Ο Τσίπρας, ο Σημίτης, ο Καραμανλής και το σύνδρομο του Αννίβα.

Του Γ. Λακόπουλου


Το 1996 ο Κώστας Σημίτης κέρδισε την ψηφοφορία στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ και έγινε πρωθυπουργός, κέρδισε το συνέδριο και έγινε πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και ακολούθως κέρδισε και τις εκλογές και έγινε ο κυρίαρχος παιχνιδιού. Η αποδοχή του από την κοινωνία ήταν τεράστια, η δυναμική του <εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος> έντονη και οι προϋποθέσεις να αλλάξει τα πράγματα ώριμες.

Παρ’ όλα αυτά ο τότε πρωθυπουργός δεν τόλμησε. Όπως ο Αννίβας έκανε πίσω ενώ η Ρώμη ήταν έτοιμη να πέσει, δεν προχώρησε σε αλλαγές και ριζοσπαστικές τομές, ούτε στο κόμμα, ούτε στο κράτος, ούτε στην κοινωνία. Αν εξαιρεθεί η ένταξη της χώρας στην Ευρωζώνη – και οι… ταυτότητες, που ήταν περιφερειακό θέμα, αλλά διογκώθηκε από τον Χριστόδουλο και τη Δεξιά – ο εκσυγχρονισμός του Σημίτη απέληξε σε φιάσκο.

Ο λόγος είναι ο ίδιος που βλέπουμε να αναδύεται αυτές τις ημέρες σε ότι αφορά τον σημερινό Πρωθυπουργό: οι εσωκομματικές αντιδράσεις. Μεγάλη μερίδα κομματικών στελεχών του ΠΑΣΟΚ εναντιώθηκε σε κάθε αλλαγή. Και αντί ο πανίσχυρος πρωθυπουργός να συγκρουστεί και να τους απομονώσει υποχώρησε, συνθηκολόγησε και στο τέλος μοιράσθηκε την εξουσία μαζί τους. Τα αποτελέσματα τα ξέρουμε.

Στην ιδία θέση βρέθηκε οκτώ χρονιά αργότερα ο Κώστας Καραμανλής. Με εντυπωσιακό προσωπικό ιμπέριουμ πήρε την εξουσία σε μια καλή στιγμή της χώρας με δυο προστάγματα που αντιστοιχούσαν απολύτως στο λαϊκό αίσθημα: να επανιδρύσει το κράτος και να πατάξει τη διαφθορά. Δεν έκανε ούτε το ένα ούτε το άλλο.

Το σύνδρομο Αννίβα στη δική του περίπτωση είχε μια εξήγηση. Καθώς παρέβαλε τη χώρα πέντε μήνες πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες για την οργάνωση των οποίων εκφράζονταν διεθνώς αμφιβολίες. Βρέθηκε μπροστά στον κίνδυνο να καταρρεύσει το μεγαλύτερο εγχείρημα που ανέλαβε η Ελλάδα μετά τον πόλεμο και υποχρεώθηκε σε απραξία. Οι Αγώνες εξελίχτηκαν σε εθνικό θρίαμβο – χάρη στην αποφασιστικότητα της Γιάννας Αγγελοπούλου – αλλά για την κυβέρνησή του και τους πολιτικούς στόχους του ήταν αργά.

Το < σύστημα> είχε αδρανοποιήσει τη δυναμική Καραμανλή, οι άνθρωποί του αλλοτριώθηκαν και η αποτυχία ήταν θέμα χρόνου: το κράτος έμεινε ανέπαφο και στη συνέχεια έγινε χειρότερο και στο μέτωπο της διαφθοράς δεν έπεσε ούτε μια τουφεκιά, με αποτέλεσμα να μπουν και οι δικοί του στο κόλπο.

Η δημοσιονομική απογραφή από υγιής εξέλιξη απέληξε σε δημοσιονομική τραγωδία γιατί δεν υπήρξε πολιτικό θάρρος για άμεσα μέτρα που θα σταθεροποιούσαν την οικονομία, ενώ μετά το 2007 ήταν αδύνατον να πάρει μέτρα καθώς του είχαν φυτέψει τον Καρατζαφέρη από δίπλα και τον αποδυνάμωσαν.

Ακριβώς στην ίδια θέση με τον Σημίτη και τον Καραμανλή βρίσκεται σήμερα ο Αλέξης Τσίπρας. Έχει νωπή εντολή, ισχυρή απήχηση στην κοινωνία, συγκριτικά πλεονεκτήματα έναντι των αντιπάλων του και την ικανότητα να διαχειρίζεται αποτελεσματικά τα μεγάλα ζητήματα στο δημόσιο χώρο.

Η αρχική διστακτικότητα δεν του επέτρεψε να μεταφέρει τον μηχανισμό λήψης πολιτικών αποφάσεων από την πλατεία Κουμουνδούρου στο μέγαρο Μαξίμου και αυτό του στοίχισε τέσσερις χαμένους μήνες και σειρά αδιεξόδων στην Ευρώπη.

Καθώς προσπάθησε να συνδυάσει τα κομματικά δεδομένα με τους κανόνες διακυβέρνησης, ικανοποίησε το κόμμα και έβλαψε τη διακυβέρνηση.

Στο υπουργικό συμβούλιο βρέθηκαν ιδεοληπτικά πρόσωπα με  παρακμιακές αντιληψεις, στα υπουργεία εισέβαλαν αδαείς και ερασιτέχνες, ενώ οι αστοχίες στην ανάθεση θεσμικών σε παράγοντες που δεν έχουν συναίσθηση του ρόλου τους, δημιουργούν προβλήματα στην ίδια την κυβέρνηση. Πρακτικά δημιούργησε ο ίδιος έναν γόρδιο δεσμό στον εαυτό του.

Παρ’ όλα αυτά ο σημερινός Πρωθυπουργός στέκεται ακόμη όρθιος και έχει ακόμη περιθώριο της φυγής προς το μέλλον. Απλώς στα πραγματικά προβλήματα της χώρας που κλήθηκε να αντιμετωπίσει προστέθηκε και το τεχνητό εσωκομματικό πρόβλημα -το οποίο ωστόσο όσο είναι μειονέκτημα, άλλο τόσο μπορεί να εξελιχτεί σε πλεονέκτημα, με τους κατάλληλος χειρισμούς.

Με άλλα λόγια ο Αλέξης Τσίπρας θα εχει τον χρόνο με το μέρος του, αν  ανατρέψει τα δεδομένα  που  ο ίδιος δημιουμουργησε . Καθώς η τακτική που ακολούθησε ως τώρα απέτυχε είναι στο χέρι του να την αν την αλλάξει και να πάρει όλα τα λεφτά.

Οι κινήσεις που θα αποσυμφορήσουν τη δυσμενή κατάσταση στην οποία βρίσκεται είναι απλές και αποτελούν προνόμιό του το οποίο κανείς δεν μπορεί να του αμφισβητήσει.

Πριν από όλα να περιορίσει τα κομματικά στελέχη στα όριά τους και από πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ να γίνει πρωθυπουργός, αναλαμβάνοντας αντίστοιχες πρωτοβουλίες.

Να κλείσει τη συμφωνία με τους ευρωπαίους εταίρους με κριτήριο όχι μόνο την επιβίωση της χώρας αλλά και την έξοδο από την κρίση και αμέσως να προσφύγει σε εκλογές για να απαλλαγεί από τις προβληματικές παρουσίες στην Κοινοβουλευτική του Ομάδα .

Ταυτόχρονα να μιλήσει ανοιχτά στον ελληνικό λαό και να καταθέσει εκ νέου ένα πρόγραμμα ριζικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων που θα αποκαταστήσουν την κοινωνική δικαιοσύνη, θα ενδυναμώσουν τους θεσμούς, θα ξηλώσουν τα κυκλώματα και τα συστήματα διαπλοκής, θα εξυγιάνουν το δημόσιο βίο.

Σ αυτό το πλαίσιο να αναζητήσει με κάθε τρόπο κεφάλαια για άμεσες επενδύσεις που θα δώσουν αναπτυξιακά χαρακτηριστικά στην οικονομία.
Αν ο ίδιος ξεπεράσει τους δισταγμούς του και αξιοποιήσει τη συγκυρία για δεύτερο ξεκίνημα, η κοινωνία θα τον στηρίξει .