Οι επιπτώσεις της επίθεσης στο Ουεστμίνστερ

Του Ρομπέρτο Τοσκάνο (*)

Ένα μαχαίρι, ένα αυτοκίνητο. Δεν είναι το παγκόσμιο δίκτυο της Αλ-Κάιντα ούτε η 11η Σεπτεμβρίου με τη μακρά της προετοιμασία, τα μαθήματα πλοήγησης, τις αεροπειρατείες.

Και δεν είναι καν οι τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι ή στις Βρυξέλλες, με δεκάδες νεκρούς.

Η τρομοκρατική επίθεση στο Ουεστμίνστερ, όπως κι εκείνη πριν από λίγες ημέρες στο Ορλί, δεν χρειάστηκε ούτε πολλά μέσα ούτε πολλή προετοιμασία.

Όπως στη Νίκαια και στο Βερολίνο, ήταν αρκετό να πέσει ένα αυτοκίνητο πάνω σε πεζούς.

Είναι μια μέθοδος που καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την πρόληψη, ακόμη και με τα πιο αποτελεσματικά συστήματα ασφαλείας.

Εξ ου η αίσθηση ότι είμαστε όλοι ανυπεράσπιστοι, ότι είμαστε όλοι πιθανοί στόχοι.

Μερικές φορές υπάρχει ανάληψη ευθύνης (τελευταία από το Ισλαμικό Κράτος, που βλέποντας ότι χάνει εδάφη εμφανίζεται έτοιμο να διεκδικήσει την πατρότητα τρομοκρατικών πράξεων στη γη των «σταυροφόρων»), πάντα όμως αυτό γίνεται εκ των υστέρων, σε μια προσπάθεια να ιδιοποιηθούν πράξεις ατόμων που εμπνέονται από την τρομοκρατία.

Τι είναι αυτά τα άτομα; Προς το παρόν δεν γνωρίζουμε πολλά για τον τρομοκράτη του Ουεστμίνστερ.

Όχι, δεν βρισκόμαστε μπροστά σε μια επίθεση σαν κι εκείνη στους Δίδυμους Πύργους το 2001, ή εκείνες της Μαδρίτης το 2004 και του Λονδίνου το 2005.

Στις προηγούμενες περιπτώσεις, όμως, ήταν μικροεγκληματίες, κυρίως έμποροι ναρκωτικών, που πέρασαν μια περίοδο στη φυλακή, ένα χώρο εξευτελισμού και ήττας όπου ένα πολιτικό-ιδεολογικό μήνυμα ταυτότητας και οργής βρίσκει εύκολα απήχηση, ιδιαίτερα αν έχει θρησκευτικό χαρακτήρα όπως είναι ο ριζοσπαστικός ισλαμισμός.

Ιστορικά, η τρομοκρατία είχε πολλά κίνητρα, πολλές ιδεολογικές αναφορές.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε τις βόμβες των αναρχικών στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα ή την τρομοκρατία στην οποία επιδόθηκαν στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, κυρίως στην Ιταλία, οι επίγονοι των μεγάλων  και ηττημένων  ολοκληρωτικών ιδεολογιών, του κομμουνισμού και του φασισμού.

Σήμερα μιλάμε για «ισλαμική τρομοκρατία» σαν να είναι αυτοί οι δύο όροι αλληλένδετοι, το να ξεχνάμε όμως το παρελθόν ενέχει τον κίνδυνο να μην καταλαβαίνουμε καλά το παρόν.

Η τρομοκρατία δεν αποτελεί αιτία, αλλά ένα είδος βίας: μιας βίας που ασκείται εναντίον μη στρατιωτικών και ανυπεράσπιστων στόχων, με στόχο να πληγεί ένα κράτος, μια ομάδα ή ένας πολιτικός αντίπαλος.

Η βία αυτή μπορεί να ασκείται και στο όνομα ιδεών που συμμερίζονται ή σέβονται πολλοί.

Ηταν τρομοκράτες οι Ιρλανδοί εθνικιστές του IRA, όπως ήταν τρομοκράτες και οι Βάσκοι της ΕΤΑ.

Τρομοκράτης ο «Unabomber», ο εξτρεμιστής οικολόγος που πριν από μερικά χρόνια έστελνε παγιδευμένες επιστολές σε καθηγητές τους οποίους κατηγορούσε ότι με τις έρευνές τους έβλαπταν το περιβάλλον.

Τρομοκράτες κι εκείνοι που, πάλι στις Ηνωμένες Πολιτείες, έβαζαν βόμβες σε κλινικές που έκαναν αμβλώσεις ή σε εργαστήρια που έκαναν πειράματα σε ζώα.

Δεν είναι έτσι αρκετή μια αιτία κι ένα πάθος που δεν γνωρίζει ηθικά όρια, και πρώτα απόλα τον σεβασμό της ανθρώπινης ζωής.

Χρειάζεται κι ένα προσωπικό φορτίο απογοήτευσης, που μερικές φορές εξηγείται από μια παθολογική ψυχολογία, συνήθως όμως απορρέει από ένα πρόβλημα που δεν είναι μόνο ατομικό, αλλά και κοινωνικό.

Αφού λάβουμε υπόψη μας ότι η τρομοκρατία δεν γεννήθηκε σήμερα, πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί εξακολουθεί και σήμερα, γιατί συμβαίνει στους συγκεκριμένους τόπους και ποιοι βρίσκονται από πίσω.

Δεν υπάρχει πια αμφιβολία ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τη βαθιά κρίση ενός κόσμου που νόμιζε ότι είναι ανοιχτός και δυναμικός, αλλά ανακαλύπτει ότι πάσχει από ανισότητες, αποκλεισμούς και καταπατημένες υποσχέσεις.

Η γενικευμένη δυσαρέσκεια είναι προϊόν μιας πολιτικής που δεν μπορεί να λύσει τα προβλήματα των κοινωνιών και οδηγεί σε μια όλο και μεγαλύτερη αμφισβήτηση των ελίτ και στον πολλαπλασιασμό των εχθρών, τόσο εσωτερικών όσο και εξωτερικών.

Μια ποικιλότητα που δεν ξέρουμε να διαχειριστούμε οδηγεί σε ένα κλίμα όπου η συμβίωση γίνεται όλο και πιο προβληματική και η βία ενδημική.

Δεν ξέρουμε ακόμη ποιος ήταν ο μοναχικός τρομοκράτης που επιτέθηκε στο βρετανικό κοινοβούλιο.

Ισως ήταν κάποιος που ανακάλυψε ένα νόημα, ίσως κι έναν πρωταγωνιστικό ρόλο, σε μια θρησκεία που του πρόσφερε ταυτότητα. Σίγουρα όμως ήταν κάποιος που ένιωθε αποκλεισμένος και εξαπατημένος.

Όχι, δεν βρισκόμαστε μπροστά σε μια επίθεση σαν κι εκείνη στους Δίδυμους Πύργους το 2001, ή εκείνες της Μαδρίτης το 2004 και του Λονδίνου το 2005.

Οι επιπτώσεις της επίθεσης στο Ουεστμίνστερ θα γίνουν όμως αισθητές σε πολιτικό επίπεδο, και πρώτα απόλα στις επικείμενες γαλλικές εκλογές, αφού θα εντείνουν τον φόβο και θα ευνοήσουν όσους χρησιμοποιούν αυτόν τον φόβο για να αλιεύουν ψήφους.

Με αυτή την έννοια, όποιες διαστάσεις κι αν έχει και όποια μέσα κι αν χρησιμοποιεί, η τρομοκρατία έχει πάντα σοβαρές επιπτώσεις.

(*) Ο Ρομπέρτο Τοσκάνο είναι αρθρογράφος της La Repubblica

(Πηγή: La Repubblica – ΑΠΕ ΜΠΕ)