Τo πρόσωπο του Πληροφοριοδότη Β

Toυ Νίκου Γαλάτη

 

Η επιστολή του μάρτυρα που εμφανίζεται ως “Ο Πληροφοριοδότης Β», στο Ραδιόφωνο 24/7 και στο News247.gr  καταγράφηκε ως “μανιφέστο του”. “Μου πήρε επτά περίπου χρόνια να καταλάβω ότι ανήκα σε μια μοναδική κατηγορία Ελλήνων. Σε εκείνους που, τινάζοντας τα ασφαλιστικά ταμεία στον αέρα, περισσότερο ακόμη και από το PSI, καταφέραμε να ληστέψουμε τρεις ολόκληρες γενιές” λέει. “Αρνούμασταν να πιστέψουμε ότι υπήρχε ζωή χωρίς μισθάρες, μπόνους, εταιρικά αυτοκίνητα, τζάμπα ιδιωτικές ασφάλειες, ταξίδια, γκόμενες και διασκέδαση. Και όλα αυτά, με τα πελατάκια μας, γιατρούς, καθηγητές, πολιτικούς, και άλλους αξιωματούχους, να μας βαράνε παλαμάκια, τις μέρες στα συνέδρια και τις νύχτες στα κλαμπ και τα μπουζουκτσίδικα.

 

«Περνάγαμε ωραία, μ’ εκείνη την παρέα, ταξίδια με γιατρούς, καθηγητές.
Λαδώναμε τους πάντες /μας άδειαζαν τις τσάντες /ΜΜΕ, υπουργοί και βουλευτές.
Τα χρόνια τα μοιραία /τα φάγανε παρέα /σύμβουλοι, πολιτικοί, καθηγητές. /Κι αφού ακόμα ζούμε
σαν μάρτυρες θα πούμε /όλη την αλήθεια στις αρχές»

 

“Θυμάμαι ακόμη, σαν χθες, τα πρώτα μνημονιακά meetings, όπου το σύστημα Φρουζή της Novartis μας ανακοίνωνε τα κακά μαντάτα. Με εκείνες τις τεράστιες γιγαντοοθόνες, που μέσα στο σκοτάδι της αίθουσας μας έκαναν τα απαραίτητα ηλεκτροσόκ της προσαρμογής στη νέα, σκληρή πραγματικότητα που μας περίμενε, μέσα κι έξω από την εταιρεία. Καταιγίδες, κεραυνοί, σεισμοί, λοιμοί και καταποντισμοί. Και μετά μαύρο. Και μόλις τα φώτα της αίθουσας άναβαν, εμφανιζόταν ο μεγάλος για να μας επαναλάβει, κάθε φορά, ότι, το υπερθέαμα που παρακολουθούσαμε έντρομοι στην γιγαντοοθόνη, δεν ήταν τίποτε άλλο από την καθημερινότητα των μνημονίων που βίωναν οι άλλοι, οι μη προνομιούχοι Έλληνες, τα κορόιδα που ζούσαν έξω από την εταιρεία”.

“Τότε μάθαμε για πρώτη φορά ότι έπρεπε να συνηθίσουμε να ζούμε με τον φόβο της καθαρίστριας. Όχι επειδή ο εντεταλμένος από την Ελβετία έβρισκε την αίθουσα βρώμικη ή ακατάστατη. Αλλά επειδή, απλά, μας ανακοίνωσε ότι, εφεξής, σε κάθε μάζωξη, επειδή θα χυνόταν αίμα, έπρεπε αναγκαστικά να βρίσκονται σε ετοιμότητα οι καθαρίστριες. Για να καθαρίζουν το αίμα που θα έρρεε στα πατώματα από τις απολύσεις των συναδέλφων μας, που θάβλεπαν, κάθε φορά, σε κάθε επόμενη μάζωξη, την πόρτα της εξόδου. Έτσι, για να σφίγγουν οι κώλοι οι δικοί μας, που είχαμε την τύχη να την γλυτώνουμε και να μπορούμε, κάθε φορά, να δίνουμε το παρόν στο επόμενο meeting. Έπρεπε να πείσεις τον γιατρό, ακόμη και τον καθηγητή, που η καριέρα του σπονσοράρεται από την εταιρεία, ότι όχι μόνο έπρεπε να συνεχίσει να γράφει (τα φάρμακά μας), αλλά, ότι, αντιθέτως, έπρεπε τώρα να γράφει περισσότερο από πριν, χωρίς όμως νέες απαιτήσεις για έξτρα παροχές. Πώς όμως να τον πείσεις με λιγότερα πλέον δωράκια, εξωτικά ταξίδια – συνέδρια, λεφτά, ακόμη και χωρίς π…, για τους πιο μερακλήδες; Κάπου εκεί λοιπόν ξεκίνησαν οι πρώτοι εκβιασμοί”.

Φαίνεται πως οι οι ιατρικοί μας επισκέπτες άρχισαν να εκβιάζουν γιατρούς και καθηγητές – ιδιοκτήτες επιστημονικών ιατρικών εταιρειών. -“Γράψε συνταγές για την εταιρεία ρε γαμώτο…!”- επενδύοντας στις αδυναμίες τους -που γνώριζαν καθώς “είχαμε πάντα κάτι για τον καθένα”. «Ο Φρουζής! Ο απίθανος αυτός τύπος που, δεν ήξερε ούτε να ανοίγει τον υπολογιστή του γραφείου του και, που έτσι, διοικούσε μια ολόκληρη Novartis, αφού προηγούμενα είχε θητεύσει στον αμαρτωλό ΟΤΕ της SIEMENS. Αυτός λοιπόν, ο Φρουζής, βραβεύθηκε το 2013 ως manager της χρονιάς. Πιο εύστοχο θα ήταν manager της διαφθοράς και της διαπλοκής. Ιατρικής και πολιτικής’.

Ο μάρτυρας παθαίνει ξαφνικά μια κρίση συνείδησης και όταν έμαθε πως δύο Έλληνες μεγαλοστελέχη της Νovartis Hellas υπέβαλαν μηνυτήριες αναφορές στις αρχές των ΗΠΑ, παραδίδοντας τα απόρρητα μαύρα αρχεία της εταιρείας “διαισθάνθηκα για πρώτη φορά ότι κινδύνευε πλέον η ζωή μου”. Κάπως έτσι, λοιπόν, βρέθηκα και εγώ τον Δεκέμβριο του 2016 στην άλλη μεριά του Ατλαντικού. Με τον δικηγόρο μας Παύλο Σαράκη να επιμένει ότι, η επιλογή μου αυτή, ήταν η καλύτερη που είχα κάνει ποτέ στη ζωή μου”.

” Ένα λαμόγιο που, αφού πρώτα έφαγα, ήπια, γλέντησα και κονόμησα, υπονομεύοντας τη ζωή και το μέλλον ακόμη και της ίδιας μου της οικογένειας, τώρα ερχόμουν στις ΗΠΑ για να καταδώσω στις αρχές τα χέρια που τόσα χρόνια με τάιζαν το βρώμικο ψωμί, που εγώ ζητούσα να φάω από τη Novartis. Ένας κουκουλοφόρος, όπως με αποκαλείτε σήμερα στην Ελλάδα. Ο κουκουλοφόρος «Β» λοιπόν, είμαι εγώ”.

Ο Β πέρασε την πέρασε την πόρτα του SEC (σ.σ. Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ) στην Ουάσιγκτον “όπου με περίμεναν οι πράκτορες του FBI που είχαν στα χέρια τους τον φάκελο με την έρευνα. Δεν τολμούσα να σηκώσω το κεφάλι μου και να τους κοιτάξω στα μάτια, ούτε ακόμη για να τους πω, έστω, μια τυπική καλημέρα. Τόσο ξεφτίλας αισθανόμουν”.

Ξαφνικά ο ένας πράκτορας τούπιασε το χέρι του μίλησε στον ενικό και τον συνεχάρη για τη γενναία πράξη του. “Μπορεί να καταδικαστεί η εταιρεία να πληρώσει μεγάλες αποζημιώσεις, όχι μόνον στις ΗΠΑ, αλλά και στην Ελλάδα. Και ότι τα πράγματα στην Ελλάδα θα αλλάξουν. Οι γιατροί θα πάψουν να είναι έμποροι και οι πολιτικοί να υπηρετούν την κοινωνία και όχι τις πολυεθνικές. “Γι’ αυτό έγινα πληροφοριοδότης. Εν Ονόματι του Ελληνικού Λαού, ενώπιον της αμερικανικής Δικαιοσύνης. Και για τους συνένοχους διεφθαρμένους ιατρούς και πολιτικούς… κουκουλοφόρος».