Του Κώστα Δουζίνα
Κοιτάζοντας πίσω στο 1968, «τα γεγονότα του Μάη», μου προκαλεί εντύπωση μια προφανής αντίφαση. Από τη μια πλευρά, τη δεκαετία του ’60 αυτό που ονομάσαμε «γαλλική σκέψη», η φιλοσοφική σκέψη της Γαλλίας, ήταν προσηλωμένη σε μια μορφή αντι-ανθρωπισμού. Ολα τα σπουδαία ρεύματα στη φιλοσοφική σκέψη ακολουθούν την ίδια κατεύθυνση: οι Μαρξιστές, κυρίως ο Αλτουσέρ και οι σύντροφοί του, ο Μπαλιμπάρ, ο Πουλαντζάς και ο Ρανσιέρ, έπειτα οι Νιτσεϊκοί με τον Ρολάν Μπαρτ και τον Μισέλ Φουκώ, μια βασική παρουσία σε αυτό τον διάλογο, τέλος, οι Φροϋδικοί με τον Λακάν και τους επιγόνους του και, βέβαια, ο Ζακ Ντεριντά με την εκλεκτικιστική του προσέγγιση, που συνδιαλέγεται με όλα τα ρεύματα.
Ολοι επιτίθενται στον ανθρωπισμό, επιδιώκοντας ένα πρόγραμμα που συνοψίζεται εύστοχα από τον Εμανουέλ Λεβινάς: ο ανθρωπισμός δεν τοποθετεί αρκετά υψηλά τον άνθρωπο και ως εκ τούτου πρέπει να επιτεθούμε σε μια κατανόηση του ανθρώπου ως μεταφυσικής αρχής της νεωτερικότητας, ως κέντρου του νοήματος και της αξίας, με πλήρη γνώση και έλεγχο του εαυτού του, κάποιου που ξέρει πλήρως τις ιδέες, τις σκέψεις και τις επιθυμίες του. Ολοι τους υποστηρίζουν ότι ο άνθρωπος ως υποκείμενο δεν έχει πλήρη κατανόηση και έλεγχο των κινήτρων του, ότι προσδιορίζεται και περιορίζεται από κοινωνικές, γλωσσικές και ψυχικές δομές. Με τον πιο συμβολικό τρόπο, ο Φουκώ υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος είναι κατασκεύασμα και το ίχνος του πρόκειται να χαθεί σαν μια φιγούρα στην άμμο.
Υπάρχει, λοιπόν, μια αντίφαση, γιατί ο Μάης του ’68 έγινε αντιληπτός, τόσο τότε όσο και αργότερα, ως μια αναγνώριση της σημασίας και της αξίας του υποκείμενου, ως ένα αντισυστημικό και counter-cultural κίνημα. Μια έκρηξη που βάζει το άτομο στο επίκεντρο της δράσης, της διαμαρτυρίας, της αντίστασης, της πολιτικής ζωής και αντικρούει ακριβώς τέτοιου είδους επιθέσεις στην κεντρική σημασία του ανθρώπου. Ετσι, έχουμε δύο προσεγγίσεις: μια θεωρητική – φιλοσοφική, που αναλύει τις δομές, τους κώδικες, τις γραμματικές και εξηγεί ότι το άτομο και ο λόγος είναι φαινόμενα στην επιφάνεια των βαθιών δομών, και από την άλλη, σε προφανή, αν και ίσως όχι πραγματική αντίφαση, εκείνη την τεράστια αξία και έμφαση που εναποτίθενται στο άτομο.
Αλλά οι αντιφάσεις, οι διαφορετικές και αντικρουόμενες εξηγήσεις βρίσκονται παντού. Τι οδήγησε στον Μάη; Τι συνέβη στη συνέχεια; Ποια είναι η κληρονομιά του ’68; Οσον αφορά στις αιτίες, ο Μάης θεωρείται προφανώς μια εξέγερση της νέας γενιάς και της αντικουλτούρας ενάντια στις αρτηριοσκληρωτικές πανεπιστημιακές δομές της πειθάρχησης και του ελέγχου. Βρισκόμαστε ακόμα στον πρώιμο μετα-αποικιοκρατικό κόσμο και σε όλη τη μητροπολιτική Δύση η πανεπιστημιακή εκπαίδευση είναι συνδεδεμένη με τη δημιουργία μικρών προνομιούχων ελίτ, επιτελείων και αξιωματούχων για τη δημόσια διοίκηση τόσο στο κέντρο όσο και στις αποικίες. Μετά, υπάρχει η άποψη που εξηγεί το 1968 ως επίθεση στο σκληρωτικό πολιτικό σύστημα που καθοδηγείται ακόμη από τα πρόσωπα της μεταπολεμικής Γαλλίας, όπως ο Ντε Γκολ. Ή ως εξέγερση ενάντια σε συγκεκριμένες πλευρές μιας καθολικής συντηρητικής κοινωνίας. Για την κομμουνιστική Αριστερά, φυσικά, ο Μάης αποτελεί μια τυπική πολιτική κρίση, έναν συγκεκριμένο τρόπο εμφάνισης του ταξικού αγώνα σε μια στιγμή που το «πραγματικό» κίνημα βρίσκεται σε υποχώρηση. Πολλές ερμηνείες, καμία από τις οποίες δεν φαίνεται πειστική από μόνη της.
Το ίδιο συμβαίνει με την κατανόηση των συνεπειών την «επόμενη μέρα» του 1968. Αμεση συνέπεια, φυσικά, ήταν η ήττα του κινήματος μετά την αποκατάσταση της τάξης, με τον Ντε Γκολ και την κυβέρνησή του να παραμένουν στην εξουσία. Ομως, αν εξετάσουμε τη μακροπρόθεσμη κληρονομιά, δύο απόψεις ξεχωρίζουν: η πρώτη υποστηρίζει ότι αυτό το είδος εξέγερσης του ατόμου και της νεολαίας ενάντια στην αρτηριοσκληρωτική φύση των θεσμών, της πολιτικής -συμπεριλαμβανομένης της αριστερής- και των πολιτισμικών αξιών της Γαλλίας οδήγησε στις δεκαετίες του 1980 και του 1990 στην άνθηση του ατομισμού, στην εγκατάλειψη του πολιτικού ακτιβισμού, στη στροφή προς τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ηθική, συνολικά σε έναν ορισμένο συντηρητισμό. Αυτή η κίνηση από την εξέγερση στην εξουσία αποτυπώνεται χαρακτηριστικά από το κίνημα των Νέων Φιλοσόφων. Αναδύονται από μια μαρξιστική – μαοϊκή παράδοση και σταδιακά κινούνται προς τον νεο-συντηρητισμό.
Δεν έχουμε, λοιπόν, καμία γενικά αποδεκτή ερμηνεία για το τι οδήγησε στα γεγονότα ή ποιο ήταν το αποτέλεσμά τους. Σ’ αυτό τον βαθμό, ο Μάης του ’68 αποτελεί ίσως ένα καλό παράδειγμα αυτού που ο Χάιντεγκερ, ο Λεφόρ και ο Σαρτρ -και αργότερα ο Μπαντιού- αποκάλεσαν «συμβάν». Κάτι που συμβαίνει ξαφνικά και απρόβλεπτα, αλλά αλλάζει τον ρου της πολιτικής και της ιστορίας. Κάτι που δεν μπορούσε να προβλεφθεί, να προετοιμαστεί από κάποιους ή να αποτραπεί από άλλους, μια και δεν προκύπτει από μια καθαρή αιτιακή αλληλουχία που ορίζει τον χαρακτήρα και την έκβαση, τις συνέπειές του. Κάτι που όμως βιώνεται από τους συμμετέχοντες ως εντελώς νέο, δημιουργικό, φαντασιακό, κάτι που βγαίνει από αυτά που γίνονταν πριν, αλλά είναι και κάπως ασύνδετο μ’ αυτά. Κάτι οι επιδράσεις του οποίου δεν είναι αρκετά σαφείς ώστε να ερμηνευθούν πλήρως.
Οι πολύπλευρες και αντιφατικές εκφράσεις, γεγονότα και σχέσεις δημιούργησαν νέους τρόπους ύπαρξης, νέες μορφές κατανόησης του εαυτού και των σχέσεών μας με τους άλλους και με την εξουσία. Κάποιες επιδράσεις ενέργησαν χειραφετησιακά, ενώ άλλες προετοίμασαν εκείνο το είδος κοινωνίας που είδαμε τα τελευταία είκοσι χρόνια. Σαν όλα τα συμβάντα, σαν όλες τις επαναστάσεις και λαϊκές εκρήξεις, ο Μάης οδήγησε στα καλύτερα και στα χειρότερα, μέσα από εκείνη την ιστορική λογική που κάνει τα παιδιά των λουλουδιών μεσήλικες των σαλονιών.
*Βουλευτής Α΄ Πειραιά, Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου και Πρόεδρος της Διαρκούς Επιτροπής Εθνικής Αμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων
Από τη Νέα Σελίδα