Ο Παπάς αθωώθηκε από την πραγματικότητα

Του Διογένη Λόππα



Οι ανώτατοι ”δικαστές” της χώρας, μας έδειξαν για ακόμα μια φορά γιατί η Ελλάδα απομακρύνεται ταχύτατα από την Ευρώπη και κάθε μέρα που περνάει μοιάζει όλο και περισσότερο με μεταοθωμανική επαρχία.  Οι χώρες στις οποίες η έννοια της δικαιοσύνης δεν είναι ανεξάρτητη, αλλά θεωρείται βραχίονας ενός προσωποπαγούς καθεστώτος, χωρίς κανένας να ενοχλείται σοβαρά από αυτό, προφανώς δεν έχει καμία θέση στο φιλελεύθερο δυτικό κόσμο.

Κανένας δεν κατάλαβε γιατί καταδικάστηκε ο κ. Παππάς.  Ούτε η εισαγγελέας, η οποία ήταν και η πλέον αρμόδια να κρίνει από τη στιγμή που αυτή ήταν ο κατήγορος και τον αθώωσε, ούτε οι ”δικαστές”, αφού το σκεπτικό τους κακοποιεί τη λογική και εδράζεται στο υπερφυσικό, ούτε ακόμα και η ίδια η κυβέρνηση, που έστησε αυτή την παρωδία, αφού πανηγυρίζει για την καταδίκη ενός πολιτικού αντιπάλου ο οποίος, κατά την ίδια, κινήθηκε παρανόμως για να χειραγωγήσει την ελεύθερη ενημέρωση υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ.

Αν όμως κάποιος κάνει τον κόπο να ψάξει πώς αυτή η ”ελεύθερη ενημέρωση” κινήθηκε πριν, κατά τη διάρκεια και κυρίως μετά την προοδευτική διακυβέρνηση, θα διαπιστώσει ότι αυτή ουδέποτε χειραγωγήθηκε από κάποιο πολιτικό κόμμα, πόσω μάλλον από την προοδευτική παράταξη, αλλά αντίθετα βιάζεται συστηματικά από έναν στενό κύκλο της οικονομικής ελίτ, ο οποίος απλά συμμαχεί με τις κυβερνήσεις εκείνες που δέχονται να συνεταιριστούν μαζί του στην εξουσία.

Οι πρωθυπουργοί της μεταπολίτευσης που αρνήθηκαν να μοιραστούν την εξουσία με τους νονούς της ”ελεύθερης ενημέρωσης” ήταν μετρημένοι στα δάκτυλα του ενός χεριού:  Ο κ. Τσίπρας, ο Ανδρέας και οι Καραμανλήδες.  Ο νεότερος Καραμανλής είχε μάλιστα το σθένος να τους κατονομάσει και από τότε απαντούν στο όνομα ”Νταβατζήδες”.

Συνεπώς, η κόντρα του ελληνικού κράτους με τους προστάτες του είναι διακομματική, καθώς και τα τρία μεγάλα πολιτικά κόμματα έχουν νιώσει στο πετσί τους τα αντίποινα, όταν αρνούνται να πληρώσουν λύτρα.   

Λύτρα, τα οποία νιώθει στο πετσί του ο μέσος Έλληνας, όταν αυτά πληρώνονται στο ακέραιο από φαύλους κυβερνήτες.  

Ο κ. Παππάς, είχε τη λαμπρή ιδέα όχι μόνο να μην πληρώσει τα λύτρα, αλλά να απαιτήσει να πληρώσουν αυτοί για να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν τις δημόσιες συχνότητες.   Είναι σαν να πηγαίνει κάποιος επίσκεψη στο Δον Κορλενόνε και όχι μόνο να μην του φιλάει το χέρι και να του δίνει τα συμφωνηθέντα μετρητά, αλλά να απαιτεί επιπλέον και πληρωμή για τις υπηρεσίες του.  

Όσοι τώρα έχουν κάποιες σχέσεις με την ”αστική Αθήνα”, γνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα.  Γνωρίζουν ας πούμε ότι οι ανώτατοι ”δικαστές” είναι μέλη της εν λόγω κάστας και συχνά σιτίζονται από αυτήν με έμμεσους τρόπους.  Γνωρίζουν επίσης ότι η Οικογένεια είναι ο βασικός ρυθμιστής της κάστας αυτής και ότι οι επιθυμίες της γίνονται πάντα σεβαστές πριν ακόμα εκφραστούν.

Όταν ο κ. Σαμαράς αποφάσιζε να στηρίξει την εκλογή Μητσοτάκη, το έκανε με κρύα καρδιά.  Γνώριζε ότι παρέδιδε το κόμμα στον χειρότερο εχθρό του, πλην όμως γνώριζε και ότι θα απολαύσει μια διαρκή ασυλία για αυτόν και τους στενούς συνεργάτες του, την ώρα που στο FBI κελαηδούσαν πουλάκια για τη Novartis.  

Όταν ένας καλός εφοπλιστής αποφάσιζε να βάλει όλα τα αυγά στο καλάθι της Οικογένειας, γνώριζε ότι η υπόθεσή του που κακοφόρμιζε στη δικαιοσύνη, θα τύχαινε ευνοϊκού τέλους, παρά τη στιβαρότητα των στοιχείων ενοχής.

Τη μοναδική φορά που ο κ. Μητσοτάκης εμφανίσθηκε αγανακτισμένος με τις παράλογες απαιτήσεις των συνεταίρων του και προσπάθησε να τους βάλει στη θέση τους, ένας εξ αυτών άρχισε ξαφνικά να διαρρέει μέσω των ΜΜΕ που ελέγχει, στοιχεία και ρεπορτάζ για τις υποκλοπές.

Σε χρόνο ρεκόρ, τα εν λόγω στοιχεία εξαφανίστηκαν και τα συγκεκριμένα ΜΜΕ δεν ξαναενόχλησαν το καθεστώς.  Η διαμάχη κράτησε τόσο, όσο ο κ. Μητσοτάκης χρειάστηκε για να διευθετήσει κάτι που προφανώς δε θα μάθουμε ποτέ.

Μέσα σε αυτό το βόθρο, που δηλητηριάζει τις ζωές μας σε κοινή θέα, κάποιοι προσπαθούν να μας πείσουν ότι ο κ. Παππάς σχεδίαζε την υπαγωγή της ”ελεύθερης ενημέρωσης” στις υπηρεσίες της Κουμουνδούρου.  Ή ‘ότι ο κ. Τσίπρας, που εκ συνειδήσεως αρνήθηκε τις υπηρεσίες της γάτας Ιμαλαΐων και την κωλοτούμπα Πρετεντέρη, είχε βάλει στόχο να μετατρέψει τους κατά Καραμανλή Νταβατζήδες σε ελληνική Πράβντα.

Αντίθετα, όλοι γίναμε μάρτυρες του τρόπου με τον οποίο η ”ελεύθερη ενημέρωση” αντιμετώπισε την προοδευτική διακυβέρνηση σε κρίσιμες διαπραγματεύσεις για τη χώρα, όπως με το δημοψήφισμα, το κλείσιμο των τραπεζών ή την προσπάθεια να στηριχθούν οι συντάξεις, που τότε διοχετεύονταν σε όλη τη μέση ελληνική οικογένεια, σώζοντας κόσμο από την αυτοκτονία.

Γίναμε επίσης μάρτυρες του τρόπου με τον οποίο το σύστημα αυτό αντιμετώπισε την προοδευτική παράταξη ως αντιπολίτευση.  Δηλαδή με μια απλή πρακτική: Για ό,τι δυσάρεστο ερχόταν στην επικαιρότητα, έφταιγαν οι παραλείψεις ή η νομοθεσία του ΣΥΡΙΖΑ.  Για όποιο σκάνδαλο ερχόταν στην επικαιρότητα, απόλυτη σιωπή.  

Αφού βέβαια θα ήταν αδύνατον ο κ. Παππάς να αθωωθεί από τη συγκεκριμένη σύνθεση του δικαστηρίου, καθίσταται σαφές ότι είναι αθώος στις συνειδήσεις όλων των σκεπτόμενων ανθρώπων, αφού η πορεία της πραγματικότητας είναι αυτή που τελικά τον αθώωσε, καθώς όλες οι κατηγορίες που κατά καιρούς του αποδόθηκαν, κατέρρευσαν από τα πεπραγμένα και από το προφανές που ο καθένας βλέπει στις οθόνες και γύρω του.

Έτσι ο εκτρωματικός νόμος Βενιζέλου που αφενός αθωώνει βρώμικους πολιτικούς αν κερδίζουν τις εκλογές και αφετέρου σπιλώνει έντιμους αντιπάλους με μόνο κριτήριο την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, νομίζω πως σήμερα έπιασε πάτο στο βόθρο και είναι καιρός να τον ξεφορτωθούμε.

Μια καλή ιδέα θα ήταν να σηκωθούμε από τον καναπέ, να ψηφίσουμε οτιδήποτε προοδευτικό επιθυμεί ο καθένας και να απαιτήσουμε ως πλειοψηφία, μαζί με την ευνόητη αποκατάσταση Παππά, το οριστικό τέλος των διατάξεων ”περί ευθύνης υπουργών” και, επιτέλους, να ακολουθήσουμε τις πρακτικές της υπόλοιπης Ευρώπης και οι πολιτικοί να αντιμετωπίζουν κανονικά τη δικαιοσύνη, ως κανονικοί πολίτες που είναι.

Τέλος, μετά το τρία στα τρία, δηλαδή την εθνομηδενιστική απόφαση για τους πλειστηριασμούς, την καταδίκη Παππά και την προαναγγελθείσα καταδίκη Παπαγγελοπουλου, είναι καιρός η προοδευτική παράταξη που αντιπροσωπεύει και την κοινωνική πλειοψηφία της χώρας στις διάφορες εκφάνσεις της, να βρει τρόπο ώστε να κοπεί διά παντός ο ομφάλιος λώρος που συνδέει τους ανώτατους ”δικαστές” με την Οικογένεια.