Οι καταγγελίες του τέως Αν. Υπουργού Γιάννη Πανούση

Toυ Ανδρέα Λοβέρδου

Οι καταγγελίες του τέως Αν.Υπουργού Γιάννη Πανούση είναι συγκλονιστικές. Σπεύδω να θυμίσω πως ο Γ. Πανούσης πρωτοστάτησε στη μη εκλογή του Στ. Δήμα ως Προέδρου της Δημοκρατίας κι έτσι συνέβαλε στην πτώση της Κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου και στη νέα περιπέτεια της χώρας με την κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, άρα δεν έχω κομματικούς ή προσωπικούς λόγους να τον υπερασπίζομαι.

Οι καταγγελίες του, όμως, συγκροτούν όχι απλώς ένα σοβαρό πολιτικό σκάνδαλο, που κι αυτό το συγκροτούν, αλλά κυρίως την εξωτερική εμφάνιση ενός καρκινώματος της ελληνικής Πολιτείας, δηλαδή τόσο του κράτους όσο και της κοινωνίας. Και συγκεκριμένα των επαφών και των δεσμών ανάμεσα στη διαφθορά, τη βία και την τρομοκρατία, την πολιτική και το κράτος.

Οι καταγγελίες Πανούση πήραν ήδη το δρόμο της Δικαιοσύνης, αλλά και της θεσμοποιημένης πολιτικής και, φυσικά, της ακραίας δημοσιότητας. Η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ήδη εκτεθειμένοι. Όχι γιατί το κόμμα αυτό συνδέεται συλλογικά με την τρομοκρατία (αυτά τα λέει με χοντροκομμένο τρόπο η ΝΔ, όπως τα έλεγε και παλαιότερα για τον Ανδρέα Παπανδρέου και στελέχη του ΠΑΣΟΚ), αλλά διότι ενώ οι καταγγελίες Πανούση έγιναν αρμοδίως γνωστές στον Πρωθυπουργό, αυτός αντέδρασε αμήχανα και λανθασμένα. Και όταν το θέμα δεν ήταν ευρέως γνωστό, αλλά και όταν κατέστη.

Η Κυβέρνηση μπέρδεψε τα πόδια της, Και οι επίσημες κυβερνητικές αντιδράσεις και ο τυφλοσούρτης των ενοχικών ανακοινώσεων (“γιατί τα λέει τώρα” κλπ κλπ) μου δημιουργούν την εντύπωση πως η υπόθεση αυτή από ευκαιρία να σπάσει ένας καρκινογόνος Γόρδιος δεσμός, θα μετατραπεί σε μια αργόσυρτη και λασπώδη ταλαιπωρία για τους θεσμούς και τους πολίτες. Εύχομαι, ελπίζω και δραστηριοποιούμαι κοινοβουλευτικά για το αντίθετο. Χαραμάδα, πάντως, αισιοδοξίας αφήνει η έξυπνη κίνηση Πανούση, να διαφυλάξει τα στοιχεία που διαθέτει σε συμβολαιογράφο.

Τα ευκόλως εννοοούμενα εδώ παραλείπονται. Πριν την οποιαδήποτε δικαστική εξέλιξη, όμως, πρέπει να ξεκαθαριστεί αμέσως το θέμα των δύο βουλευτών που, όπως καταγγέλλει ο Γ. Πανούσης, αναμειγνύονται στο σκάνδαλο των άνομων δεσμών κράτους, πολιτικής, ποινικού εγκλήματος και τρομοκρατίας. Πρώτος από όλους πρέπει να τους κατονομάσει ο ίδιος ο κ. Πανούσης, κι αν αυτός διστάζει η ίδια η κυβέρνηση. Όσο δεν το κάνουν, τόσο γενικεύεται το γνωστό και απαίσιο κλίμα των χυδαίων υποθέσεων περί ονομάτων, αλλά και μαζεύονται σύννεφα όχι πάνω, αλλά μέσα στη Βουλή.

Φίλος μου σοβαρός δημοσιογράφος υποστηρίζει, πως η υπόθεση είναι στα χέρια τριών κατά τεκμήριο υπεύθυνων προσώπων: του πρωθυπουργού μιας χώρας-μέλους της ευρωζώνης, ενός πρώην υπουργού και καθηγητή της Εγκληματολογίας και ενός πολύ έμπειρου (πολιτικά) διοικητή της ΕΥΠ, άρα πρέπει να αισιοδοξούμε.

Σημείωσα ήδη, πως δεν συμμερίζομαι την αισιοδοξία αυτή. Η αισιοδοξία εν προκειμένω προϋποθέτει, πως τα ανωτέρω πρόσωπα θα συνεργαστούν. Και στην πράξη γίνεται το αντίθετο. Η Κυβέρνηση Τσίπρα επιτίθεται στον Γ. Πανούση και υπουργοί της προσπαθούν να σταματήσουν τις παράνομες πράγματι διαρροές υλικού της υπόθεσης προς τα ΜΜΕ.  Άρα το πιθανότερο είναι να βιώσουμε με τρόπο οδυνηρό περαιτέρω αποκαλύψεις, στο μυαλό των πολιτών γεγονότα και λόγια να συνθέσουν ένα κουβάρι δίχως φανερή την άκρη του νήματος και η υπόθεση να ξεχαστεί κάποια στιγμή έχοντας πληγώσει τους κυβερνώντες.

Σε κάθε περίπτωση, οι κυβερνητικοί χειρισμοί για την ώρα είναι λανθασμένοι. Στηρίχτηκαν στην άθλια και μόνιμη δήθεν ερώτηση των σταλινικών (και όχι μόνο) κομματικών γραφειοκρατιών “γιατί τώρα που…”. Κινήθηκαν στην άμυνα κι όχι στην επίθεση, ενός κόμματος που προφανώς και δεν έχει συλλογική σχέση με την τρομοκρατία. Διανθίστηκαν με την καραμανλικής φύσης διαρροή των συναισθηματικών αντιδράσεων του Πρωθυπουργού, που δήθεν εθίγη, εξοργίστηκε κ.ο.κ.

Κι, όμως,ο Γ. Πανούσης, ό,τι κι αν σκεφτεί κανείς για τον ίδιο ή για τα όσα εν προκειμένω έπραξε, έδωσε την κατάλληλη αφορμή και τα στοιχεία να τελειώνει η Ελλάδα μια και καλή με μια μεταπολιτευτική της πληγή: τη γενικευμένη βία, την τρομοκρατία, στην όποια σύνδεσή της με το κοινό έγκλημα και τη διαφθορά, καθώς και τις περιθωριακές αλλά υπαρκτές σχέσεις τους με την πολιτική.

Πιστεύω πως υπάρχει ακόμη χρόνος να το ξανασκεφτούν στην κυβέρνηση.

  • Ο Ανδρέας Λοβέρδος είναι κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος Δημοκρατικής Συμπαράταξης