Το ερώτημα των εκλογών είναι αν η “δημοκρατική παράταξη”, ενώ έχει την πλειοψηφία, θα επιτρέψει κυβέρνηση από μια δεξιά μειοψηφία

Του Νίκου Λακόπουλου

Με τις δημοσκοπήσεις να εμφανίζουν την Νέα Δημοκρατία κάτω από 30% το ενδεχόμενο να είναι το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα ήδη πρώτο είναι πολύ πιθανό, αλλά θεωρείται απίθανο.

Ωστόσο ορισμένες δημοσκοπήσεις σπεύδουν να κατανείμουν τους αναποφάσιστους αναλογικά και ξαφνικά η Νέα Δημοκρατία βρίσκεται με ποσοστά 33-34% που σημαίνει ότι στις δεύτερες εκλογές μπορεί να κάλλιστα να εξασφαλίσει ποσοστά αυτοδυναμίας.

Πρόκειται για μαγική εικόνα αφού τελικά το κόμμα του Μητσοτάκη εμφανίζεται σε συνεχή πτώση, αλλά τελικά θα χάσει μόνο ένα μικρό ποσοστό γύρω στο 2%, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα εξασφαλίσει τα ποσοστά που πήρε στις προηγούμενες εκλογές.

Η βασική υπόθεση για ένα τέτοιο σενάριο είναι πως είναι αδύνατο στις εκλογές με την απλή αναλογική να σχηματισθεί κυβέρνηση ακόμα και συμμαχική από την Νέα Δημοκρατία ή τον ΣΥΡΙΖΑ- ΠΣ.

Ο όρος που θέτει ο Νίκος Ανδρουλάκης να μην είναι πρωθυπουργός ούτε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ούτε ο Αλέξης Τσίπρας για να συνεργαστεί σε μια τέτοια κυβέρνηση προεξοφλεί πως η προσφυγή σε νέες εκλογές είναι αναπόφευκτη.

Το ενδιαφέρον είναι πως αν ένα από τα δύο μεγαλύτερα κόμματα καταφέρει στις εκλογές με απλή αναλογική να εξασφαλίσει ένα ποσοστό 34-35% και μπορεί να εξασφαλίσει αυτοδύναμία στις εκλογές με το μπόνους είναι πως δεν θα χρειάζεται πλέον τις έδρες του ΠΑΣΟΚ.

Αν ο ΣΥΡΙΖΑ δηλαδή είναι πρώτο κόμμα και δεν σχηματίσει κυβέρνηση με το ΠΑΣΟΚ στις εκλογές της 21ης Μαϊου έχει κάθε λόγο να πάει σε νέες εκλογές για να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση- νικητών και όχι «ηττημένων».

Οι τρίτες εκλογές είναι αναπόφευκτες

Ωστόσο σε κάθε περίπτωση όμως η κυβέρνηση αυτή θα είναι μια κυβέρνηση ασθενική ή θνησιγενής -είτε έρθει η ΝΔ πρώτο κόμμα, είτε ο ΣΥΡΙΖΑ. Οι τρίτες εκλογές είναι δηλαδή αναπόφευκτες, αλλά μπορεί να καθυστερήσουν λίγο και να γίνουν το… 2024 -μαζί με τις ευρωεκλογές.

Η κρίσιμη στιγμή όταν η Πρόεδρος Δημοκρατίας μετά τις εκλογές παρέχει διερευνητικές εντολές στα τρία κόμματα φαίνεται να είναι όταν ο Νίκος Ανδρουλάκης πάρει την τρίτη εντολή και την παραδώσει χωρίς να πετύχει τον σχηματισμό κυβέρνησης με τους όρους που θέτει.

Ο ίδιος ο Ανδρουλάκης έχει θεωρήσει αποτυχία ένα ποσοστό κάτω από 10% και το ενδιαφέρον είναι τι θα συμβεί στο κόμμα του, αν δεν καταφέρει να πιάσει το όριο του 12%-ανάμεσα στις δύο εκλογές.

Οι εκλογές αυτές είναι κρίσιμες όχι μόνο για το μέλλον του σημερινού πρωθυπουργού, αλλά και το μέλλον του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ είτε συνεργασθεί με κάποιο από τα δύο κόμματα είτε δεν συνεργασθεί και επιλέξει να μείνει στη “γωνία του” -όπως έχει προαναγγείλει ο αρχηγός του.

Ο σχηματισμός νέας κυβέρνησης από τον Μητσοτάκη περνάει από την διάλυση του ΠΑΣΟΚ και της Ελληνικής Λύσης και προϋποθέτει το να μην κατέβει το κόμμα Κασιδιάρη στις εκλογές.

Το άλλο ερώτημα είναι τι θα κάνει ο σημερινός αρχηγός της Ν΄έας Δημοκρατίας αν χάσει τις εκλογές και βρεθεί κάτω από το 32% που είναι το όριο της ήττας όπως το θέτουν στελέχη της κυβέρνησης.

Οι εκλογές αυτές, πιθανόν ως προεκλογές που θα οδηγήσουν αναπόφευκτα σε δεύτερες και τρίτες -που μπορεί να αργήσουν λίγο- τραβάνε την κουρτίνα σε όλα τα μεγάλα κόμματα και οδηγούν σε ανατροπές ιδιαίτερα για όσους θα είναι ηττημένοι.

Από τις εκλογές της 21ης Μαϊου θα βγουν ενισχυμένοι όπως διαφαίνεται το ΚΚΕ, ο Βελόπουλος και το κόμμα του Βαρουφάκη -συν το κόμμα Κασιδιάρη που μπορεί -ή θα μπορούσε- να μπει στη Βουλή.

Ωστόσο οι επόμενες εκλογές που μπορεί να πάρουν χαρακτήρα δημοψηφίσματος για τον Μητσοτάκη θα συμπιέσουν τα μικρότερα κόμματα και θα ενισχύσουν την Νέα Δημοκρατία και τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.

Αν υπάρξουν αλλεπάλληλες εκλογές οι ψηφοφόροι -ιδαίτερα οι αναποφάσιστοι θα ξεκινήσουν από το σπίτι να ψηφίσουν ένα κόμμα, ΄άλλο θα ψηφίσουν στην πρώτη κάλπη κι άλλο στις επόμενες εκλογές. Μύλος.

Ο μύλος ενός ρευστού πολιτικού σκηνικού

Η διάθεση όπως φαίνεται από την οργή είναι να τιμωρήσουν τα τρία μεγαλύτερα κόμματα, αλλά περισσότερο ένα-δύο από αυτά. Που σημαίνει πως το ενδιαφέρον στις εκλογές δεν είναι πόσα κόμματα θα πάνε σ’΄ αυτές, αλλά πώς και πόσα θα βγουν από αυτές.

Η πτώση της δημοτικότητας του Κυριάκου Μητσοτάκη κάνει το δίλημμα «Μητσοτάκης ή Τσίπρας» να μην λειτουργεί αφού ο Αλέξης Τσίπρας δεν μπαίνει σ’ αυτή την αναμέτρηση και επιδιώκει μια κυβέρνηση συνεργασίας -βασικά με το ΠΑΣΟΚ- κι όχι μια αυτοδύναμη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.

Οι επόμενες εκλογές θα είναι κατά κάποιο τρόπο ιδρυτικές για ένα νέο πολιτικό σκηνικό με την μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ σε ένα είδος Δημοκρατικού Κόμματος και τη Νέα Δημοκρατία να αναζητά μια νέα ταυτότητα -που δεν της έδωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης.

Η Νέα Δημοκρατία μετά τον Μητσοτάκη θα πρέπει  να διαχειριστεί τις σχέσεις της με την Ακροδεξιά και το περίφημο Κέντρο που εμφανίζεται ως μαγική εικόνα: οι μισοί ψηφοφόροι ανήκουν σε αυτό που, αλλά ψηφίζουν κατά πλειοψηφία άλλα κόμματα.

Από το 2012 ζούμε το φαινόμενο της πολιτικής μετανάστευσης όπου οι ψηφοφόροι ενός άλλοτε ισχυρού κόμματος ψηφίζουν άλλα κόμματα στα οποία δεν ανήκουν και συχνά εμφανίζονται και εξαφανίζονται με ταχύτητα όπως το κόμμα Καμμένου, το Ποτάμι, η ΔΗΜΑΡ και το κόμμα του Λεβέντη.

Πετάξτε τις δημοσκοπήσεις -που καλούν τους πολίτες να «αποφασίσουν» τα αποτελέσματα που έχουν ήδη διαμορφώσει με ερωτήσεις που περιέχουν τις απαντήσεις.

Οι εκλογές αυτές θα επανιδρύσουν τη σχέση των ψηφοφόρων με όλα τα κόμματα καθώς οι πολίτες θα κληθούν να απαντήσουν σε ερωτήματα που αφορούν το παρελθόν, αλλά τελικά θα καθορίσουν το μέλλον των κομμάτων.

Όσα δεν εξαφανιστούν θα κληθούν την επόμενη μέρα να θέσουν το ερώτημα τι είναι, πού ανήκουν και τι πιστεύουν. Η Νέα Δημοκρατία του Μητσοτάκη έχει τελειώσει ακόμα κι αν κερδίσει τις εκλογές. Ο νέος ΣΥΡΙΖΑ θα γίνει περισσότερο αναγκαίος αν χάσει τις εκλογές.

Το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ είναι ήδη τριχοτομημένο και οι ψηφοφόροι του αλλοιθωρίζουν προς τα δεξιά και τα αριστερά και η εμφανής διάθεσή του να μην συμμετέχει σε καμμιά κυβέρνηση μοιάζει με προϋπόθεση να διατηρήσει την ενότητά του.

Το πρώτο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί στις εκλογές είναι αν υπάρχει αυτό που ονομάζεται “δημοκρατική παράταξη” ως αντιδεξιά δύναμη. Και το δεύτερο αν αυτή η ενότητα μπορεί να επιτευχθεί ως συνεργασία δύο- τουλάχιστον- κομμάτων ή από ένα υπερ-κόμμα Αριστεράς- Κεντροαριστεράς.

Οι συσχετισμοί Δεξιάς -Αριστεράς αλλάζουν υπέρ της “δημοκρατικής παράταξης”, ωστόσο το άθροισμα των ποσοστών ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ υπολείπεται από το άθροισμα του παλιού ΠΑΣΟΚ με τον πρόγονο του ΣΥΡΙΖΑ.

Ο μαγικός αριθμός 47% ακούγεται ως προϋπόθεση για την δημιουργία δημοκρατικής κυβέρνησης κι αν δεν επιτευχθεί με κάποιο τρόπο, τότε η “δημοκρατική παράταξη’ θα έχει την πλειοψηφία, αλλά θα επιτρέψει πάλι τον σχηματισμό κυβέρνησης από μια κεντροδεξιά μειοψηφία.