Τι μοντέλο δείχνουμε στην Κίνα;

Του Fred Hiatt (*)

Η Κίνα μπορεί να είναι κοντά στο να πετύχει κάτι που δεν είχε δοκιμαστεί ποτέ στην ιστορία, έγραψε την περασμένη εβδομάδα ο καθηγητής Νίκολας Εμπερσταντ. Το δημιούργημα αυτό είναι ο «ολοκληρωτισμός της αγοράς».

Καμιά χώρα δεν έχει πετύχει ποτέ επιχειρηματική ευημερία ενώ την ίδια στιγμή αρνείται στον λαό της την πολιτική ελευθερία. Και υπάρχουν σημαντικοί λόγοι γι’αυτό – ή έτσι νομίζαμε.

Ενας δικτάτορας όπως ο Μάο Τσετούνγκ μπορεί με τη βοήθεια ωμής βίας να μετατρέψει τη χώρα του από φτωχή αγροτική σε προβιομηχανική. Οι επενδυτές όμως έχουν ανάγκη από ένα προβλέψιμο κράτος δικαίου. Οι καπιταλιστές εξαρτώνται από την ελεύθερη ροή πληροφοριών. Η καινοτομία απορρέει από σχολεία που ενθαρρύνουν τη δημιουργικότητα και τη συζήτηση. Και η επιτυχία δημιουργεί ζήτηση για περισσότερη ελευθερία: όσο οι άνθρωποι εντάσσονται στη μεσαία τάξη, διεκδικούν μεγαλύτερο λόγο για τη διακυβέρνησή τους.

Ετσι τουλάχιστον συνέβαινε ως τώρα. Μια εξαίρεση ήταν η Σιγκαπούρη, αυτή όμως είναι μια μικρή πόλη-κράτος που, επιπλέον, ήταν πολιτικά πιο ελεύθερη όσο αναπτυσσόταν απ’ό,τι είναι σήμερα η Κίνα.

Μπορεί η Κίνα να διαψεύσει αυτόν τον κανόνα; Αυτό ήταν το κεντρικό ερώτημα σε ένα πρόσφατο φόρουμ του Hoover Institutionπου συγκάλεσε ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Τζορτζ Σουλτς και στο οποίο μίλησε, μεταξύ άλλων, ο Εμπερσταντ.

Αν η απάντηση είναι τελικά θετική, ένας από τους λόγους θα έχει να κάνει με το φαινόμενο εκείνο που σχετικά πρόσφατα θεωρήσαμε ότι θα είναι μια μεγάλη δύναμη για την ελευθερία: το Διαδίκτυο.

Πάνω από 730 εκατομμύρια Κινέζοι είναι online και δεν μπορούν ούτε να περιμένουν ούτε να ζητήσουν ιδιωτικότητα για τα προσωπικά τους δεδομένα. Κατά συνέπεια, η Κίνα γνωρίζει περισσότερα για τους πολίτες της – πού βρίσκονται ανά πάσα στιγμή, με ποιον επικοινωνούν, τι τους αρέσει, τι σκέφτονται – από οποιαδήποτε δικτατορία στην ιστορία.

Η κυβέρνηση σκοπεύει να χρησιμοποιήσει αυτές τις πληροφορίες για να κατατάξει τους πολίτες ανάλογα με τη νομιμοφροσύνη τους και την κοινωνική τους χρησιμότητα, και να τους ανταμείβει ή να τους τιμωρεί αναλόγως.

Όπως επισήμανε όμως στο ίδιο φόρουμ η Μαρία Ρεπνίκοβα από το Georgia State University, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας δεν χρησιμοποιεί την τεχνολογία μόνο για έλεγχο. Στο πλαίσιο ενός συστήματος το οποίο αποκαλεί «ευαίσθητο αυταρχισμό», το κόμμα απασχολεί χιλιάδες ανθρώπους για να αξιολογούν διαρκώς τα πράγματα που ικανοποιούν και δυσαρεστούν τους πολίτες.

Τοπικοί αξιωματούχοι δημιουργούν δημόσιες ιστοσελίδες για να δίνουν την ευκαιρία στους πολίτες να εκτονώνονται – παρόλο που τα παράπονα για την εθνική ηγεσία ή το ίδιο το κόμμα δεν επιτρέπονται. Οι αξιωματούχοι χρησιμοποιούν με τη σειρά τους αυτά που μαθαίνουν για να ανταποκριθούν στα μελήματα των πολιτών, δημιουργώντας μια νέα προπαγανδιστική γλώσσα.

Η απόλυτη γνώση ενδέχεται επίσης να επιτρέπει ένα πιο στοχευμένο είδος λογοκρισίας. Οι κινέζοι κομμουνιστές μπορούν να σταματήσουν εν τη γενέσει της οποιαδήποτε συζήτηση για την πλατεία Τιαν Ανμέν, ας πούμε, ή για την Ταϊβάν, και την ίδια στιγμή να επιτρέπουν την ελεύθερη ανταλλαγή απόψεων μεταξύ επιστημόνων, μηχανικών και επιχειρηματιών, που αποτελεί τη ζωογόνο δύναμη του καπιταλισμού.

Τίποτα από αυτά δεν σημαίνει ότι ο ολοκληρωτισμός της αγοράς θα επιτύχει. Αν το κόμμα έχει πρωτοφανή πλεονεκτήματα, βρίσκεται επίσης αντιμέτωπο και με πρωτοφανείς δυσκολίες.

Μία από αυτές είναι αποτέλεσμα της πολιτικής του ενός παιδιού. Η χώρα είναι παγιδευμένη σε έναν δημογραφικό δρόμο που εγγυάται πολύ λιγότερους ανθρώπους σε ηλικία εργασίας και πολύ περισσότερους ηλικιωμένους που χρειάζονται υποστήριξη. Σύμφωνα με τον Εμπερσταντ, η Κίνα θα έχει το 2040 διακόσια πενήντα εκατομμύρια περισσότερους πολίτες άνω των 50 σε σχέση με σήμερα και διακόσια πενήντα εκατομμύρια λιγότερους κάτω των 50. Η Κίνα θα είναι μια ηλικιωμένη χώρα πριν να γίνει πλούσια.

Η τεχνολογία δεν καθιστά όμως ούτε λιγότερο εύθραυστες τις δικτατορίες. Καθώς ο Σι Τζινπίνγκ εδραιώνει την εξουσία του με μαζικές διώξεις, αυξάνει τον κίνδυνο να λάβει κακές αποφάσεις έχοντας αφαιρέσει τους διορθωτικούς μηχανισμούς. Η βίαιη καταστολή εναντίον των εθνοτικών μειονοτήτων στη Σιντζιάνγκ – πάνω από ένα εκατομμύριο είναι κλεισμένοι σήμερα σε στρατόπεδα «επανεκπαίδευσης» – είναι μια πολιτική που δεν μπορεί να συνεχιστεί για καιρό.

Όπως επισήμανε ένας άλλος ομιλητής στο φόρουμ, η πορεία από την εκβιομηχάνιση στη δημοκρατία κράτησε 40 χρόνια σε πολλές ασιατικές χώρες. Το «θαύμα» της Κίνας έχει ηλικία μόνο ενός τετάρτου του αιώνα. Ισως λοιπόν η ώρα της κρίσης για τους δικτάτορες να μην έχει φτάσει ακόμη.

Aν είναι έτσι, υπάρχει ένας κρίσιμος παράγων που δεν έχει σχέση με την Κίνα: το κατά πόσον οι δυτικές δημοκρατίες προσφέρουν ένα καλύτερο μοντέλο. Οι ηγέτες της Κίνας εξεπλάγησαν από την οικονομική κατάρρευση των ΗΠΑ το 2008 και εξεπλάγησαν ξανά από την εκλογή ενός τόσο ακατάλληλου προέδρου το 2016. Παρατηρούν την ανικανότητα της δημοκρατίας μας να υπηρετήσει τα συμφέροντά της, είτε πρόκειται για τη μετανάστευση είτε για τις υποδομές ή την εκπαίδευση.

Δεν μπορούμε να κάνουμε πολλά για να επηρεάσουμε τον ολοκληρωτισμό της αγοράς στο εσωτερικό της Κίνας. Αποκαθιστώντας όμως τη λειτουργία της δημοκρατίας στη Δύση, μπορούμε να δείξουμε στον κινεζικό λαό – αν βέβαια του επιτραπεί να πληροφορηθεί γι’αυτά που συμβαίνουν στον κόσμο – ότι η ελευθερία και η ευημερία πάνε θαυμάσια μαζί.

(*) Ο Φρεντ Χάιατ είναι αρθρογράφος της Washington Post

(Πηγή: Washington Post-ΑΠΕ ΜΠΕ)