Πού το πάει ο Ντογιάκος;

Γράφει ο Γιώργος Λακόπουλος
Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δεν είναι οιονεί υπουργός, ούτε κυβερνητικός εταίρος!

Και τίποτε άλλο να μην είχε κανείς προς καταλογισμό στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγουαρκεί η δήλωση του για τα ΜΜΕ για να προκύψει: αντιλαμβάνεται λάθος τον ρόλο του ως κορυφαίος δικαστικός λειτουργός και έχει λάθος αντίληψη για την ενημέρωση, κατά τον καταστατικό χάρτη της χώρας.

Προφανώς ο Ισίδωρος Ντογιάκος ενοχλήθηκε από τη σύγκριση των ρυθμών της βελγικής Δικαιοσύνης με την ελληνική. Και από την κριτική που δέχθηκε μετά τις αποκαλύψεις ότι επιχείρησε να παρεμποδίσει το έργο της ΑΔΑΕ στις περιπτώσεις παρακολούθησης Κύρτσου-Τέλλογλου από την ΕΥΠ.

Δικαίωμά του να πιστεύει ότι το ελληνικό δικαστικό σύστημα, ειδικά στο δικό του επίπεδο, αδικείται από τη σύγκριση. Δεν έχει παρά να παρουσιάσει τα αποτελέσματα περί του αντιθέτου, στο πιο κρίσιμο θέμα της συγκυρίας: τις υποκλοπές. Μάλλον θα δυσκολευτεί.

Αν πάει λίγο πίσω θα δυσκολευτεί περισσότερο. Πχ εισαγγελέας που ερευνούσε το σκάνδαλο Novartis έμεινε απροστάτευτη από τον προκάτοχό του, όταν προπηλακιζόταν σκαιά, από όσους ερευνούσε. Καλώς, νομίμως και με τη σωστή διαδικασία, κατά την κρίση στο ανώτατο δικαστικό επίπεδο: το βούλευμα του Ανώτατου Δικαστικού Συμβούλιου. Εκτός αν ο σημερινός εισαγγελέας του Αρείου Πάγου διαφωνεί με τον… Άρειο Πάγο.

Η δήλωση Ντογιάκου έχει στοιχεία οιονεί εκτροπής από τον ρόλο του. Όχι για την αξιολόγηση των ποινικών υποθέσεων της περιόδου και τον ρυθμό ή την κατεύθυνση, που δίνει ο ίδιος στην διερεύνησή τους. Κυρίως για τις τοποθετήσεις του απέναντι στο σύστημα ενημέρωσης και την άνεση με την οποία ο ίδιος, στη συγκεκριμένη ομιλία του, κινήθηκε ανάμεσα στη Δικαστική, τη Νομοθετική και την Εκτελεστική εξουσία.

Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δεν είναι υπουργός, ούτε οφείλει να συντάσσεται με την κυβέρνηση ως εταίρος της, ή συμπλήρωμά της. Το αντίθετο: την ελέγχει.

Μπορεί ο σημερινός κάτοχος του αξιώματος να λέει ό,τι θέλει. Αλλά κάποιες από τις ιδέες που ανάπτυξε κυριαρχούσαν σε εποχές που δεν θα θέλαμε να ξαναέλθουν.

Προτάσσει ότι η έρευνα για το Κατάρ-γκέητ δεν εξελίχθηκε σε λίγα εικοσιτετράωρα, αλλά «δουλεύτηκε από τον προηγούμενο χρόνο… με απόλυτη μυστικότητα σε συνεργασία μάλιστα με μυστικές υπηρεσίες και άλλων πέντε ευρωπαϊκών χωρών, όπως γράφτηκε».

Ό,τι «γράφτηκε» δεν σημαίνει ότι πρέπει να το παίρνει τοις μετρητοίς ως ακριβές ένας έμπειρος δικαστικός λειτουργός. Ιδίως όταν το σύστημα που διοικεί αγνοεί προκλητικά όσα γράφονται στην Ελλάδα για τις υποκλοπές. Χώρια που αγνοεί και αυτά που του κατατίθενται.

Αν ο σκοπός του κ. Ντογιάκου είναι να νομιμοποιήσει την κυβερνητική άποψη ότι οι υποκλοπές της ΕΥΠ ήτα … αναγκαίες – επικαλούμενος δήλωση του Βέλγου δικαστικού ότι «χωρίς τις υποκλοπές δεν αντιμετωπίζεται το έγκλημα», την απάντηση έδωσε ήδη ο Βαγγέλης Βενιζέλος:

– «Όποιοι θεωρούν ότι η ποινική υπόθεση Καϊλή, που τη χειρίζονται οι βέλγικες Αρχές, δικαιολογεί την παρακολούθηση αρχηγού κόμματος και εν ενέργεια υπουργού από την ελληνική ΕΥΠ για απροσδιόριστους λόγους εθνικής ασφαλείας, χωρίς καμία ποινική διάσταση, δεν αντιλαμβάνονται ότι χωρίς σεβασμό του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δεν προστατεύεται η φιλελεύθερη δημοκρατία».

Ποιους εννοεί ο κ. Ντογιάκος όταν μιλάει για «μη ανεκτές συμπεριφορές κάποιων άλλων, κατά κανόνα εκτός δικαιοσύνης, που δήθεν κόπτονται για το καλό της και σε κάθε ευκαιρία και με κάθε ευκολία τη συκοφαντούν και την κατακρεουργούν με οποιοδήποτε τρόπο και μέσο»;

Το διευκρινίζει ο ίδιος: «Μια μερίδα του Τύπου» που κατ’ αυτόν «εκμεταλλευόμενη έναν ουσιαστικά πλήρως αναποτελεσματικό νόμο περί Τύπου στρέφεται και βυσσοδομεί σε όποιον κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του δεν ενεργεί σύμφωνα με τις επιθυμίες της, τις υποδείξεις της ακόμα και τις επιταγές της».

Η επίκληση του νόμου περί Τύπου και μάλιστα με την προτροπή να γίνει «πιο αποτελεσματικός» είναι ανατριχιαστική. Στις Δημοκρατίες δεν χρειάζεται ειδικός νόμος Περί Τύπου. Αρκεί ο Ποινικός Κώδικας, που ισχύει για όλους τους πολίτες

Ποιοι είναι και ποιοι δεν είναι «άξιοι να φέρουν τον κάποτε άκρως τιμητικό άξιοι κάποιοι τίτλο και ιδιότητα του εκδότη εφημερίδων ή περιοδικών», δεν αποτελεί αντικείμενο της δουλειάς του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να το αξιολογήσει. Κρίνεται από τους αναγνώστες τους.

Τιμητικό για τους δημοσιογράφους είναι να κάνουν τη δουλειά τους και για αυτήν να αναφέρονται στη συνείδησή τους και στον διευθυντή τους – και όχι στον εισαγγελέα. Για όποιον κρίνει ότι παραβιάζουν τον ποινικό νόμο, υπάρχουν τα δικαστήρια.

Ο δημοσιογράφος αν κρίνει ότι είναι προς το συμφέρον της ενημέρωσης και της κοινής γνώμης να δημοσιεύσει ένα στοιχείο, οφείλει να το κάνει – όσες φορές και να χαρακτηριστεί «απόρρητο» από την κυβέρνηση.

Με τον τρόπο του ο κ. Ντογιάκος αφήνει υπονοούμενα και διατυπώνει απειλές για έναν συγκεκριμένο εκδότη, τον οποίο έχει στοχοποιήσει ο Πρωθυπουργός. Όχι μόνο δεν εκλαμβάνεται ως τυχαίο, αλλά ερμηνεύεται ως σπουδή του να σπεύσει προς συνδρομή του Κ. Μητσοτάκη.

Αν διαθέτει στοιχεία ότι «ένας εκτεταμένος φορολογικός έλεγχος σε αυτούς τους ολίγους θα αποκαλύψει πολλά και ενδιαφέροντα σχετικά με τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες» όφειλε ήδη να τον έχει διατάξει . Για να μάθουμε ποιοι «κρατούν για τον εαυτό τους και μόνο ως επτασφράγιστο μυστικό το οικονομικό τους υπόβαθρο με βάση το οποίο έγιναν εκδότες».

Αλλιώς υπεισέρχεται στη δουλειά άλλης εξουσίας, την προτρέπει να χρησιμοποίει επί τούτοις τη νομοθεσία για να φοβίζει όσους δεν της είναι αρεστοί και της προσφέρει άλλοθι όταν το κάνει… Όχι και πολύ δημοκρατικό: ο εισαγγελέας είναι φρουρός του νόμου, δεν τον υποδεικνύει ως… πολιτικό όπλο στους κυβερνώντες.

Κατά τα λοιπά, μάλλον δεν ερμηνεύει επακριβώς το Σύνταγμα για την ελεύθερη έκφραση γνώμης. Τα ΜΜΕ δικαιούνται να κρίνουν σκληρά -ακόμη και αν αποδειχθεί άδικο- και δικαστικούς λειτουργούς. Και πάντως δεν συνιστά «χλευασμό» ή «απαξίωση» η σύγκριση με δικαστές και εισαγγελείς άλλων χωρών.

Ακαταδίωκτο στη δημοσιογραφική αξιολόγηση δεν έχει κανείς, όπως δεν έχει έναντι του νόμου.

Όσο για τις υποδείξεις να πάνε-εκδότες ή δημοσιογράφοι – «στις χώρες που φαντάζονται ότι λειτουργούν τέλεια δικαστικά συστήματα για να δοκιμάσουν εκεί τις δυνάμεις τους και να συγκριθούν και εκείνοι με τους εκεί συναδέλφους τους» και μετά να μιλάνε δεν αξίζει σχολιασμού.

Ισχύει πράγματι ότι υπάρχουν στην Ελλάδα εκδότες και δημοσιογράφοι -αλλά και πολιτικοί- που «σε οποιαδήποτε άλλη χώρα του εξωτερικού οι αρμόδιες αρχές δεν θα τους επέτρεπαν να υβρίζουν και να συκοφαντούν ούτε να δίνουν οδηγίες και να πιέζουν μέσω των εντύπων που διευθύνουν τους αρμόδιους δικαστές για τη διενέργεια συγκεκριμένων ανακριτικών πράξεων και έκδοση αρεστών σε αυτούς αποφάσεων».

Έχει όμως έναν απλό τρόπο να διαπιστώσει ποιοι είναι αυτοί και να τους κατονομάσει: να ζητήσει το σώμα των εφημερίδων -και των τηλεοπτικών εκπομπών- της περιόδου του εισαγγελικού ελέγχου στους -κατονομαζόμενους από νόμιμους μάρτυρες και όχι «κουκουλοφόρους- εμπλεκομένους στο σκάνδαλο Novartis».

Η απαξία για όσους «επισκέπτονται στα γραφεία τους εισαγγελείς», είναι ακύρωση δικαιώματος που ασκείται νομίμως. Και η κρίση του ότι «τους πιέζουν και τους απειλούν» δεν προκύπτει από πουθενά, ούτε κάποιος εισαγγελέας έκανε σχετική καταγγελία. Εξάλλου έχει την εξουσία να εφαρμόσει τον νόμο επί τόπου.

Η επίκληση στην αναγκαία διαλεύκανση υποθέσεων δεν συνιστά «απειλή» στον εισαγγελέα. Εκτός αν ο ίδιος ο κ. Ντογιάκος εξέλαβε έτσι, την επίσκεψη του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης στο γραφείο του.

Τέλος είχε δίκιο ότι η Δικαιοσύνη είναι απλώς υποχρεωμένη να κινείται «με οδηγό πάντοτε τις διατάξεις που η Βουλή των Ελλήνων θεσπίζει». Το πρόβλημα είναι ότι δεν το κάνουν πάντα. Αλλιώς το Δικαστικό Συμβούλιο Πρωτοδικών δεν θα έκανε 2,5 χρόνια να εκδώσει βούλευμα για την ποινική δίωξη Λοβέρδου.

Με την παρέμβασή του ο Ισίδωρος Ντογιάκος μάλλον έβλαψε τον εαυτό του, τον ρόλο του και την κατοχυρωμένη από το Σύνταγμα ανεξαρτησία του δικαστικοί λειτουργού. Είναι έμπειρος ώστε να ξέρει ότι ιδίως ο πρώτος εισαγγελικός λειτουργός της χώρας, δεν αρκεί να είναι ανεξάρτητος, αλλά πρέπει να φαίνεται κιόλας.

ΑΠΟ ΤΟ IEIDISEIS.GR