Περί Μακεδονικού: Το requiem μύθων και εξωραϊσμένων εικόνων

Του Δημήτρη Μάρδα

Τα αποτελέσματα μιας διεθνούς συμφωνίας εξαρτώνται από δυο παράγοντες. Τις στρατηγικές επιλογές της χώρας και τα εμπόδια που θα προταθούν. Τα τελευταία σχετίζονται με τα σφάλματα, τις παραλείψεις, τις πιέσεις γεωπολιτικού χαρακτήρα και ο,τιδήποτε σχετικό.

Τα συσσωρευμένα λάθη δεκαετιών οδήγησαν στην απώλεια της βέλτιστης λύσης, αναφορικά με τη μη αναγνώριση του γειτονικού κράτους με το όνομα Μακεδονία ή με τα παράγωγά του. Εφόσον η βέλτιστη λύση χάθηκε, λόγω ακατάλληλων χειρισμών διαχρονικά, μια δεύτερη καλύτερη επιλογή, η Συμφωνία των Πρεσπών, καλείται να καλύψει τα κενά αδράνειας δεκαετιών.

Ας δούμε ό,τι ζήσαμε εδώ και δεκαετίες χωρίς το μανδύα εκείνο που καλύπτει ανεπιθύμητες εξελίξεις και δυσάρεστες καταστάσεις για να τελειώνουμε με τους μύθους και τις πλάνες που κτίζουν οι, εκ του αποτελέσματος, ακατάλληλοι χειριστές ενός προβλήματος με βαθύ παρελθόν.
Ενδεικτικά παραθέτουμε κάποια κύρια γεγονότα που άλλαξαν τη ροή της ιστορίας στο εξεταζόμενο ζήτημα.

  1. Αρχικά το όνομα ήταν η μόνη διαφορά που σημειωνόταν το 1993 στις δυο αποφάσεις του ΟΗΕ 817 και 845. Όλα τα υπόλοιπα, γλώσσα, ταυτότητα κλπ, παρέμεναν εκτός αυτών των αποφάσεων όπως και από τη λεπτομερή Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995. Υπονοούμενα όμως στην εξωτερική πολιτική δεν υφίστανται. Υπάρχουν μόνο γραπτά κείμενα με σαφείς διατυπώσεις για όλα τα σημεία των διαφορών. Ούτε η χρήση του erga omnes (έναντι όλων) ως επακόλουθο της συμφωνίας για το όνομα, θα έλυνε αυτόματα το πρόβλημα της γλώσσας και της ταυτότητας. Να σημειωθεί βέβαια ότι ο συγκεκριμένος λατινογενής όρος απουσιάζει τόσο από τις δυο αποφάσεις του ΟΗΕ όσο και από την Ενδιάμεση Συμφωνία.
  2. Τα λάθη αρχίζουν να παίζουν σημαίνοντα ρόλο από το 1945 και μετάΗ θέση του Κωνσταντίνου Καραμανλή προς τον Στρατάρχη Τίτο, ότι στο θέμα της επονομαζόμενης Δημοκρατίας της Μακεδονίας «Συμφωνούμε ότι διαφωνούμε», δεν έλυσε φυσικά το πρόβλημα. Αντίθετα, ο όρος «Δημοκρατία της Μακεδονίας» και η κλεμμένη από τους γείτονες ιστορία της Μακεδονίας καταγράφηκαν σε έγκριτες εγκυκλοπαίδειες διεθνώς όπως και σε επιστημονικά περιοδικά, προκαλώντας εύλογα σύγχυση εις βάρος μας.
  3. Ως προς τα λάθη μετά το 1992, στις 26/6/1992, κατά τη Σύνοδο Κορυφής της Λισσαβόνας αποφασίζεται η μη αναγνώριση του εν λόγω κράτους με όνομα που θα εμπεριέχει τον όρο Μακεδονία ή παραγωγό του. Τροπαιοφόρος επέστρεψε την Ελλάδα ο κ. Σαμαράς, κατά τον κυβερνητικό τύπο της περιόδου, μετά από την εν λόγω απόφαση. Πριν όμως στεγνώσει η μελάνη της Συμφωνίας της Λισσαβόνας άρχισαν άτυπα να κυκλοφορούν τα γνωστά σύνθετα ονόματα μέσω της πρότασης Πινέιρο.

Παρά τη θετική εξέλιξη στη Λισσαβόνα, το Μακεδονικό παίρνει άλλη τροπή κατά τη Σύνοδο Κορυφής του Εδιμβούργου το Δεκέμβριο του 1992. Και ενώ γνωρίζουμε ότι τα Σκόπια ετοιμάζονται για ένταξη στον ΟΗΕ από τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, εμείς «ξεχνάμε» την απόφαση της Λισσαβόνας. Έτσι, κατά τη Σύνοδο Κορυφής του Εδιμβούργου δε λαμβάνεται η παραμικρή Κοινή θέση για τη μη χρήση εκ μέρους των Σκοπίων του ονόματος της Μακεδονίας ή παραγώγων του, ό,τι δηλαδή αποφασίσθηκε στη Σύνοδο Κορυφής της 26 Ιουνίου του 1992. Υιοθέτηση Κοινής Θέσης σήμαινε ότι οι όποιες αποφάσεις για το όνομα, θα γίνονταν αποδεκτές υποχρεωτικά από όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ, κατά τις σχετικές διατάξεις της Συνθήκης του Μάαστριχτ (Άρθρο Ι.2).

Οπότε, δε θα μπορούσαν τα κράτη-μέλη της ΕΕ να αναγνωρίσουν το εν λόγω κράτος με το συνταγματικό του όνομα. Στην αντίθετη περίπτωση θα παρέβαιναν διατάξεις της Συνθήκης με επακόλουθο ακόμη και την εμπλοκή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Εδώ χάθηκε η πρώτη μεγάλη ευκαιρία για παρεμπόδιση της χρήσης του ονόματος της Μακεδονίας από τα Σκόπια! Τυχαίο άραγε;
Επιπλέον μια τέτοια ηχηρή θέση στη Σύνοδο Κορυφής του Εδιμβούργου, παραμονές ένταξης της γειτονικής χώρας στον ΟΗΕ θα είχε άλλη βαρύτητα. Κυκλοφορούσαν και άλλα ιστορικά ονόματα στην περιοχή της Νότιας βαλκανικής προς χρήση. Αδρανήσαμε λοιπόν και εδώ. Τυχαίο και αυτό;

  1. Το 1994 ο Ανδρέας Παπανδρέου, επιβάλει εμπάργκο στα Σκόπια, με συνέπεια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να στραφεί κατά την Ελλάδας στις 6 Απριλίου, καθώς η πράξη αυτή παραβίαζε τους κοινοτικούς κανόνες.

Στις 29 Ιουνίου 1994 η Ελλάδα κερδίζει τον πρώτο γύρο της δίκης, δηλαδή τα ασφαλιστικά μέτρα, οπότε δεν υποχρεώνεται να ανοίξει τα σύνορά της άμεσα ως την εκδίκαση της υπόθεσης. Κατά την προβλεπόμενη διαδικασία διενέργειας της κυρίως δίκης, οι γραπτές εισηγήσεις του Εισαγγελέα και Εισηγητή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου περί ονόματος κ.λπ. ταυτίζονται με τις Ελληνικές θέσεις. Βλέποντας η Επιτροπή την ευνοϊκή αυτή τροπή υπέρ της Ελλάδας, αποσύρει τις κατηγορίες της, οπότε η δική δεν ολοκληρώθηκε. Τα κείμενα όμως των προαναφερθέντων δυο ανωτάτων δικαστικών ήταν στα χέρια της Ελληνικής κυβέρνησης. Ουδέποτε όμως χρησιμοποιήθηκαν έτσι ώστε να συμβάλλουν στη διαμόρφωση μελλοντικών εξελίξεων όπως λόγου χάρη της «Ενδιάμεσης Συμφωνίας» του 1995. Τυχαίο και αυτό!

  1. Και ερχόμαστε στην «Ενδιάμεση Συμφωνία» με ημερομηνία λήξης τον Δεκέμβριο του 2002. Εκεί προβλέπεται να χρησιμοποιείται διεθνώς ο όρος FYROM ως το όνομα της γειτονικής χώρας. Τα Σκόπια όμως στις διμερείς τους σχέσειςμπορούσαν να χρησιμοποιούν το συνταγματικό τους όνομα δηλαδή αυτό της «Δημοκρατίας της Μακεδονίας». Εδώ έχουμε ένα νέο ολίσθημα, μια μοναδική κακοτεχνία, που θα μπορούσε φυσικά να αποφευχθεί. Τυχαίο και αυτό;

Και ενώ διαπιστώνει η Ελληνική κυβέρνηση ότι παραβιάζονται κύριοι όροι της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, εγκρίνει, ως «έπαινο» για τις παραβάσεις αυτές, τη Συμφωνία Σύνδεσης FYROM–ΕΕ τον Μάιο του 2003. Αν πίεζε τότε η Αθήνα τα Σκόπια με τη μη επικύρωση της εν λόγω Συμφωνίας, λόγω μη καλής γειτονίας, θα μπορούσε να λύσει την ήδη χρονίζουσα διένεξη έγκαιρα. Η καλή γειτονία προβλεπόταν στο Άρθρο 4 της Συμφωνίας Σύνδεσης ΕΕ-FYROM, όπως και από την «Ενδιάμεση Συμφωνία». Εδώ λοιπόν έχουμε ένα καίριο λάθος, που στην ουσία έκλεισε την αυλαία του θεάτρου. Από εκείνη την περίοδο και μετά τα Σκόπια ανενόχλητα ριζώνουν το όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας» σε όλο τον πλανήτη από λάθη και παραλείψεις φυσικά της Ελληνικής πλευράς.

  1. Να υπενθυμίζουμε, τέλος, ότι η Τελωνειακή Ένωση της ΕΕ-Τουρκίας τέθηκε σε ισχύ τον Ιανουάριο του 1996 με τη δική μας συγκατάθεση, απαραίτητη για την ολοκλήρωση της διαδικασίας σύνδεσης της με την Ένωση. Έναντι της θέσης αυτής, πήραμε ως αντάλλαγμα τη στήριξη της ΕΕ στο μακεδονικό πρόβλημα. Πώς μεταφράστηκε αυτή η στήριξη στα επόμενα χρόνια; Απλά, τη νιώσαμε με την ομοβροντία αναγνωρίσεων εκ μέρους κρατών-μελών της FYROM ως Δημοκρατία της Μακεδονίας. Και πώς αντιδράσαμε; Ακολουθήθηκε κι εδώ η πολιτική της σιγής ιχθύος.
  2. Από την άλλη πλευρά ενώ εμείς μπαίνουμε σε ατέρμονες συζητήσεις αυτοί τρέχουν. Κατοχυρώνουν κατά το 1993-1994 στο Διεθνή Οργανισμό Πιστοποίησης τη γλώσσα τους ως «Μακεδονική» χωρίς την παραμικρή αντίδραση του Υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδας και παρά τις επιστολές που έστελνε ο εν λόγω Οργανισμός στον Υπουργείο Εξωτερικών. Η ηγεσία του Υπουργείου προτίμησε τη σιωπή(!!!) αντί της όποιας ηχηρής αντίδρασης. Ουσιαστικά, με τη δική μας συγκατάθεση οι όροι Μακεδονία και Μακεδονικός κερδίζουν θεαματικά έδαφος υπέρ των Σκοπίων, ενώ εμείς βιώνουμε την αυταπάτη ότι μεταθέτοντας την επίλυση του προβλήματος και πηγαινοερχόμενοι στον ΟΗΕ, χωρίς κάποιο αποτέλεσμα, κερδίζουμε πόντους.

Το τραίνο των ευκαιριών της ιστορίας δεν περνά όμως πολλές φορές. Αν δεν τις αδράξεις χάνεις. Από την άλλη, τα λάθη διαχρονικά δε σβήνονται με μονοκονδυλιές.

Τα δυο κύρια λάθη, το πρώτο κατά τη Σύνοδο Κορυφής του Εδιμβούργου (1992) σε συνδυασμό με τη μηδαμινή αντίσταση που πρόβαλε η Ελληνική κυβέρνηση το 2003 κατά τη Συμφωνία Σύνδεσης ΕΕ-FYROM, έφραξαν το δρόμο για επίλυση του προβλήματος, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Συνόδου Κορυφής της Λισσαβόνας τον Ιούνιο του 1992, απόλυτα συμβατές με τις δικές μας στρατηγικές επιλογές.

Αποτελούν τις δυο άκρες ενός νήματος, όπου στο μέσον του συσσωρεύονται κακοτεχνίες και παραλείψεις που αγγίζουν ταυτόχρονα το δίπτυχο γλώσσα και ταυτότητα. Τέλος, η λεγόμενη σταθερή πολιτική δεκαετιών μετά το 2003 δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μια πολιτική για το θεαθήναι και αποφυγής επίλυσης του προβλήματος με προδιαγεγραμμένο πλέον τέλος. Αν από κάποιους θεωρείται η Συμφωνία των Πρεσπών προδοτική συμφωνία –όρος απαράδεκτος φυσικά– όλοι οι παραπάνω χειρισμοί και μεθοδεύσεις αποτελούν έκφραση ενός πατριωτικού μένους;

Ο ιστορικός του μέλλοντος θα κρίνει αν όσα εκτέθηκαν ήταν απλά λάθη και παραλείψεις ή εσκεμμένες ενέργειες εκ μέρους των ελληνικών κυβερνήσεων, που μας χάρισαν μια εκ των πραγμάτων προδιαγεγραμμένη από το 2003 Συμφωνία.

Η Συμφωνία των Πρεσπών είχε να αντιμετωπίσει defacto καταστάσεις δεκαετιών επιζητώντας να βελτιώσει ένα περιβάλλον διμερών σχέσεων, δύσμορφο και ιδιότροπο, στο πλαίσιο ενός συμβιβασμού και αμοιβαίων παραχωρήσεων. Από την άλλη βέβαια αξίζει να σημειωθεί ότι Συμφωνίες νίκης-ήττας δεν είναι βιώσιμες σύμφωνα με την παγκόσμια ιστορία (βλ. Συνθήκη των Βερσαλλιών 2019).

Η συνέχεια θα λάβει χώρα κατά τη διάρκεια της ενταξιακής διαδικασίας στην ΕΕ. Παραβάσεις ή μη εκπλήρωση όρων της Συμφωνίας των Πρεσπών, εκ μέρους των Σκοπίων, θα προσκρούσουν στα πολιτικά ενταξιακά κριτήρια, όπως καθορίστηκαν στην Σύνοδο Κορυφής της Κοπεγχάγης του 1993.

Τα 35 Κεφάλαια της ενταξιακής διαδικασίας λοιπόν δεν επιτρέπουν «πονηρά» πισωγυρίσματα εκ μέρους του γειτονικού κράτους, αναδεικνύοντας, από την άλλη, θέματα που ουδέποτε συζητήθηκαν έως τώρα (π.χ. Θέματα αλλοίωσης ιστορικών μνημείων στη γειτονική χώρα που θα λυθούν με τις προβλέψεις του Κεφαλαίου 26 της ενταξιακής διαδικασίας περί παιδείας-πολιτισμού). Τέλος, μπορούν να βελτιωθούν κατά πολύ καταστάσεις που μας ενοχλούν (γλώσσα κλπ) χωρίς να παραβιάζεται το γράμμα της Συμφωνίας των Πρεσπών. Απλά χρειάζεται μαεστρία και λεπτοί χειρισμοί.

* Ο Δημήτρης Μάρδας είναι Καθηγητής ΑΠΘ, Βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Β΄Θεσσαλονίκης

ΑΠΟ ΤΟ TVXS