τις εκλογές οι ρόλοι θα είναι αντίστροφοι. Ο Μητσοτάκης θα είναι το παρελθόν και θα απολογείται και η ο Τσίπρας- που κρίθηκε το 2019 για το δικό του παρελθόν -θα εκπροσωπεί το μέλλον.

Ο Μητσοτάκης έχει ήδη αρνητικό απολογισμό διαχείρισης σε κάθε μέτωπο. Διαμόρφωσε ένα κυβερνητικό σχήμα πολυπληθές, ανομοιογενές και  προβληματικό.  Αποδείχθηκε αδύναμος πρωθυπουργός, που δεν μπορεί ούτε καν να κάνει ανασχηματισμό. Αθέτησε στοιχειώδεις υποσχέσεις, όπως οι μετακλητοί που θα καταργούσε και υπερπολλαπλασίασε.

Αντί για αποκέντρωση επέβαλε υπερσυγκεντρωτισμό του κράτους γύρω από το πρόσωπό του. Η αποκέντρωση, η φαυλότητα των ημέτερων αντί για αξιοκρατία, η διαφθορά και οι σκανδαλώδεις σκάνδαλα με χαριστικές πράξεις αντί για διαφάνεια και η αποτυχία στα μέτωπα της απασχόλησης και των επενδύσεων χαρακτηρίζουν την θητεία του.

Στις εκλογές θα πάει με τη ΝΔ επιχρωματισμένη με ακροδεξιές επιλογές, πρόσωπα της ακραίας δεξιάς και  διαχειριστικά στίγματα. Και την ίδια στιγμή μικρά κόμματα στο μαλακό υπογάστριά της ΝΔ θα την αποδυναμώσουν καθώς θα ανοίξουν πύλες διαρροής και προς τα δεξιά και προς το κέντρο.

Το πλεονέκτημα του Αλέξη Τσίπρα

Ο Τσίπρας έχει το πλεονέκτημα του πολιτικού που διορθώνει τα λάθη του και δεν έχει ηθικές επιβαρύνσεις. Διατηρεί το ηγετικό προφίλ του και την κυριαρχία στο κόμμα του. Αυτή τη φορά δεν θα έχει στην πλάτη το στίγμα της-αναγκαστικής-συμβίωσης με τον Καμμένο, που απομάκρυνε μεγάλους όγκους Αριστερών και Κέντρο αριστερών ψηφοφόρων.

Αντίθετα θα έχει επιβεβαιώσει την κυριαρχία του στην ευρύτερη Δημοκρατική Παράταξη που δεν απειλήθηκε καθόλου από τα μικρότερα κόμματα.

Σε περίπτωση που ο Μητσοτάκης επιχειρήσει τη διάλυση του Κινάλ – όπως έκανε με το Ποτάμι και το κόμμα του Λεβέντη-  το υπόλοιπο κόμμα της Φώφης Γεννηματά θα στραφεί προς τον ΣΥΡΙΖΑ, που θα  απορροφήσει και τους ψηφοφόρους που διέφυγαν προς τον Βαρουφάκη.

Συνεπώς ο Τσίπρας δεν υπερτερεί απλώς του Μητσοτάκη ως πολιτική παρουσία στο δημόσιο χώρο. Η παράταξη, για λογαριασμό της οποίας θα διεκδικήσει την εγκατάσταση προοδευτικής κυβέρνησης, ιστορικά είναι πλειοψηφική απέναντι στη Δεξιά.

Στις επόμενες εκλογές θα  έχει ψυχολογία συσπείρωσης, ακόμη και συντηρητικών ψηφοφόρων που  απογοητευτήκαν από τη διαχείριση και του ακροδεξιούς του Μητσοτάκη.

Δεύτερο, η πολιτική: Εκτός από τις ηγεσίες, και τις παραταξιακές συσπειρώσεις, κριτήριο στις εκλογές θα είναι η πολιτική που εκπροσωπούν τα δυο κόμματα με τις προτάσεις που θα διατυπώνουν τους στόχους που θα θέσουν για τη χώρα- με βάση το τεκμήριο συνέπειας και ειλικρίνειας που έχουν οι επικεφαλής τους.

Ο Μητσοτάκης βρίσκεται ήδη στο Γκίνες ασυνέπειας και ψευδολογίας. Η πολιτική του αφαιρεί δικαιώματα και εισόδημα από τους πολλούς και ενισχύει τους λίγους. Αναδιανέμει τον πλούτο προς τα πάνω, και η κακοδιαχείριση συνδυάζεται με τον κομματισμό, τον αυταρχισμό, την αλαζονεία, αλλά και ηθικές εκκρεμότητες.

Αντίθετα η νέα πολιτική που όπως προκύπτει θα καταθέσει ο Τσίπρας εκ των πραγμάτων θα υπερτερεί, όπως ήδη αναδείχθηκε στις δυο «προγραμματικές» παρεμβάσεις του, για την υγεία και τον πολιτισμό.

Τρίτο, η διάθεση της κοινωνίας: Στις εκλογές η κοινωνία θα μετρήσει, εξ ορισμού, τα τραύματα της από την πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Τι είχε και τι έχασε. Και θα κοστολογήσει αναλόγως.

Πριν πάει στην κάλπη ο μέσος πολίτης  θα έχει πάει στην εφορία, τα ασφαλιστικά ταμεία, τις τράπεζες και άλλους στους οποίους οφείλει για να πληρώσει με λεφτά που δεν θα έχει.

 Την ίδια στιγμή θα είναι φανερό ότι οι όποιες κοινοτικές εισροές θα κατευθυνθούν στα μεγάλα συμφέροντα,- όπως ήδη συμβαίνει και με τον κρατικό προϋπολογισμό και το  τραπεζικό χρήμα. 

Η εξαπατημένη μεσαία τάξη

Οι μεγάλοι χαμένοι εν όψει αυτών των εκλογών, εκτός από τους εργαζόμενους και τους ανέργους, αλλά και τους αγρότες, θα είναι είναι όσοι ανήκουν στη μεσαία τάξη. Το  2019 ο Μητσοτάκης εξαπάτησε και συνέχεια τη ρήμαξε, αξιοποιώντας και την πανδημία, για να αναδιανείμει την αγορά υπέρ των μεγάλων «παικτών». 

Σ’ αυτές τις εκλογές θα λογοδοτήσει και για όσα έλεγε το 2019 σε όλους και για όλα: από το Μακεδονικό μέχρι τις «καλοπληρωμένες δουλειές» και τον… «Ρουβίκωνα»

Απέναντι σ’ αυτό το κύμα δυσαρέσκειας προς την απερχομένη κυβέρνηση της Δεξιάς ο Τσίπρας με τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ μπορεί να καταθέσει ένα επεξεργασμένο πρόγραμμα για ανάκτηση όσων αφαιρέθηκαν άδικα από τους προϋπολογισμούς των νοικοκυριών, δίκαιη διανομής του εθνικού πλούτου, έντιμη και αναπτυξιακή κατανομή των κοινοτικών πόρων και μετατροπή του τραπεζικού τομέα -που συντηρείται με τους φόρους των πολιτών- σε μοχλό ανάπτυξης. Μαζί με αυτά μπορεί να αντιπαρατάξει ως συγκριτικά πλεονεκτήματα ήθος, δημοκρατική κουλτούρα και φροντίδα για τους αδυνάμους.

Το συμπέρασμα από την πολιτική ανάλυση είναι ότι στις εκλογές η σημερινή  αντιπολίτευση θα πλεονεκτεί, σε βαθμό που θα είναι αδύνατο να ορίσει την εκλογική συμπεριφορά των πολιτών το μιντιακό σύστημα και η διαπλοκή.

Η προσπάθεια να φορτιστεί αρνητικά το όνομα το Τσίπρα, που συνεχίζεται, έχει ημερομηνία και ώρα λήξης: τη στιγμή που ο ψηφοφόρος θα πάει πίσω από το παραβάν για να αποφασίσει για το μέλλον του. Και θα ρίξει στην κάλπη την ψήφο του, και όχι αποκόμματα με «πίτες» και «κολώνες» δημοσκόπων.