Σωτ. Τσιόδρας: Εξαίρεση

Του Γ. Λακόπουλου

Αυτό που ζούμε έχει πλευρές πρωτοφανείς. Μια από αυτές είναι η πολιτική του διαχείριση.  Ο φόβος είναι μήπως στο τέλος κάνει μεγαλύτερη ζημιά από τον ιό.

Ο ιός είναι επιθετικός και η ταχύτητα μετάδοσης πληροφορίας που έφερε η παγκοσμιοποίηση τροφοδότησε τον πανικό.

Η επιστήμη πιάστηκε στον  ύπνο: όχι τυχαία.

Οι φαρμακευτικές εταιρίες και τα κράτη επένδυαν στην παραγωγή «εύκολων» και κερδοφόρων φαρμάκων και ακόμη πιο κερδοφόρων καλλυντικών.

Η επενδυτική ολιγωρία έκανε την επιδημία μη αντιμετωπίσιμη άμεσα. Όπως η τάση ιδιωτικοποίησης της υγείας άφησε τις κοινωνίες απροστάτευτες.

Στην αρχή οι κυβερνήσεις- και τα συμφέροντα που συνδέονται με την υγεία- προσπάθησαν να υποβαθμίσουν το πρόβλημα προτάσσοντας μια ετοιμότητα που δεν είχαν.

«Το υποεκτιμήσαμε» είπε εκ μέρους τους η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.

Για να αποφύγουν την κατάρρευση των συστημάτων υγείας -του δημοσίου φυσικά-  λόγω υπερφόρτωσης,  επιβάλλουν μέτρα κατανομής των κρουσμάτων σε βάθος χρόνου- δια των περιορισμών που αναχαιτίζουν την μετάδοση.

Εκεί που έφτασαν καλά κάνουν.  Ο άνθρωποι πρέπει να μείνουν στα σπίτια τους. Για να προσβληθούν όσο το δυνατόν λιγότεροι και να πεθάνουν επίσης λιγότεροι.

Αλλά και πάλι οι πολιτικές ηγεσίες -με συνδρομή των ΜΜΕ που κινήθηκαν συχνά ανάμεσα στον εντυπωσιασμό και την παραπληροφόρηση – έπεσαν το λάκκο που είχαν ήδη ανοίξει: έσπειραν το πανικό σε μεγαλύτερη ένταση από τη διασπορά του ιού.

Σε αναντιστοιχία με το κόστος σε ανθρώπινες ζωές -που, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, κινείται σχετικά χαμηλά. Ο ιος δεν σκοτώνει τον γενικό πληθυσμό

Εν τω μεταξύ όμως άρχισε η καταστροφή της οικονομίας- για το κόστος της οποίας δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη ίσης κατανομής.

Ούτε θα υπάρξει. Πάλι οι ίδιοι θα πληρώνουν τα σπασμένα.

Οι κυβερνήσεις – και η ελληνική  φυσικά- είναι υπόλογες.

Πρώτον, γιατί είχαν το χρόνο πριν βγει ο ιός από την  Κίνα να προετοιμαστούν και δεν το έκαναν.

Δεύτερον, γιατί όταν αντέδρασαν δεν είπαν την αλήθεια: ο ιός δεν σκοτώνει  περισσότερο από άλλες περιπτώσεις:

Αν δει κανείς την γεωγραφία του,  διαπιστώνει στην αντίφαση με τον πανικό. Λιγότερα από 200.000 κρούσματα στον πλανήτη- στη συντριπτική τους πλειοψηφία στην Κίνα και την Ιταλία.

Αυτές οι χώρες έχουν και την πλειοψηφία των 8.000 θανάτων παγκοσμίως ως τώρα. 

Στη μεγάλη πλειοψηφία τους οι χώρες μετρούν τους νεκρούς τους – κυρίως υπερήλικους- σε δεκάδες. Σε πληθυσμούς δεκάδων εκατομμυρίων.

Ακόμη και αν δεχθούμε ότι ως την ύφεση της επιδημίας αυτοί οι αριθμοί θα τριπλασιαστούν, η ζημιά που έφεραν στις οικονομίες οι πανικόβλητοι χειρισμοί είναι δραματικά αναντίστοιχοι.

Θα μπορούσε να περιοριστεί αν οι κυβερνήσεις  είχαν δράσει εξ εξ αρχής. Αν έλεγαν τη αλήθεια. Αν επέβαλαν στις επιχειρήσεις να επωμισθούν το κόστος της μερικής λειτουργίας τους.

Αν δεν κατέφευγαν την «εύκολη» διέξοδο  της  τηλεργασίας -που ευτυχώς δεν παίρνει ιδιαίτερα μαζική  μορφή γιατί θα κατέρρεαν τα σύστημα και η ζημιά θα μεγάλωνε.

Από όλα αυτά προκύπτει ότι πολιτικοί, εταιρίες, μιντιάρχες και άλλοι επιτήδειοι  -όπως και ευκαιριοθήρες πάσης ειδικότητας- προσπάθησαν να κάνουν παιχνίδια με τον ιό. Γι’ αυτούς δεν μπορεί να υπάρξει ο έπαινος  που επιδιώκουν.

Αντίθετα τον έπαινο δικαιούνται όσοι έμειναν ψύχραιμα στην πραγματική ενημέρωση και σήκωσαν τον σταυρό του μαρτυρίου τους στην επιστημονική μάχη με τη νόσο.

Στα καθ’ ημάς στην κορυφή αυτής της πυραμίδας των λαμπρών εξαιρέσεων, βρίσκεται ο γιατρός Σωτήρης Τσιόδρας.