Συμπέρασμα από το debate: O Μητσοτάκης ήταν χειρότερος από τον Μητσοτάκη

Γράφει ο Γιώργος Λακόπουλος

Δεν υπάρχει λόγος να μπουν στον κόπο κάποιοι δημοσκόποι. Ξέρουμε: στο debate κατατροπώθηκε ο Τσίπρας, νίκησε ο Μητσοτάκης και δεν κρατιούνται οι ψηφοφόροι να το ξανακάνουν Κυβερνήτη τους.

Ήταν βραδιά της μιας ερώτησης. Την έκανε η Ράνια Τζίμα στον Κυριάκο Μητσοτάκη: γιατί εκτός από τον Ανδρουλάκη παρακολουθούσε τον Φλώρο και τον Χατζηδάκη;

Πρώτα απάντησε ότι στις υποκλοπές τα πήγε καλά, εξ ίσου με τις πολεοδομικές παραβάσεις στη Μύκονο! Αλλά στη συνέχεια έχασε τον έλεγχο και άρχισε να … δίνει τον εαυτό του. Προφανώς υπό την πίεση της αίσθησης ότι, αυτή τη φορά, δεν είχε τρόπο να κηρύξει τη λήξη της συζήτησης και να φύγει-όπως έκανε στη Βουλή, όταν του υπέβαλε την ίδια ερώτηση ο Τσίπρας.

Πρακτικά ο Μητσοτάκης, ηττήθηκε από τη δημοσιογράφο με την οποία δεν ήθελε να συζητήσει στο Mega, αλλά τη βρήκε μπροστά του στην ΕΡΤ – ενώ το κανάλι της… δεν μετέδιδε το debate- και του «έκλεισε το σπίτι», καθώς σ ένα βαθμό και οι υπόλοιποι προσαρμόσθηκαν στην πήχη που έβαλε.

Η συνολική εικόνα του απερχόμενου Πρωθυπουργού ήταν αξιοθρήνητη- ειδικά στις υποκλοπές. Έμοιαζε με αυτόν που ήξερε τις απαντήσεις, αλλά του άλλαξαν τις ερωτήσεις και πατούσε τα κορδόνια του. Εν τη ρύμη του λόγου του παραδέχθηκε το σκάνδαλο, ομολόγησε ότι ψευδολογούσε με τις δικαιολογίες για την παρακολούθηση Ανδρουλάκη και βρήκε – με εμφανές κενό νοήματος στο λόγο του- χωρίς … λόγο τις παρακολουθήσεις Φλώρου και Χατζηδάκη. Δεν είναι βέβαιο ότι ήξερε τι έλεγε με τη φράση: «Οι εξηγήσεις που δόθηκαν για αυτές τις παρακολουθήσεις δεν ήταν επαρκείς».

Από ποιόν, σε ποιόν δόθηκαν; Αν δεν ήταν «επαρκείς» για τον υπουργό του και τον ΑΓΕΕΘΑ, γιατί τις κατάπιαν; Ή γιατί δεν βρίσκονται στο εδώλιο ήδη, ο Κοντολέων και ο Δημητριάδης; Ή και ο ίδιος, που έλεγε ότι η παρακολούθηση Ανδρουλάκη, που τώρα είναι καθ΄ ομολογία του, «σκάνδαλο» και «σκιά»- πριν ήταν «νόμιμη, αλλά πολιτικά λάθος»;

Πώς ξέρει ότι ο τότε ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ, δεν ήταν ύποπτος και «δεν έπρεπε ποτέ να βρίσκεται υπό καθεστώς παρακολούθησης», ενώ ο ίδιος έλεγε στη Βουλή ότι «δεν ξέρει επειδή δεν πρέπει να ξέρει»;

Αν δεν τον ρωτούσαν δεν θα έλεγε ποτέ ότι «ο κ. Ανδρουλάκης δεν αποτελεί κανέναν απολύτως κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια της χώρας» και θα το άφηνε να πλανάται;

Βατερλό! Ο Μητσοτάκης στον debate, σε ότι αφορά τις παρακολουθήσεις κατηγορούσε ευθέως τον… Μητσοτάκη. Ενοχοποιούσε τον εαυτό του, για όσα τον είχε αθωώσει προηγουμένως.

Πως μπορεί να διεκδικεί την παραμονή του στο αξίωμά του, ένας Πρωθυπουργός που ερωτάται για τα πιο σοβαρά θέματα της θητείας του και είτε δεν απαντάει, είτε λέει ψέματα, είτε δεν ξέρει τι λέει;

Στην αρχή έδειχνε ότι πήγε στο debate με την άνεση ότι στο δημοσιογραφικό πάνελ βρίσκονται οι σύζυγοι του ανεψιού του και ενός βουλευτή του. Παρότι ανάμεσα στις 36 φορές που ρωτήθηκε υπήρχαν και πάσες, διαψεύσθηκε. Οπότε αποσταθεροποιήθηκε και έδειξε ότι από την πολιτική φύση του κινείται ανάμεσα στο ψέμα και την αδυναμία να μιλήσει καταληπτά – κάνοντας και γκάφες.

Η παρουσία του ήταν διάσπαρτη με ψευδολογίες. Πχ ότι τάχα «οι αγορές εξοπλισμών είχαν την έγκριση του επιτελείου άμυνας» και ότι υπάρχει «προστιθέμενη αξία» στις φρεγάτες. Για τις οποίες πήγε να κάνει το συνηθισμένο τρικ με τις φωτογραφίες- αλλά μάλλον κάποιος του σφύριξε ότι δεν βγαίνει και δεν το επανέλαβε. Ή ότι «δώσαμε επιδόματα από φορολογία στους παρόχους ενέργειας» -κρύβοντας τον υπερδανεισμό.
Παραπλανούσε λέγοντας ότι «κατά τον Economist η Δημοκρατία μας έχει κάνει σημαντική πρόοδο τον τελευταίο χρόνο, παρά το σκάνδαλο των υποκλοπών» – όταν το αντίθετο προέκυπτε, και από όσα έλεγε ο ίδιος: το αντίθετο της προόδου βρίσκονταν στην εκ μέρους παράδοση του σκανδάλου- στο οποίο αναφέρθηκε σαν να μιλούσε για αγορανομική παράβαση.

Προκαλούσε μειδίαμα η αναφορά του στον «όραμα του» για το ΕΣΥ, που ήδη συνειδητά κατεδάφισε και η υπόσχεση για επέκταση του Μarket pass, και στο δεύτερο εξάμηνο του 2023, ενώ ταυτόχρονα έλεγε ότι ο πληθωρισμός θα πέσει και η ακρίβεια στα τρόφιμα θα μειωθεί. Άλλα αντ άλλων.

Στα εξωτερικά έλεγε «η ισορροπία στο Κογκρέσο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας έχει γείρει υπέρ μας» και με την Τουρκία «είμαι πάντα έτοιμος να συζητήσω για τη μία διαφορά έχουμε, την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών»-όταν ως τώρα μιλούσε σε «διαφορές». Πάλι τον διέψευσε η αναφορά του σε «ζώνες».

Σε κάθε περίπτωση πέρασε μια δύσκολη βραδιά. Με αντιφάσεις, αυτοδιαψεύσεις και παραπλανήσεις, περιμένοντας να … τέλειωσε ο χρόνος που είχε στη διάθεσή του και το μαρτύριο. Πιο καλές είναι οι συζητήσεις με τον Ντάλτον στον Θεσσαλικό κάμπο και στο στούντιο ενός συγκεκριμένου καναλιού, που έχει ωραία σκονάκια….

Η επιβεβαίωση του Τσίπρα και διαγκωνισμός Ανδρουλάκη – Βελόπουλου για την τρίτη θέση

Ακριβώς δίπλα του, ο Αλέξης Τσίπρας έδειξε ότι δικαίως διεκδικεί την πρώτη θέση στις εκλογές. Ήταν στοχευμένος και πειστικός, μιλούσε με άνεση και έδινε καθαρές απαντήσεις, επιχρωματίζοντας πολιτικά τη θεματολογία, από τη σκοπιά της Δημοκρατικής παράταξης. .

Στο τέλος πήρε όσα μπορούσε να πάρει από μια τέτοια διαδικασία. Επιβεβαίωσε ότι είναι ο πιο συγκροτημένος πολιτικός αρχηγός, έχει επικοινωνιακό χάρισμα, ξέρει τι λέει για την ουσία και βρίσκει επαφή με το ακροατήριό του.

Από εκεί και κάτω, αν από το debate μπορούσε να οριστεί και η σειρά κατάταξης στις εκλογές , τότε μετά την πρώτη θέση του Τσίπρα και τη δεύτερη του Μητσοτάκη – που στο debate κατατάσσεται…τελευταίος- η τρίτη θέση κρίνεται ανάμεσα στον Ν. Ανδρουλάκη – που την έχει δημοσκοπικά- και στον Κυρ. Βελόπουλο, που έδειξε ότι ξέρει πώς να τη διεκδικήσει.

Ο …ιδιοκτήτης της «Ελληνικής Λύσης» έδειχνε ότι ξέρει σε ποιους ψηφοφόρους στοχεύει και ότι στο ακροατήριό του προστίθεται και το κοινό του Κασιδιάρη και της Χρυσής Αυγής. Προσέγγισε το κοινό του με απλοϊκό λόγο και μείγμα ακροδεξιάς ρητορείας, εθνικισμού, ομοφοβίας – όπως την επέδειξε την προηγουμένη ο Σαμαράς- αλλά και μεγαλομανιακές κυβερνητικές εξαγγελίες.

Στο τελευταίο, του έμοιαζε και ο Ανδρουλάκης, που έδειξε ότι δεν μπορεί να σταθεί ανάμεσα στους «μεγάλους» . Εμφανίσθηκε υπολειπόμενος σε πολλά-σε όλα, ειδικά απέναντι τον Τσίπρα, ο οποίος τον αντιμετώπισε με συγκατάβαση. Παρά τις διατεταγμένες επιθέσεις που δέχθηκε αναίτια από τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ.

Ο Ανδρουλάκης ήταν στο debate ότι είναι και στην «πραγματικά πολιτική». Απαντήσεις εκτός θέματος περιαυτολογία, παρωδία ίσων αποστάσεων, κυβερνητισμός του αέρα, αλλά και προσεκτική στάση απέναντι Μητσοτάκη– σε όσα τον καίνε. Η φράση του « στόχος μου είναι να πάνε στη φυλακή» για τις παρακολουθήσεις «σε βάρος εμού και άλλων πολιτών» έτεινε να δημιουργήσει αίσθηση.

Αλλά στη συνέχεια προέκυψε ότι εννοούσε το …«παρακράτος». Ενώ η παρακολούθηση του έγινε από το…κράτος. Πιο κράτος δεν γίνεται: ήταν η κρατική αντικατασκοπεία με πολιτικό προϊστάμενο τον Πρωθυπουργό -που δεν παρακολουθούσε «πολίτες», όπως είπε αλλά κυρίως πολιτικούς και στρατιωτικούς- με ονόματα και διευθύνσεις. Αλλά ο Ανδρουλάκης θύμισε τον Οικονόμου, όταν μιλούσε για …«ρυπαρά δίκτυα», ίσως….φιλοσυριζαίικα.

Εκτός από την αυτοαναφορικότητα και τον μικρομεγαλισμό, ανάμεσα σε «προγραμματικές» αοριστολογίες, δεν έλειψε η ελαφρότητα. Όταν μίλησε για «άρση του βέτο» στην Ευρωπαϊκή Ένωση -ώστε «να καταδικαστεί η Τουρκία» – όταν δήλωσε «εμπιστοσύνη» στη Δικαιοσύνη, χωρίς ντογιάκειους αστερίσκους και όταν εξίσωσε το ανοσιούργημα των παρακολουθήσεων με την …καταδίκη του Ν. Παππά, που «κοσμεί τα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ».

Όπως δεν έλειψε η συμπλεγματική συμπεριφορά απέναντι τον Τσίπρα, που κορυφώθηκε με τη χοντράδα της τελευταίας στιγμής- για τον «σύντροφο» που του θύμισε τον «βενζινά που έβαλε διοικητή νοσοκομείου στη Σαντορίνη».

Για τον Κουτσούμπα και τον Βαρουφάκη το debate ήταν ευκαιρία να βελτιώσουν τη εικόνα τους σε εθνικό ακροατήριο, αλλά δεν τα κατάφεραν.

Σε ό,τι αφορά τη δημοσιογραφία, που οδηγήθηκε ως πρόβατο επί σφαγή σε μια συζήτηση «στενό -κορσέ», κατά τον δημοσιογραφικό χαρακτηρισμό, δεν ήταν ασφαλώς επιπέδου…Έκθεσης Θεσσαλονίκης: υποβλήθηκαν και αρκετές εύστοχες ερωτήσεις.

Αλλά σε γενικές γραμμές, υπήρχε τακτ απέναντι στον Μητσοτάκη – και μερική υιοθέτηση της γραμμής του για μετατόπισή της συζήτησης στην προηγουμένη κυβέρνηση Τσιπρα, σαν να μην είχε κριθεί το 2019. Ενώ ήταν πρώτη φορά στην λήγουσα τετραετία που δημοσιογράφοι μπορούν να κολλήσουν τον Πρωθυπουργό της στον τοίχο, του υποβλήθηκαν ερωτήσεις που περιείχαν την απάντηση– και δεν υπήρξε πίεση όταν ούτε καν την έδινε .

Την πιο χαρακτηριστική «αδράνεια» αποκάλυψε η συνήθης ύποπτη Ράνια Τζίμα: η παρότρυνσή της – επί του πάνελ- να τον στριμώξουν, όταν ήλθε η συζήτηση στη φυλακή για τις υποκλοπές, αγνοήθηκε -με την συνδρομή και του συντονιστή, με επίκληση, δια του βλέμματος, στη Διακομματική.

Κατά τα λοιπά, το debate, ήταν «τρεις ώρες, χωρίς νόημα» και το μόνο ασφαλές συμπέρασμα ήταν ότι ο Μητσοτάκης ήταν χειρότερος από τον Μητσοτάκη. Για αυτό όποιος θέλει μπορεί να στοιχηματίσει: δεν πρόκειται να πάει στο τετ α τετ με τον Τσίπρα στις δεύτερες εκλογές, όπως δεσμεύθηκε.

Εκτός αν το είπε γιατί υποψιάζεται ότι δεν θα υπάρξουν δεύτερες εκλογές. Ή ότι… δεν θα μετέχει ο ίδιος, ως επικεφαλής της ΝΔ.

ΥΓ. Δεν υπάρχει λόγος να μπουν στον κόπο κάποιοι δημοσκόποι. Ξέρουμε: στο debate κατατροπώθηκε ο Τσίπρας, νίκησε ο Μητσοτακης και δεν κρατιούνται οι ψηφοφόροι να το ξανακάνουν Κυβερνήτη τους..

ΑΠΟ ΤΟ IEIDISEIS.GR