Πλανητική διαχείριση φόβου και νεοφασισμός

Του Γιώργου Στάμκου

Η άνοδος της ακροδεξιάς και του νεοφασισμού σε παγκόσμιο επίπεδο οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αύξηση της ανασφάλειας και της αίσθησης αδιεξόδου, φόβου και απαισιοδοξίας για το μέλλον, που κυριαρχεί στην κοσμοαντίληψη πολλών κοινωνικών ομάδων οι οποίες αισθάνονται αποκλεισμένες από τις εξελίξεις, περιθωριοποιημένες λόγω των χαοτικών οικονομικών ανισοτήτων, και δεν συμμετέχουν στα θετικά της παγκοσμιοποίησης, παρά μόνον εισπράττουν τις αρνητικές επιπτώσεις τους.

Στην ονειροκτόνα εποχή μας οι οραματικές ενατενίσεις τελούν υπό διωγμό, η αισιοδοξία σπανίζει και ο φόβος κυριαρχεί παντού. Αποτελεί κοινό μυστικό πως διακατεχόμαστε από μια κλαψιάρικη απαισιοδοξία, που χαρακτηρίζεται από το φόβο της ζωής, το φόβο της τεχνολογίας, το φόβου του διαφορετικού, το φόβο του αγνώστου και το φόβο του μέλλοντος. Μια απαισιοδοξία που μεταμορφώνει τις προκλήσεις σε παγίδες, αντί σε ευκαιρίες.

Στη δεκαετία του 1990, μια περίοδο μετάβασης, αναταραχών και ανασφάλειας, ο φόβος έγινε σήμα κατατεθέν της ιδιότητας του πολίτη της δημοκρατικής και πλούσιας Δύσης. Ο φοβικός άνθρωπος έγινε κυρίαρχος τύπος στις Δυτικές κοινωνίες όχι επειδή ο κόσμος έγινε ξαφνικά πολύ επικίνδυνος, αλλά επειδή έγινε αντιληπτό από τις ελίτ των Δυτικών χωρών πως το μυστικό του μαζικού ελέγχου, της χειραγώγησης των μαζών, βρίσκεται πλέον στη διαχείριση του φόβου, κάτι που επιτυγχάνεται με τη δαιμονοποίηση του άγνωστου και του διαφορετικού. Οι μάζες πρέπει να φοβούνται, πρέπει να αισθάνονται ανασφαλείς, πρέπει να βλέπουν απειλές και κινδύνους από παντού. Μόνον έτσι μπορούν να εξωθηθούν στην υποταγή προς την εξουσία, σε μια “βελούδινη σκλαβιά”, και να προτιμήσουν την «ασφάλεια» ενός ελεγχόμενου κόσμου παρά το ρίσκο ενός ταξιδιού σ’ έναν ανεξέλεγκτο, αβέβαιο, αλλά όμως πιο ελεύθερου, κόσμο. Έτσι στις μέρες μας η ασφάλεια θεωρείται πιο πολύτιμη από την ελευθερία.

Δεν υπάρχει πλέον διάθεση για ελευθερία, δημιουργία, επανάσταση. Αφήσαμε προ καιρού τα οδοφράγματα και τις διαδηλώσεις και -με μικρές εξαιρέσεις- πιάσαμε τις παντόφλες, τα τηλεκοντρόλ, τα smart phones και τα “ποντίκια” των υπολογιστών. Καθόλου παράξενο λοιπόν που λατρεύουμε τις τρομακτικές ταινίες, το ρίγος του κινηματογραφικού φόβου, ενώ οι ίδιοι βρισκόμαστε ασφαλείς στη θαλπωρή του σαλονιού μας. «Υποκύπτουμε στην άνεση του τρόμου κι αυτός ο ελεγχόμενος τρόμος μας βοηθά να κατανικούμε τους συνηθισμένους φόβους μας», λέει ο Γάλλος φιλόσοφος Πασκάλ Μπρυκνέρ. Μόνον μια επαρκή δόση κινηματογραφικής φρίκης ή ενός καλογραμμένου βιβλίου τρόμου μπορεί να εξορκίσει τους «δαίμονες» που ξεπηδούν μέσα από την καθημερινότητα μας κι εδράζονται στην  απάθεια και στην ψευδαίσθηση της ασφάλειας μας. Όσο κι αν έχουμε εκπολιτιστεί συνεχίζουμε να είμαστε «βάρβαροι», επιβιώνοντας μέσα στη ζούγκλα των πόλεων και παλεύοντας με το χάος των ανθρώπινων σχέσεων. Καταδικασμένοι να είμαστε σύγχρονοι «άγριοι», μάθαμε να επιζητούμε πάντα την «εξημέρωσή» μας και να υποτασσόμαστε στο «θηριοδαμαστή» μας.

Η σύγχρονη “αυτοκρατορία του παγκόσμιου καπιταλισμού” επιβάλλεται μέσω της «εξημέρωσης» του εσωτερικού μας κόσμου. Μας υποτάσσει χαριτωμένα. Μας υποδουλώνει βελούδινα κάνοντας μας να αγαπάμε την υποδούλωσή μας. Αυτό είναι και το όνειρο κάθε αυτοκρατορίας: να ελέγχει το πνεύμα και τα όνειρα αυτών που κυριαρχεί. Είναι γνωστό άλλωστε πως «η καλύτερη κυριαρχία είναι όταν ο κυριαρχούμενος τη δέχεται ασυνείδητα» (Ιγνάσιο Ραμονέ). Όταν μάλιστα υπάρχει και παθητική συνενοχή του κυριαρχούμενου, τότε η τυραννία μπορεί να μεταμορφωθεί σε γλυκιά καταπίεση με χαρούμενο προσωπείο όπως εκείνο του Μίκυ Μάους.

Πριν από σχεδόν μισόν αιώνα, το 1946, ο Άλντους Χάξλεϋ έγραφε στον πρόλογο του προφητικού βιβλίου του Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος: «Ένα πραγματικά αποτελεσματικό ολοκληρωτικό κράτος θα ήταν αυτό που τα παντοδύναμα αφεντικά θα διεύθυναν με τα στελέχη τους έναν πληθυσμό σκλάβων, οι οποίοι δεν χρειάζεται να καταστέλλονται διότι αγαπούν την υποτέλεια». Μια νέα μορφή εξουσίας που θα κυριαρχεί με τη συγκατάθεση και τη συνενοχή όλων μας;

Το σίγουρο είναι πως οι ανεξέλεγκτοι φόβοι των μαζών κάνουν καλό στο σύστημα, ενώ η ψυχραιμία το βλάπτει. Αυτό είναι γνωστό π.χ. στη διαχειριστική ελίτ των ΗΠΑ, που είναι η πρώτη στην ανθρώπινη ιστορία «δημοκρατική κοινωνία», η οποία εφάρμοσε όλες τις μοντέρνες τεχνικές  συστηματικού εκφοβισμού των πολιτών της. Αρχικά ο «μπαμπούλας» ήταν οι Γερμανοί ναζί, κατόπιν ο κομμουνισμός και στη συνέχεια τα ναρκωτικά, ο ισλαμισμός και η τρομοκρατία. Στο βιβλίο του Πλανητική Κυριαρχία και «Ναρκωτικά» ο ψυχίατρος Κλεάνθης Γρίβας, αναφέρεται στον τρόπο χρησιμοποίησης του προσχήματος της «αντιναρκωτικής» εκστρατείας για την προώθηση αμερικανικών επεμβάσεων στο εσωτερικό φτωχών χωρών,  τις οποίες εξαναγκάζουν σε υποτέλεια. Στόχος είναι, σύμφωνα με το συγγραφέα, η διαιώνιση της υφαρπαγής του παγκόσμιου πλούτου μέσω της επιβολής ενός καθεστώτος «άνισης ανταλλαγής», το οποίο προσφέρει στις ΗΠΑ, που αποτελούν το 5% του πληθυσμού της Γης, την απρόσκοπτη κατανάλωση σχεδόν του 50% των πρώτων υλών του πλανήτη μας. Επίσης, με πρόφαση την «αντιναρκωτική» πολιτική, η Ουάσιγκτον κατάφερε να καταστεί ο αδιαμφισβήτητος «παγκόσμιος χωροφύλακας» (Global Cop), κάνοντας μάλιστα εξαγωγή νομοθεσίας, «ηθικής», καθώς και των παρανοϊκών φοβιών που τη διακατέχουν.

Στην ίδια την Αμερική η κυβέρνηση Τραμπ (2016-), όπως παλαιότερα κι εκείνη του Τζορτζ Μπους του νεότερου (2000-2008) και οι ιδιωτικές πολιτιστικές βιομηχανίες τροφοδοτούν το φόβο στους πολίτες, εκμεταλλευόμενοι τόσο τη λανθάνουσα φυλετική ένταση όσο και τις φοβίες και τις ενοχές που φυσικά ή τεχνητά αισθάνεται ο μέσος Αμερικανός πολίτης.

Πανάρχαιη «τέχνη» της εξουσίας είναι η καλλιέργεια ενόχων και ενοχών, προκειμένου να νομιμοποιήσει την καταστολή της. Για το σκοπό αυτό επιλέγεται μια συνηθισμένη επιθυμία του ανθρώπου, που αυθαίρετα μετατρέπεται σε «απαγορευμένη πράξη». Αυτό συνέβαινε στις παλαιότερες εποχές με το σεξ και συμβαίνει στην εποχή μας με τις ψυχότροπες ουσίες. Όσοι σχετίζονται με τις ναρκωτικές ουσίες χαρακτηρίζονται παράνομοι, εγκληματίες, ανήθικοι και κοινωνικοί απόβλητοι. Αυτός είναι και ο λόγος που το σωφρονιστικό σύστημα των ΗΠΑ, το «αμερικανικό Γκουλάγκ», κρατά φυλακισμένο και υπόδικό σχεδόν το 5% του πληθυσμού της χώρας. Είναι γνωστό άλλωστε πως η αμερικανική «πολεοδομία του φόβου» με τους προαστιακούς οικισμούς-φρούρια στοχεύει στον αποκλεισμό των μειονοτήτων, των φτωχών και των κοινωνικών απόβλητων. Η οικολογία του φόβου των ΗΠΑ, που οικοδομεί αόρατα «τείχη» μέσα στις πόλεις, δεν επιτρέπει το συγχρωτισμό πλούσιων και φτωχών, καταδικάζοντας τους δεύτερους σ’ ένα εξοντωτικό περιθώριο. Τη ίδια στιγμή οι προνομιούχοι μπορούν να απολαμβάνουν τα πλούτη τους κλεισμένοι στους «τεχνητούς παραδείσους» των πολυτελών προαστίων ή στους πανύψηλους ουρανοξύστες τους.

Δεν είναι υπερβολικό να πούμε πως η Αμερική, και με τους διάφορους “εμπορικούς πολέμους” που ξεκίνησε επί προεδρίας Τραμπ, χειραγωγεί ψυχολογικά έναν ολόκληρο πλανήτη, ελέγχοντας τα σύμβολα, το λεξιλόγιο, τους όρους, τις έννοιες και τα νοήματα, που χρησιμοποιούν οι πάντες, γιατί η ίδια τα έχει προηγουμένως κατασκευάσει. Κατασκευάζει και διαχειρίζεται φόβους σε πλανητικό επίπεδο. Επιβάλει στους πάντες τη δική της κοσμοθέαση. Τα μάτια μας βλέπουν τον κόσμο μέσα από το αμερικανικό πρίσμα, που είναι ομολογουμένως φαντασμαγορικό. Αν είμαστε ειλικρινείς πρέπει να παραδεχτούμε πως ήδη είμαστε όλοι, λίγο ή πολύ, «Αμερικάνοι». Υποταχθήκαμε στην αμερικανική ηγεμονία όχι με βία και απειλές, αλλά με τη δική μας θέληση, γοητευμένοι από τις παραισθητικές ιστορίες που μας διηγήθηκε το Χόλιγουντ. Αυτό διαχειρίζεται τους φόβους μας, τα όνειρα και τους εφιάλτες μας. Κυριαρχεί στη φαντασία μας, και δεν μπορούμε ν’ απαλλαγούμε από επιρροές του, χωρίς να διακινδυνεύσουμε να χάσουμε ένα κομμάτι από τον εαυτό μας.

ΑΠΟ ΤΟ TVXS