Οι «καταδρομικές εκλογές» του Ερντογάν

Toυ Κώστα Ράπτη

Υπάρχουν πάντοτε και οι εξαιρέσεις – όπως μας θυμίζει η περίπτωση της Βρετανίδας πρωθυπουργού Τερέζα Μέι, η οποία, προκηρύσσοντας πρόωρες εκλογές πέρσι, πήγε για το “μαλλί” μιας άνετης επανεκλογής και εντέλει βγήκε με το “κούρεμα” της απώλειας αυτοδυναμίας.

Όμως οι εξαιρέσεις υπάρχουν πρωτίστως για να επιβεβαιώνουν τον κανόνα – ο οποίος εν προκειμένω προβλέπει ότι οι κυβερνώντες προκηρύσσουν τις πρόωρες εκλογές ακριβώς όταν είναι περισσότερο βέβαιοι για την επικράτησή τους.

Αρκεί να σημειώσει κανείς ότι την ίδια ημέρα με την προκήρυξη των πρόωρων εκλογών ανανεώθηκε για άλλο ένα τρίμηνο (που προφανώς συμπεριλαμβάνει και την ημέρα της ψηφοφορίας) το καθεστώς έκτακτης ανάγκης που επικρατεί από την επαύριο του αποτυχημένου πραξικοπήματος του Ιουλίου 2016. Ή ότι ο εργοδότης του Γετκίν, ο όμιλος Ντογάν συμφώνησε προ μηνός να πουλήσει σε φιλοκυβερνητική εταιρεία συμμετοχών τα πιο αξιόπιστα αντιπολιτευόμενα μέσα της Τουρκίας (Hurriyet, CNN Turk).

Πολλά στελέχη της αντιπολίτευσης αποκαλούν “Εκλογές Πανικού” την αναμέτρηση της 24ης Ιουνίου, υποδεικνύοντας τις βαθύτερες αδυναμίες που καθιστούσαν απαγορευτική για τον Ερντογάν την επιλογή της αναμονής μέχρι τις 3 Νοεμβρίου 2019, προγραμματισμένη ημερομηνία της προσφυγής στις κάλπες. Και είναι αληθές ότι η κατάσταση της οικονομίας δεν επιτρέπει την πολυτέλεια της εξαγοράς χρόνου και της πολιτικής παροχών για άλλο ένα δεκαοκτάμηνο.

Αρκεί και μόνο να σημειώσει κανείς ότι τον μήνα Μάρτιο η λίρα έχασε το 5% της αξίας της, όταν ο επιχειρηματικός τομέας έχει να εξυπηρετήσει χρέη σε ξένο νόμισμα ανώτερα των 221 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Η αναδιάρθρωση χρεών που ζήτησαν το τελευταίο διάστημα οι όμιλοι Ülker και Doğuş λειτούργησε ευρύτερα ως σήμα κινδύνου.

Η ανοδική κίνηση της τουρκικής αγοράς μόλις έγινε γνωστή η προκήρυξη των πρόωρων εκλογών δείχνει την μεγάλη ανάγκη των επενδυτών για ειδήσεις που θα διασκορπίζουν την αβεβαιότητα.

Σε άλλα πεδία, ωστόσο, οι τουρκικές πολιτικές εξελίξεις αντιμετωπίσθηκαν με αδιαφορία έως εχθρότητα. Η ανάρτηση του Ντόναλντ Τραμπ στο Twitter σχετικά με τον κρατούμενο επί διετία στην Τουρκία Αμερικανό πάστορα Άντριου Μπράνσον, ο οποίος μόλις παρουσιάστηκε στο δικαστήριο με την κατηγορία της τρομοκρατικής δράσης, είναι χαρακτηριστική.

Όπως είναι και η εκ νέου προειδοποίηση, αυτή τη φορά δια στόματος του υφυπουργού Εξωτερικών αρμόδιου για Ευρωπαϊκές και Ευρασιατικές Υποθέσεις Ουές Μίτσελ ενώπιον επιτροπής του Κογκρέσου, ότι η Τουρκία θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο αμερικανικών κυρώσεων, εάν προμηθευτεί συστοιχίες ρωσικών πυραύλων S-400.

Άλλωστε, οι εκλογές της 24ης Ιουνίου δεν είναι απλώς μια μάχη για την παραμονή του Ερντογάν στην εξουσία. Είναι μια αναμέτρηση για την μετατροπή του πολιτεύματος σε ενός ανδρός αρχή, χωρίς θεσμικές εγγυήσεις και αντίβαρα.

Και μάλιστα στη βάση μιας ιδιόμορφης πολιτικοϊδεολογικής στροφής στα ακροδεξιά, όπως αποδεικνύει η σύνθεση και ο λόγος της Λαϊκής Συμμαχίας που συγκρότησε ενόψει εκλογών το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης με το Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης και μικρότερους, ενίοτε περισσότερο ακραίους, σχηματισμούς.

Ότι ο ίδιος ο Ερντογάν και οι σύμμαχοί του προβάλλουν ως αίτιο επίσπευσης των εκλογών τις “εθνικές προκλήσεις” που προέρχονται από τη Συρία αναδεικνύει την συνάρθρωση της εσωτερικής πολιτικής με τη γεωπολιτική. Και δεν περιορίζεται η συνάρθρωση αυτή στα οφέλη των κυβερνώντων από τον μιλιταριστικό οίστρο που καλλιέργησε στο εκλογικό σώμα η επιχείρηση κατά του Αφρίν. Αφορά την επιδίωξη συνολικού μετασχηματισμού της Τουρκίας, της ταυτότητας και της θέσης της στον κόσμο.

Από το capital.gr