Περί χαράς, περί ματαιότητας, περί ανωνυμίας

Γράφει ο Δημήτρης Αληθεινός

Βρέθηκα πριν μερικές ημέρες στο Αϊβαλί, με σκοπό να πραγματοποιήσω τη 209η Κατάκρυψη. Το σημείο και ο τρόπος που είχα επιλέξει να δουλέψω έφερναν υποσυνείδητα στον νου μου τον Ηλία Πετρόπουλο. Η τελεσίδικη απόφαση, η άποψή του για τον οριστικό προορισμό της ύπαρξης, συναντιόταν συμβολικά με το δικό μου έργο.

Ο Ηλίας Πετρόπουλος -για όσους δεν το γνωρίζουν- ήταν συγγραφέας και ακάματος μελετητής του ελληνικού “περιθωριακού” πολιτισμού. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1928 και πέθανε στο Παρίσι το 2003. Πνεύμα ανήσυχο, ερευνητικό, πολέμιος των ακαδημαϊκών και του κατεστημένου, ανήκε στο εξαφανισμένο σήμερα είδος των “καταραμένων ποιητών”, τη “ράτσα των παντοτινά καταραμένων από τους ισχυρούς της γης”, όπως τους αποκάλεσε τον 19ο αιώνα ο Αλφρέντ ντε Βινί. Στο έργο του πρόβαλε εκείνο το οποίο αποκαλούμε συνοπτικά “περιθώριο”, καταγράφοντας πρόσωπα και συνθήκες περιφρονημένα από το κοινωνικό σύνολο.

Έζησε κοντά σε ρεμπέτες, φυλακισμένους, πόρνες, ομοφυλόφιλους, τους οποίους μετέτρεψε σε ήρωες των βιβλίων του. Επιθυμία του ήταν, όταν πεθάνει, το πτώμα του να αποτεφρωθεί και οι στάχτες να σκορπιστούν στους υπονόμους του Παρισιού. Ούτε σε γαλάζιους ωκεανούς, ούτε σε ιερούς ποταμούς, ούτε σε ρομαντικά τοπία: στα απόβλητα, μαζί με τις ακαθαρσίες, τα ούρα και τα κόπρανα των κατοίκων μιας ξένης προς εκείνον πόλης. Πράγμα που έγινε.

Ευαγγελιστής. Ξυλόγλυπτο από την αγία τράπεζα. Λεπτομέρεια

Είχαμε συναντηθεί στο Παρίσι, σε κάποιες από εκείνες τις μυθιστορηματικές και ίσως εντελώς άχρηστες (δύσκολο να αποφασίσω μετά από τόσα χρόνια τι ακριβώς ήταν) συναντήσεις των Ελλήνων εξόριστων, αυτοεξόριστων και διανοούμενων της δεκαετίας του ’70. Αν και είχα διαβάσει τα περισσότερα από τα βιβλία του, δεν συνδεθήκαμε, δεν γίναμε φίλοι. Ο σεβασμός προς τους μεγαλύτερους -όχι μόνο στην ηλικία αλλά πρωτίστως στο έργο- με έκανε συχνά διστακτικό στη σχέση μου μαζί τους. Τον θυμήθηκα λοιπόν καθώς έκρυβα το έργο μου σε έναν υπόνομο, βρόμικο όπως όλοι οι υπόνομοι, στο Αϊβαλί.

Η ιδέα της ματαιότητας, της ανυπαρξίας του χρόνου ως παρελθόν και ως μέλλον, το άσκοπο κυνηγητό της δόξας και της υστεροφημίας, σε συνδυασμό με την πεποίθηση ότι το μόνο σημαντικό, το μόνο υπαρκτό στη ζωή είναι η στιγμή, μου έδιναν κουράγιο και μου έφεραν στον νου μαζί με τον Ηλία Πετρόπουλο τα λόγια ενός άλλου “περιθωριακού” δασκάλου, του εκκλησιαστή, που επέμενε να λέει αισιόδοξα: Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης.

Άραγε η αδιαφορία ορισμένων ανθρώπων για το πριν ή το μετά, πηγάζει από τη βαθιά γνώση / πεποίθηση της μεταθανάτιας ανυπαρξίας, μια γνώση που θα μπορούσε να ερμηνευτεί σαν απαισιοδοξία ή μήπως από την πίστη ότι η απόλαυση τής κάθε στιγμής είναι και θα πρέπει να είναι, το μόνο ζητούμενο στην πρόσκαιρη ζωή μας;

Πιστεύω ότι η ζωή κερδίζεται με αγώνα, η αυτοεκτίμηση με έργα, η ψυχή με αγάπη και έρωτα. Το μόνο όφελος των θνητών είναι η χαρά που κατασταλάζει από την καθημερινή απόλαυση αυτών των κόπων. Μικρά ή μεγάλα τα έργα μας έχουν αξία μόνο όταν μας ωθούν να φτερουγίσουμε στον κόσμο ελεύθεροι κι όχι όταν μετατρέπονται σε κλουβιά -σκουριασμένα ή χρυσά, αδιάφορο- της ύπαρξής μας.

Λέει ο εκκλησιαστής στο τρίτο κεφάλαιο: (*)

Κάθε πράγμα στον καιρό του
Καιρός να γεννήσεις, καιρός να πεθάνεις Καιρός να φυτέψεις, καιρός να θερίσεις
Καιρός να σκοτώσεις, καιρός να γιατρέψεις
Καιρός να γκρεμίσεις, καιρός να χτίσεις
Καιρός να κλάψεις, καιρός να γελάσεις
Καιρός να χάσεις, καιρός να φυλάξεις Καιρός να αγκαλιάσεις, καιρός να μονάσεις
Καιρός να φυλάξεις, καιρός να ξοδέψεις
Καιρός να σκίσεις, καιρός να ράψεις
Καιρός να μιλήσεις, καιρός να σωπάσεις
Καιρός να αγαπήσεις, καιρός να μισήσεις
Καιρός να πολεμήσεις, καιρός να γαληνέψεις

Αυτό που αντιλαμβάνομαι να κυριαρχεί στο κείμενο ως πεντόσταγμα του παρόντος χρόνου με τη λέξη καιρός, είναι η κατάλληλη στιγμή. Ως πράξη, ως έργο και ως αποτέλεσμα. Η κατάλληλη στιγμή να σπείρεις, η κατάλληλη στιγμή να αγαπήσεις, η κατάλληλη στιγμή να γαληνέψεις. Η κατάλληλη στιγμή είναι η πεμπτουσία της καθημερινής στιγμής και για την επιλογή της απαιτείται γνώση, σοφία, δύναμη, πίστη.

Και στο ένατο κεφάλαιο συνεχίζει:

Έλα λοιπόν θνητέ φάε το φαγητό σου με ευχαρίστηση πιες το κρασί σου καλόκαρδα διότι ο Θεός είδε και ευλόγησε τα έργα των χεριών σου.

Ντύσου καθημερινά με τα ωραία, τα καλά σου ρούχα και το μύρο να μην λείψει
από την κεφαλή σου

Απόλαυσε με τη γυναίκα που αγαπάς
κάθε ώρα της πρόσκαιρης ζωή σου
κάθε στιγμή που σου δόθηκε να ζεις κάτω από το φως του ήλιου.

Αυτή είναι η κληρονομιά σου
αυτοί οι κόποι σου πάνω στη γη.
Ό,τι μπορείς να κάνεις κάνε το όσο μπορείς διότι στον Άδη που σε περιμένει
δεν υπάρχει ούτε σκέψη, ούτε γνώση ούτε σοφία.

Εκείνο το οποίο μπορείς να πράξεις, μας λέει, πράξε το με όση δύναμη διαθέτεις και ζήσε το, απόλαυσε το, γιατί μετά τον θάνατο σου δεν υπάρχει τίποτα, «οὐκ ἔστι ποίημα καὶ λογισμὸς καὶ γνῶσις καὶ σοφία ἐν ᾅδῃ, ὅπου σὺ πορεύῃ ἐκεῖ. Μόνο το τίποτα, το απόλυτο τίποτα».

………

Αφήνοντας πίσω την Κατάκρυψη και το Αϊβαλί, βρέθηκα προσκυνητής στον Άγιο Αθανάσιο, τη Μητρόπολη της Μυτιλήνης. Η εκκλησία χρονολογείται από το 1600 και είναι τρίκλιτη εγγεγραμμένη βασιλική με τρούλο. Το μεταβυζαντινό ξυλόγλυπτο τέμπλο του ναού, μαζί με την αγία τράπεζα και τον αρχιερατικό θρόνο, αποτελούν αριστουργηματικά έργα ιερής τέχνης των αρχών του 18ου αιώνα. Έμεινα έκθαμβος, ώρες πολλές να κοιτάζω πότε το ένα πότε το άλλο, μέχρι που ο ναός έκλεισε. Επέστρεψα και πάλι το πρωί, με έντονη τη λαχτάρα να τα ξαναδώ. Μύρισα τα λουλούδια, μίλησα με τα πουλιά και τους αγγέλους, άγγιξα την ψυχή του ξύλου που εξακολουθεί να πάλλεται ζωντανή και αναζήτησα τα χέρια που σκάλισαν, τον νου που οραματίστηκε, που σχεδίασε την κάθε λεπτομέρεια με λαμπρή πίστη και απέραντη αγάπη. Έψαξα επίμονα το όνομα του μαέστρου γλύπτη, ζήτησα να μάθω ποιος είναι, όμως μάταια. Απαξιωτικός στην εφήμερη δόξα, αδιάφορος στην υστεροφημία, έστρεψε την πλάτη κι έφυγε, αφήνοντας το έργο και την ψυχή του στον άνεμο του δικού του τώρα. Σκάλισε μόνο μια επιγραφή στον αρχιερατικό θρόνο, θέλοντας για να δηλώσει την κατάλληλη στιγμή: 1738, Μαΐου 6. Εκείνο το οποίο έχει γίνει υπάρχει κι εκείνο το οποίο μέλλει να γίνει είναι σαν να έχει γίνει.

* Η μεταφορά από το πρωτότυπο κείμενο του εκκλησιαστή στη σύγχρονη γλώσσα είναι του γράφοντος.

http://parathyro.politis.com.cy/2018/09/peri-charas-peri-mataiotitas-peri-anonymias/