Πιτσιλιές και μυρωδιά

Του Ιωάννη Δαμίγου

Κι όμως, ταξίδεψαν χιλιόμετρα με εκπληκτική ταχύτητα και πέρασαν μέσα από τοίχους και τείχη, οι πιτσιλιές από αίμα, η μυρωδιά της καμένης σάρκας, ανθρώπων. Κοιτώντας έκπληκτος τον καθρέπτη μου, τις σκούπισα βιαστικά απ’ το πρόσωπό μου κι έκλεισα την μύτη μου να αποφύγω την όσφρηση του θανάτου. Μάταια. Η αλήθεια δεν έχει απόσταση, η αλήθεια δεν έχει αποκλεισμούς, η αλήθεια φτύνει το ψέμα κατά πρόσωπο, η αλήθεια ξεμπροστιάζει την δική μου, την κατασκευασμένη με θράσος, την αμερόληπτη δήθεν, την πρόσκαιρα συμφέρουσα.

Χρειάζομαι την δικαιολογία αυτήν, την λυτρωτικά αθωωτική, για να ανεχτώ με την σειρά μου συνηθισμένος πιά, τα επερχόμενα με σιγουριά δεινά μου. Το αίμα μου το προσφέρω εθελοντικά ακόμα, σε προσεχτική συλλογή του χωρίς πιτσιλιές να σκορπίζονται στην αδιάβροχη συνείδησή μου και η απεχθής μυρωδιά της καμένης σάρκας, καλύπτεται από φτηνό χύμα αγορασμένο άρωμα ψευδαίσθησης. 

Από πιτσιλιές αίματος και μυρωδιές ολοκαυτώματος βρίθει η ιστορία, πάμπολλα τα καταγεγραμμένα γεγονότα της θηριωδίας του άπληστου ανθρώπου, σε βάρος αδικημένων και μειονοτήτων σε διάφορες γωνιές της γης, χαρακτηριζόμενες ως λωρίδες. Από ιθαγενείς Ινδιάνους, ιθαγενείς Αβορίγινες, έως ιθαγενείς πάλι Παλαιστίνιους, οι ίδιες comme il faut καταδίκες μη αποτρέπουσες ωστόσο τετελεσμένων αποφάσεων και ενεργειών.

Και έτσι πορευόμαστε βολεμένοι, ελαφρώς άβολα και παραδειγματικά άβουλα, στις ίδιες επιλογές ανοχής και αντοχής ανοσίας, από εμβόλιο θαρρείς, μειωμένης αίσθησης δίκαιου.Με στεγανοποιημένες φόρμες, τελευταίας επιστημονικής τεχνολογίας στειρωμένης συνείδησης, κατασκευασμένη από τα υλικά της αγραμματοσύνης και της καλλιέργειας πρωτόγονου ενστίκτου, σε μπαξέ δεινών περιφερόμαστε, τυχεροί ως ανόητοι και άτυχοι ως λογικοί. 

Μαυροκόκκινες πιτσιλιές αίματος και μυρωδιές ολέθρου, τα υλικά της κατακλυσμιαίας πολιτιστικής μας αντάρας, στην επίγεια μόνιμη κόλαση, απόρροια της άρνησης του “μήλου” και της “φλόγας” γνώσης. Έγκλειστοι στην αρχέγονη σπηλιά μας, με πιτσιλιές αίματος στα τοιχώματά της και την μυρωδιά ωμής σάρκας στην ζωώδη οσμή του αέρας της. Χωρίς ένα βήμα προς την έξοδο, θαρρετό.