Το σποτ που τίναξε την μπάνκα στον αέρα

Toυ Νίκου Κουλούσιου

Αν έχουν ένα κοινό πολλές από τις κριτικές που ακούστηκαν για το σποτάκι του ΣΥΡΙΖΑ εκ δεξιών και αριστερών του πολιτικού φάσματος, αυτό είναι ότι ήταν κακόγουστο, πολιτικά τρύπιο και ότι στόχευε στους δημοσιογράφους, αντί να τα χώνει στους πραγματικούς οργανοπαίχτες, τα αφεντικά. Θα πρεπε, λένε, να μπει μια διευκρίνηση ότι δεν εννοούν τους δημοσιογράφους, ή όχι όλους τέλος πάντων τους δημοσιογράφους, ενώ άλλοι είπαν πως όταν χρειάζεται να μπει επεξήγηση, τότε χάθηκε το παιχνίδι. Μου φαίνεται πως από παντού χαμένο βγαίνει το σποτ αυτό, πως ότι και να είχε βάλει στο μείγμα, πάλι θα την άκουγε. Συμπέρασμα: Κανένα σποτ δεν φιλοδοξεί να ικανοποιήσει τους πάντες.

Ως προς την αισθητική, αυτό κι αν είναι ανέκδοτο. Το σποτ εκφράζει μόνο την αισθητική του δημιουργού, και κανενός άλλου. Όλοι όσοι το κρίνουν ως εικόνα, εξυπηρετούν απλά το ρητό περί κολοκυθόπιτας. Συμπέρασμα: Η εικόνα χτυπά κατευθείαν στην καρδιά και η ψυχή του καθενός είναι μια άβυσσος.

Το πολιτικό κομμάτι δεν το καταλαβαίνω. Αν εννοούν ότι η πολιτική δεν γίνεται με σποτάκια, τότε θα τους απαντήσει αναλόγως η εποχή που όλοι διανύουμε. Αν εννοούν πως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν δικαιούται να εγείρει ζητήματα για τα οποία στο παρελθόν έχει κατηγορηθεί και ο ίδιος, τότε δυστυχώς στην ελληνική πολιτική σκηνή δεν θα δικαιούνταν να ομιλεί κανείς και για τίποτε.

Όσο για τα θέμα του τσουβαλιάσματος των δημοσιογράφων ή της ανάδειξης του βασικού λειτουργού της διαφθοράς, των ιδιοκτητών ΜΜΕ, η κατηγορία είναι πως το σποτ δεν μοίρασε ισόποσα την ευθύνη της διαπλοκής, αλλά την φόρτωσε στην πλάτη των δημοσιογράφων.

Ένα πετυχημένο τηλεοπτικό σποτ πρέπει να είναι καταρχήν σύντομο, αλλά με τη συντομία του να καταφέρνει να πει πολλά σε πολλαπλά ακροατήρια. Πρέπει να μοιάζει απλό, να είναι εύπεπτο και ταυτόχρονα να προκαλεί διαφορετικές αναγνώσεις, για να γεννήσει τον διάλογο. Επίσης, πρέπει να είναι δυνατό ως εικόνα, άρα η υπερβολή είναι μέσα στα βασικά όπλα ενός πολιτικού επικοινωνιολόγου.

Δε νοείται διαφήμιση χωρίς υπερβολή. Ο καθένας μας καταλαβαίνει πως όλοι οι δημοσιογράφοι δεν τα παίρνουν, όπως ακριβώς είναι κοινή λογική πως τα λεφτά δεν πέφτουν από τον ουρανό ως βροχή. Κάποια πράγματά είναι αυτονόητα, αλλιώς θα έπρεπε να μπει και η διευκρίνιση: Προς ενημέρωση των τηλεθεατών, τα χρήματα που πέφτουν από το ταβάνι του στούντιο δεν είναι αληθινά και η ελληνική πολιτεία δεν διοχετεύει δημόσιο χρήμα ραίνοντας το από ψηλά. Είναι αστείο να ακούγεται από δημοσιογράφους ότι θα έπρεπε να μπει μια λεζάντα που να διευκρινίζει ότι το σποτ δεν αφορά όλους τους δημοσιογράφους. Αν ήταν έτσι, τότε και στο σποτ με τον Καμένο και το δεξί χέρι του μικρού Αλέξη, θα έπρεπε οι Συριζαίοι να ζητήσουν να μπει διευκρίνιση πως όλοι οι αριστεροί δεν είναι κουλοί στο δεξί τους χέρι όπως ο Αλέξης.

Άλλωστε, το σποτ έχει δύο μέρη. Μετά την εικόνα, το σποτ κλείνει με το θέμα στις πραγματικές του διαστάσεις, με το ατόφιο πολιτικό μήνυμα του. Η παρουσιάστρια και η βροχή χρημάτων ήταν απλώς ένα εύρημα. Δεν ευθύνεται το σποτ για το ότι το πρώτο μέρος του τράβηξε όλα τα φώτα. Αυτός είναι ο ρόλος ενός «ευρήματος». Να τραβήξει την προσοχή με το «γκροτέσκο» για να κλείσει με την προσγείωση στην πραγματικότητα του σκανδάλου, η οποία δίνεται με τίτλους στο δεύτερο μέρος. Το εύρημα της παρουσιάστριας και της βροχής ευρώ είναι αναγκάιο και για έναν ακόμη λόγο. Το κοινό δεν έχει δει εικόνες από το πως συναλλάσσονται τα αφεντικά με την κυβέρνηση. Αν εξαιρέσεις την όποια μυθολογία περί αυτού, ο κόσμος δεν έχει αντικρύσει σκηνές από το πως διαδραματίζεται η διαπλοκή των καναλαρχών με το κυβερνητικό επιτελείο. Βλέπει όμως καθημερινά στις οθόνες του το αποτέλεσμα της διαπλοκής, ένα αποτέλεσμα που αποτυπώνεται γλαφυρότατα στην «αγιογραφία» της κυβέρνησης από παρουσιαστές τηλεοπτικών ειδήσεων και δημοσιογράφους που κανονικά θα έπρεπε να ελέγχουν τους κυβερνώντες, ειδικά σε περιόδους κρίσεων και έκτακτης ανάγκης. Αυτό το τηλεοπτικό αποτέλεσμα της διαπλοκής στηλιτεύει και το σποτ. Τι θα έπρεπε να δείχνει το σποτ ως εικόνα στο πρώτο μέρος του, υπουργούς να μπουκώνουν με πενηντάευρα καναλάρχες; Οι βαλίτσες με ευρώ να φεύγουν από το Μαξίμου και να οδεύουν προς το Φάληρο;

Αυτό που δείχνει μια διαφημιστική εικόνα δεν είναι σχεδόν ποτέ η πραγματικότητα ατόφια. Είναι μία πειραγμένη, μία αλλοιωμένη πραγματικότητα, μία υπερπραγματικότητα, που δε νοείται να ερμηνεύεται στην κυριολεξία της. Όσοι το κάνουν, προβάλουν τη δική τους σκοπιμότητα. Η υπερπραγματικότητα αυτή θα πρέπει να πατάει σε εικόνες αναγνωρίσιμες από όλους. Η εικόνα της ξανθής παρουσιάστριας που ευλογάει την κυβέρνηση είναι γνώριμη τοις πάσοι. Η εικόνα ενός καναλάρχη που λαδώνει ένα ΜΜΕ δεν είναι μία εικόνα που πατάει σε κανένα πραγματικό δεδομένο, παρά σε φήμες.

Για την πληγωμένη τιμή των δημοσιογράφων, έχω να πω το εξής. Δεν είναι αρμοδιότητα του ΣΥΡΙΖΑ να προστατέψει το ήθος των δημοσιογράφων. Αυτό είναι αποκλειστικό προνόμιο των ίδιων των λειτουργών της ενημέρωσης και πληροφόρησης. Η προστασία δεν συνίσταται σε μία ανακοίνωση που βγήκε σαν την καλαμιά στον κάμπο της απέραντης σιωπής και συγκατάβασης των δημοσιογραφικών ενώσεων. Πόσοι δημοσιογράφοι υπερασπίστηκαν το λειτούργημα τους, όταν η Ελευθεροτυπία χτυπιόταν/χτυπιέται κάτω σαν το χταπόδι ή όταν το Documento δυσφημίζεται και στραγγαλίζεται με τον πιο αυθαίρετο και κυνικό τρόπο;

Τώρα, το επιχείρημα για αντισημιτισμό είναι απλά τραβηγμένο από τα μαλλιά. Θυμίζει τον τρόπο που αντιδρούν οι Ταλιμπάν σε όσους δυτικούς χρησιμοποιούν το σκίτσο του Μωάμεθ για να να σατιρίσουν την επικαιρότητα. Αφήστε που το σποτ δεν «υπονομεύει» τον Μωυσή, απλά αντί να ονομάσει τον Κυριάκο σωτήρα, χρησιμοποιεί μια λέξη που είχε κυκλοφορήσει ήδη στην πιάτσα και μάλιστα από φιλελεύθερο μέσο. Όσο για την ερμηνεία μερικών, ότι δείχνει πενηνταευρα την ώρα που μιλά για κόστος και για Μωυσή, ότι συνδέοντας δηλαδή τον Μωησύ με την έννοια του χρήματος συμβάλει στον αντισημιτισμό, πρόκειται για μια παγίδα γκαιμπελικής εμπνεύσεως που το το τελευταίο που εξυπηρετεί είναι η προάσπιση των δίκαιων αιτημάτων της εβραϊκής κοινότητας. Η ευθιξία δεν μπορεί να μπορεί κοιτά μονίμως προς τα αριστερά, θα στραβολαιμιάσει.

Τέλος, πολλά ακούστηκαν για το αν ήταν πετυχημένο το σποτ ή όχι. Τα γκάλοπ της AV και της Εφημερίδας των Συντακτών δίνουν συντριπτική πλειοψηφία στο ναι. Ο κόσμος το δέχτηκε. Τώρα οι λοιποί ταγοί των πολιτικών και δημοσιογραφικών ηθών θα το ψειρίζουν εις το διηνεκές, όπως έκαναν και κάνουν με πάμπολλες αμφιλεγόμενες διαφημιστικές καμπάνιες που αγαπήθηκαν και μισήθηκαν εξίσου. Θυμίζω την καμπάνια Benetton και τον πόλεμο από το συντηρητικό κατεστημένο. Θυμίζω την υπερβολή που είχαν οι εικόνες ενός παπά και μιας μοναχής να φιλιούνται στο στόμα, ή οι εικόνες με τα άδεια προφυλακτικά και το μωρό που μόλις είχε βγει από την κοιλιά της μάνας του, με τον ματωμένο ομφάλιο λώρο σε πλήρη διάταξη.

Το σποτ πέτυχε και για έναν ακόμη λόγο. Πριν από αυτό τα κανάλια δεν έδιναν τηλεοπτικό χρόνο στον σκάνδαλο Πέτσα. Με το σποτ, αναγκάστηκαν να αναφερθούν και στο σκάνδαλο με τα 20 εκατομμύρια ευρώ και η κουβέντα άνοιξε προς πολλές κατευθύνσεις. Το τί τροπή πήρε η κουβέντα στις οθόνες ή στα blogs, απέχει πολύ από τον αντίκτυπο που είχε στην κοινωνία, η οποία είναι πλέον υποψιασμένη για το τι πραγματικά συμβαίνει, έχοντας καταπιεί αμέτρητους μικρούς και μεγάλους Μπογδάνους, Πορτοσάλτε, Παπαδημητρίου, Ευαγγελάτους, Φουρθιώτιδες και ουκ ολίγες Τρέμες, Κοσιώνες και Αναγνωστοπούλες.