Ο πρόεδρος Τραμπ ίσως και να είναι πράγματι ικανοποιημένος με τα αποτελέσματα…

Του Peter Baker (*)

Ο πρόεδρος Τραμπ θα ξυπνήσει σήμερα σε ένα τελείως διαφορετικό πολιτικό περιβάλλον, καθώς η ελεγχόμενη από τους Δημοκρατικούς Βουλή των Αντιπροσώπων θα έχει πλέον τη δύναμη να μπλοκάρει τα επόμενα δύο χρόνια τη νομοθετική του ατζέντα.

Μαχητικός από χαρακτήρα, και χαρούμενος όταν δίνει μάχες, ο πρόεδρος θα πρέπει τώρα να διαλέξει ανάμεσα στην κλιμάκωση της σύγκρουσης που έχει διχάσει την Ουάσινγκτον τα τελευταία χρόνια και σε μια εκστρατεία συμφιλίωσης για την οποία δεν έχει δείξει πάντως μέχρι τώρα κανένα σημάδι.

Υστερα από μια βαθύτατα διχαστική και φυλετικά φορτισμένη εκστρατεία, ο Τραμπ άφησε να εννοηθεί τις τελευταίες ημέρες ότι μπορεί να χαμηλώσει τους τόνους μετά τις εκλογές. Με το κόμμα του να μην ελέγχει πλέον όλους τους μοχλούς εξουσίας στην Ουάσινγκτον, δεν μπορεί πλέον να αγνοεί την αντιπολίτευση αν θέλει να μετατρέψει τις προτεραιότητές του σε νόμους.

Ακόμη πιο σημαντικό γι’αυτόν είναι ότι δεν διαθέτει πλέον τις Ρεπουμπλικανικές πλειοψηφίες που χρειάζεται για να προφυλαχθεί από διάφορες έρευνες που οι Δημοκρατικοί θέλουν να διεξαγάγουν. Η νέα Βουλή μπορεί να ερευνήσει με νέους όρους τις προσωπικές και πολιτικές του υποθέσεις, απαιτώντας τη δημοσιοποίηση φορολογικών ζητημάτων που έχει κρατήσει μυστικά, εξετάζοντας βαθύτερα τις σχέσεις του με τη Ρωσία και ερευνώντας άλλες συγκρούσεις συμφερόντων.

Μια Δημοκρατική Βουλή θα μπορούσε ακόμη και να κινήσει διαδικασίες παραπομπής του προέδρου σε περίπτωση που οι ανακρίσεις του Ρόμπερτ Μιούλερ δώσουν κάποια αποτελέσματα. «Η περίοδος του μέλιτος έληξε», είπε ο Τομ Ντέιβις, Ρεπουμπλικανός βουλευτής από τη Βιρτζίνια. «Οι ψηφοφόροι αποφάνθηκαν ότι θέλουν έλεγχο του προέδρου και απέσυραν τη λευκή επιταγή που του είχαν δώσει».

Ο Τραμπ είναι ο τρίτος πρόεδρος στη σειρά που υφίσταται μια μεγάλη ήττα σε ενδιάμεσες εκλογές. Οι Δημοκρατικοί του Μπιλ Κλίντον έχασαν και τα δύο σώματα του Κονγκρέσου το 1994, οι Ρεπουμπλικανοί του Τζορτζ Μπους του νεότερου έχασαν και τα δύο σώματα το 2006, ενώ οι Δημοκρατικοί του Μπαράκ Ομπάμα έχασαν τη Βουλή το 2010 και τη Γερουσία το 2014.

Τόσο ο Κλίντον όσο και ο Ομπάμα όμως ανέκτησαν το χαμένο έδαφος και επανεξελέγησαν δύο χρόνια αργότερα, κάτι που δείχνει ότι πολλές φορές είναι πολιτικά χρήσιμο να έχεις έναν ισχυρό αντίπαλο.

«Οι διάφορες έρευνες θα προκαλέσουν δυσκολίες στον πρόεδρο», λέει ο Μαρκ Σορτ, πρώην συνεργάτης του Τραμπ στον Λευκό Οίκο. «Τίποτα δεν θα βοηθήσει όμως περισσότερο την επανεκλογή του Τραμπ από την παρουσία της Νάνσι Πελόζι στην προεδρία της Βουλής».

Ο Στιβ Ισραελ, πρώην Δημοκρατικός βουλευτής από τη Νέα Υόρκη, επισημαίνει ότι τα εκλογικά αποτελέσματα προκαλούν ανάμικτα συναισθήματα στον πρόεδρο. «Με μια Δημοκρατική πλειοψηφία στη Βουλή, έχει τα καύσιμα που χρειάζεται για την επανεκλογή του το 2020. Κανείς πρόεδρος όμως δεν θέλει το αντίπαλο κόμμα να έχει τη δυνατότητα κλήτευσής του – και σίγουρα όχι αυτός ο πρόεδρος».

Στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, ο Τραμπ χαρακτήρισε τις ενδιάμεσες εκλογές δημοψήφισμα για το πρόσωπό του και κάλεσε τους ψηφοφόρους να ψηφίσουν Ρεπουμπλικανούς για να τον προστατεύσουν από την παραπομπή. Ενώ χαρακτήρισε τυχόν θετικό αποτέλεσμα προσωπική του δικαίωση, δήλωσε ότι μια ήττα δεν θα αποτελεί αποδοκιμασία του.

Τελικά ο αμερικανός πρόεδρος γλύτωσε τα χειρότερα, αφού οι Ρεπουμπλικανοί διατήρησαν τον έλεγχο της Γερουσίας. Ετσι, ο πρόεδρος θα εξακολουθεί να μπορεί να διορίζει δικαστές, ενώ η Γερουσία θα μπλοκάρει τις ανεπιθύμητες πρωτοβουλίες των Δημοκρατικών στη Βουλή.

Από την άλλη πλευρά, οι ήττες των Ρεπουμπλικανών στις εκλογές για κυβερνήτη σε πολιτείες όπως το Κάνσας και το Μίσιγκαν, που ο Τραμπ είχε κερδίσει πριν από δύο χρόνια, ενδέχεται να περιπλέξουν την προσπάθεια επανεκλογής του το 2020. Σύμφωνα με τον δήμαρχο του Σικάγου Ραμ Εμάνουελ, πρώην βουλευτή των Δημοκρατικών και προσωπάρχη του Λευκού Οίκου, οι Δημοκρατικοί οικοδομούν μια «μητροπολιτική πλειοψηφία», μια συμμαχία δηλαδή ψηφοφόρων των πόλεων και των προαστίων που θα δυσκολέψει τις προσπάθειες του Τραμπ να επανεκλεγεί.

Τα επόμενα βήματα του προέδρου θα φανούν τις επόμενες ημέρες και εβδομάδες, καθώς θα πρέπει να κάνει ανακατατάξεις στο επιτελείο του και να αποφασίσει αν θα επιδιώξει να συγκεντρώσει με την πλειοψηφία του απερχόμενου Κονγκρέσου τους πόρους για την κατασκευή του αγαπημένου του τείχους κατά μήκος των νότιων συνόρων της χώρας.

Επιπλέον, οι έρευνες για τις ρωσικές παρεμβάσεις στις εκλογές του 2016 αναμένεται να κλιμακωθούν, κάτι που θα φέρει τον πρόεδρο ενώπιον του πειρασμού να δώσει τέλος στις έρευνες ή και να απολύσει τον Μιούλερ. Κάτι τέτοιο θα προκαλέσει αναταραχή στην πρωτεύουσα και ενδέχεται να οδηγήσει τους Δημοκρατικούς να χρησιμοποιήσουν τις νέες εξουσίες τους.

Ο Τραμπ είναι πάντως ένας ευέλικτος πολιτικός και μπορεί να αλλάξει εύκολα θέση χωρίς να τον ενδιαφέρει αν θα είναι συνεπής με την προηγούμενη πολιτική του. Τίποτα δεν αποκλείει λοιπόν να αποφασίσει να συνεργαστεί με τους Δημοκρατικούς, ακόμη κι αν αυτό εξοργίσει τους Ρεπουμπλικανούς. Ο ίδιος πρόεδρος που μετατοπίστηκε από το να απειλεί πυρηνικό πόλεμο με τη Βόρεια Κορέα στο να δηλώνει ότι ερωτεύτηκε τον ηγέτη της μπορεί να αποφασίσει ότι θα διαπραγματευθεί με τους Δημοκρατικούς.

Ο αμερικανός πρόεδρος διατηρεί επίσης τη δυνατότητα να καθορίζει την εξωτερική πολιτική της χώρας του, όπως έκαναν και άλλοι πρόεδροι σε εποχές συγκρούσεων με το Κονγκρέσο. Την Παρασκευή αναχωρεί για το Παρίσι, όπου θα τιμήσει μαζί με άλλους ηγέτες τα εκατό χρόνια από τη λήξη του Α’Παγκοσμίου Πολέμου.

(*) Ο Πίτερ Μπέικερ είναι αρθρογράφος της New York Times

AΠΕ ΜΠΕ