Οι συντάξεις και οι νέοι

ΦΩΤΟ: ΑΠΕ ΜΠΕ / ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΡΑΠΑΝΗΣ

Του Σπύρου Βλέτσα

 

Η αποκάλυψη ότι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ −ίσως και άλλων κομμάτων− έλαβαν την οικονομική ενίσχυση που έδωσε η κυβέρνηση στους χαμηλοσυτναξιούχους δεν είναι παρά ένα ακόμη δείγμα για το πώς ασκείται η κοινωνική πολιτική στην Ελλάδα.

Όταν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ αποφάσισε να μοιράσει το βοήθημα, που βάφτισε 13η σύνταξη, από πολλές πλευρές επισημάνθηκε ότι η έλλειψη εισοδηματικών κριτηρίων των δικαιούχων θα έστελνε το επίδομα και σε νοικοκυριά που όχι μόνο δεν είχαν ανάγκη, αλλά ανήκαν στα εύπορα κοινωνικά στρώματα. Για παράδειγμα, δικαιούχοι ήταν και συνταξιούχοι με μικρή σύνταξη και μεγάλα εισοδήματα από ενοίκια.

Η κυβέρνηση θέλησε να κερδίσει τις εντυπώσεις και να δείξει ότι βρίσκεται κοντά στους συνταξιούχους, τους οποίους πολλές τηλεοπτικές εκπομπές εμφανίζουν σαν τα μεγαλύτερα θύματα της κρίσης. Για να προλάβει τα Χριστούγεννα, ώστε μπορέσει να ισχυριστεί ότι τηρεί την υπόσχεσή της για την 13η σύνταξη, αδιαφόρησε για τις αδικίες που περιείχε η απόφασή της.

Αν το κριτήριο ήταν η δικαιοσύνη και η ενίσχυση όσων είχαν τη μεγαλύτερη ανάγκη, το βοήθημα θα έπρεπε να ξεκινήσει από τους μακροχρόνια άνεργους που δεν λαμβάνουν κανένα επίδομα και δεν έχουν άλλο εισόδημα. Είχε προηγηθεί η καθυστέρηση από την κυβέρνηση για δύο χρόνια στην εφαρμογή του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος.

Η βοήθεια δεν δίνεται σύμφωνα με τις ανάγκες εκείνων που θα τη λάβουν, αλλά με κριτήριο το αποτέλεσμα το οποίο παράγεται στο πεδίο της συγκίνησης και των εντυπώσεων των τηλεοπτικών εκπομπών.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ για να αποφύγει το πολιτικό κόστος αποφάσισε να προστατεύσει τους ήδη συνταξιούχους για όσο θα διαρκεί η θητεία της και να ρίξει όλες τις μειώσεις σε όσους βγαίνουν στη σύνταξη μετά τον νόμο Κατρούγκαλου. Η ρύθμιση ήταν εξωφρενικά άδικη αλλά πολύ ευφυής από άποψη μικροπολιτικής και πέρασε σχεδόν χωρίς αντιδράσεις. Οι καινούργιοι συνταξιούχοι ήταν αόρατοι και κανείς δεν έκλαιγε για εκείνους.

Για το πού θα καταλήξουν τα χρήματα που το κράτος διαθέτει για κοινωνική πολιτική, εκτός από τις εντυπώσεις, σημαντικό ρόλο παίζει και η εκλογική σημασία που έχει η κάθε ομάδα πολιτών. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ διαπίστωσε ότι έχαναν την υποστήριξη των συνταξιούχων −που είχε κερδίσει στο παρελθόν με τις υποσχέσεις για αυξήσεις στις συντάξεις− και χρησιμοποίησε τα χρήματα που μάζεψε από τη φορολογία για να ανακτήσει την εύνοιά τους.

Έχουμε πάρα πολλούς συνταξιούχους και αυτό τους κάνει μια κοινωνική ομάδα με πολύ μεγάλη δύναμη. Έτσι, η κυβέρνηση προτιμάει να εξαντλεί φορολογικά άλλες κοινωνικές ομάδες για να προσφέρει επιδόματα στους συνταξιούχους. Μόνο που η αύξηση στη φορολογία καταστρέφει παραγωγικά κομμάτια της οικονομίας και αυξάνει την ανεργία. Όσο κλείνουν επιχειρήσεις και χάνονται θέσεις εργασίας τόσο δεν θα υπάρχουν χρήματα για συντάξεις, αλλά αυτό που ενδιαφέρει την κυβέρνηση είναι η διαχείριση του παρόντος για την πολιτική της επιβίωση.

«Οι συνταξιούχοι θα πρέπει να ενισχύονται για να βοηθούν τα άνεργα παιδιά και εγγόνια τους» ακούμε συχνά από πονόψυχους δημοσιογράφους και πολιτικούς. Όμως ούτε όλοι οι συνταξιούχοι έχουν άνεργα παιδιά και εγγόνια, ούτε όλοι οι άνεργοι έχουν παππούδες ικανούς να τους βοηθήσουν με τη σύνταξή τους. Σε όλο τον προοδευμένο κόσμο οι ενισχύσεις δίνονται στοχευμένα σε αυτούς που έχουν ανάγκη και κανείς δεν κάνει κοινωνική πολιτική με καραμπόλες.

Στην Ελλάδα υπάρχουν φτωχοί συνταξιούχοι που θα πρέπει να προστατεύονται και να ενισχύονται, υπάρχουν όμως και σήμερα −παρά τις μεγάλες περικοπές που προηγήθηκαν− συντάξεις που είναι προνομιακές και πολύ μεγάλες σε σχέση με τα χρόνια εργασίας και ασφάλισης.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ για να αποφύγει το πολιτικό κόστος αποφάσισε να προστατεύσει τους ήδη συνταξιούχους για όσο θα διαρκεί η θητεία της και να ρίξει όλες τις μειώσεις σε όσους βγαίνουν στη σύνταξη μετά τον νόμο Κατρούγκαλου. Η ρύθμιση ήταν εξωφρενικά άδικη αλλά πολύ ευφυής από άποψη μικροπολιτικής και πέρασε σχεδόν χωρίς αντιδράσεις. Οι καινούργιοι συνταξιούχοι ήταν αόρατοι και κανείς δεν έκλαιγε για εκείνους.

Η ελληνική κοινωνία έχει αποδεχτεί να υπάρχουν ασφαλισμένοι πολυτελείας (όπως οι υπάλληλοι της ΔΕΗ που επιδοτούνται με περισσότερα από 20.000 ευρώ το χρόνο ο καθένας) και συνταξιούχοι βυθισμένοι στη φτώχεια και στην ανέχεια. Έχει επίσης αποδεχτεί ότι το χρεοκοπημένο κράτος μας μπορεί να ξοδεύει αναλογικά τρεις φορές περισσότερα από όσα οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες για να εξακολουθήσει να πληρώνει προνομιακές συντάξεις.

Η ελληνική κοινωνία έχει κυρίως αποδεχτεί ότι αξίζει να καταστρέφεται η παραγωγική οικονομία από τους φόρους και να διαιωνίζονται οι αδικίες επειδή είμαστε ανίκανοι να φτιάξουμε ένα ασφαλιστικό σύστημα που θα λειτουργεί με τρόπο ενιαίο και δίκαιο για όλους. Ένα σύστημα που δεν θα στερεί τη δουλειά και την προοπτική από τους νέους ανθρώπους επειδή το κράτος αδυνατεί να πάρει πίσω τα προνόμια που έδωσε σε ομάδες συμφερόντων στο πλαίσιο του πελατειακού συστήματος.

 

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑTHENS VOICE