Φεύγουμε από την Ευρωζώνη ή αγανάκτησαν και μας διώχνουν;

Του Γιώργου Λακόπουλου

 «Ο Αλέξης Τσίπρας θα ψηφίσει όχι, στο δημοψήφισμα». Ήταν η απάντηση, κατά τις διαρροές από το Μέγαρο Μαξίμου, στο τελευταίο νυχτιάτικο συμβιβαστικό κείμενο του Γιούνγκερ.

Ο πρωθυπουργός έλεγε «όχι«σε ένα  προηγούμενο κείμενο που δεν υπήρχε πλέον: την περίφημη πρόταση των θεσμών. Και  μιλούσε για  ένα  ψηφοδέλτιο η κατασκευή του οποίου μαρτυράει πως αντιλαμβάνεται ο ΣΥΡΙΖΑ την πρακτική της δημοκρατίας που επικαλείται.

Ήταν  μια ακόμη κίνηση στην  ίδια σκακιέρα  στην  οποία  τα δυο κόμματα που κυβερνούν παίζουν από καιρό το παιχνίδι της εξόδου της χώρας από το ευρώ. Και η αλήθεια είναι ότι μέχρι στιγμής είναι οι «νικητές».

Οι πληροφορίες που αναφέρουν ότι ο ίδιος ο Τσίπρας ζητάει να επανέλθει η πρόταση των Θεσμών και τη δέχεται απολύτως, ενώ ταυτόχρονα τη βάζει σε δημοψήφισμα και ψηφίζει “όχι” είναι η αποθέωση της παράνοιας. Και βεβαίως μένει να δούμε αν οι εταίροι δεν του έχουν πια καμιά εμπιστοσύνη θα δεχθούν την αυτοταπείνωσή του.

Πάντως η χώρα βρέθηκε εκτός του Γιούρογκρουπ. Ουσιαστικά βρίσκεται   εκτός Ευρωζώνης και  όπως πάει θα βρεθεί και εκτός Ευρωπαϊκή Ένωσης. Ποτέ άλλοτε μια τόσο καταστροφική στρατηγική σε ένα τόσο ζωτικό θέμα δεν έφερε τόσο σύντομα αποτελέσματα.

Λάθος ή επιδίωξη η απομόνωση;

Η κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει πλέον η χώρα δεν φαίνεται να ενοχλεί την ηγετική ομάδας της κυβέρνησης. Μάλλον την ενθουσιάζει κιόλας αν αληθεύουν οι πληροφορίες ότι με την αναγγελία του δημοψηφίσματος  κάποιοι υπουργοί επευφημούσαν  και  εναγκαλίζονταν  ενθουσιασμένοι.

Πολλοί  αναλυτές εκτιμούν πλέον ότι η κυβέρνηση δεν έφτασε ως εδώ επειδή έκανε  λάθη. Έφτασε επειδή το επιδίωξε. Υπήρξε προετοιμασία. Η παρελκυστική τακτική στις τεχνικές  διαπραγματεύσεις  και στο Γιούρογκρουπ  μέχρι να προκύψει το αδιέξοδο. Οι καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις Τσίπρα στις συναντήσεις  κορυφής που αγόραζαν χρόνο. Οι ρουκέτες του Βαρουφάκη που αποσταθεροποιούσαν κάθε στιγμή την εικόνα. Οι παλαβομάρες της Ζωής που έστηνε λαϊκά δικαστήρια. Τα   ρωσικά εναλλακτικά οράματα του  Λαφαζάνη. Οι τσαμπουκάδες του Στρατούλη και του Σκουρλέτη. Το «Κούγκι» του Καμένου. Οι εμπρηστικές δηλώσεις  κυβερνητικών βουλευτών κατά των Ευρωπαίων.

Ο γενικευμένος λαϊκισμός και η διαστρεβλωμένη παρουσίαση  γεγονότων και καταστάσεων -σε ένα πλαίσιο παραλογισμού  και διαστροφής των εννοιών-, αλλά ταυτόχρονα και η περιγραφή  των διαδικασιών είναι ως τώρα  πάγια κυβερνητική πρακτική.

Πολλοί πλέον καταλήγουν ότι όλα ήταν μέρος του ίδιου  σχεδιασμού που αποσκοπούσε να  οδηγήσει σε ναυάγιο τις διαπραγματεύσεις και να βάλει τους Ευρωπαίους απέναντι. Η κυβέρνηση ήθελε να μεγαλώσει το χάσμα με την Ευρώπη, όχι να το γεφυρώσει.  Ορισμένοι υπουργοί το διακήρυσσαν κιόλας. Από  ιδεολογία.

Άρχισε νωρίς να  καλλιεργεί αντιευρωπαϊκά αισθήματα στην κοινωνία με τις θεωρίες ότι «θέλουν να μας ταπεινώνουν και να μας υποτάξουν» και πρέπει να αντισταθούμε σα να πρόκειται για εχθρούς και εισβολείς.

Προσπαθούσε να πείσει ότι οι Ευρωπαίοι «θέλουν να ρίξουν την κυβέρνηση» άρα να  εγερθούν τα  δημοκρατικά ανακλαστικά των πολιτών για υπερασπιστούν τη λαϊκή κυριαρχία. Μιλούσαν για αμφισβήτηση της δημοκρατίας σε μια περιοχή του πλανήτη με τον υψηλότερο σεβασμό στη Δημοκρατία στην ιστορία . Εχθροί της δημοκρατίας οι Ευρωπαίοι. Υπερασπιστής της ο …Πούτιν!

Γιατί έκλεισαν οι τράπεζες

Το  κλείσιμο των τραπεζών  δεν  προέκυψε από το πάγωμα του ΕΛΑ, όπως είπε ο πρωθυπουργός.  Προέκυψε από την επίθεση για πλήρεις αναλήψεις καταθέσεων που θα εκδηλώνονταν τη Δευτέρα. Και καθώς οι τράπεζες δεν θα είχαν να τις καταβάλουν  θα υπήρχε ένταση.

Οι τράπεζες θα έκλειναν ακόμη και αν ο ΕΛΑ ανέβαινε κατά δέκα δις ευρώ. Και δεν θα ξανανοίξουν όσο  δεν  εκτονώνεται  η επιθυμία των καταθετών να σηκώσουν όλα τα λεφτά τους.  Αντίθετα όσο περνούν οι μέρες θα μεγαλώνουν οι ανάγκες τους για ρευστό και θα χρειάζονται μεγαλύτερες αναλήψεις. Οι συνέπειες από το κλείσιμο λειτουργούν σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία.

Για ένα περίεργο λόγο ο κεφαλαιουχικός έλεγχος φαίνεται να βολεύει τον κυβερνητικό σχεδιασμό.  «Λίγα είναι 60 ευρώ την ημέρα;» αναρωτήθηκε ο Νίκος Φίλης; Κανένα κυβερνητικό στέλεχος δεν έδειξε να συμμερίζεται τους πολίτες στις ουρές. Συνιστούσαν ψυχραιμία … μέχρι να ομαλοποιηθεί η κατάσταση. Δεν  δείχνουν να έχουν καν συναίσθηση της κατάστασης στην οποία έχουν οδηγήσει τη χώρα και τους πολίτες της.

Μένει να δούμε αν θα ακολουθήσουν η πληρωμή με διατακτικές (I owe you), η ανάθεση της φύλαξης κάποιων κτιρίων στο στρατό και  η πρόσκληση  προς το λαό να  κατεβεί στους δρόμους  «για να  περιφρουρήσει της κατακτήσεις του », που συζητήθηκαν σε ειδικές συσκέψεις.

Δημοψήφισμα χωρίς αιτία.

Το δημοψήφισμα ήταν μια απόφαση που πήρε μόνος ο πρωθυπουργός  διαρκούσης της διαπραγμάτευσης. Την επέβαλε στους υπουργούς του -τέσσερις από τους οποίους δεν ήταν σύμφωνοι, αλλά δεν τους δόθηκε η ευκαιρία να επιχειρηματολογήσουν.

Πέραν των άλλων είναι ένα δημοψήφισμα από το πουθενά. Η επιχειρηματολογία  υπέρ του «όχι» είναι αβάσιμη. Π.χ, τι σημαίνει ότι αν το δημοψήφισμα  κριθεί υπέρ της κυβέρνησης θα ενισχύσει τη θέση της στη διαπραγμάτευση; Πρώτον δια του  δημοψηφίσματος παύει να υπάρχει διαπραγμάτευση και δεύτερον  από κανέναν δεν αμφισβητήθηκε ότι η κυβέρνηση  εκπροσωπεί τη χώρα, ώστε να χρειάζεται επικύρωση.

Ο παραλληλισμός  του «δημοκρατικού δικαιώματος για δημοψήφισμα» με τη Γαλλία και άλλες χώρες για το Ευρωσύνταγμα ή το Ευρώ είναι παραπλανητικός. Εκεί το θέμα ήταν μια κοινοτική συνθήκη, για την κύρωση της οποίας τα συντάγματα  κάποιων χώρων  επέβαλαν   δημοψήφισμα- .Απορρίφθηκε και έκλεισε  το θέμα. Ούτε διχάστηκαν οι κοινωνίες, ούτε  ζημιώθηκαν οι χώρες, ούτε έμειναν εκτός ευρωπαϊκών οργάνων.

Κατά τον ίδιο τρόπο το επιχείρημα για τα «ισοδύναμα» – που αντιπρότεινε η κυβέρνηση  στις κοινοτικές προτάσεις για έσοδα-  δεν έχουν σχέση με τα αντίστοιχα της  Ιρλανδίας. Αυτό είπε ο πρωθυπουργός στη Σύνοδο Κορυφής για να  πάρει την απάντηση από τον Ιρλανδό Πρωθυπουργό: «Μην το χρησιμοποιείς αυτό, εμείς επιμέναμε στα ισοδύναμα για να  διατηρήσουμε τη φορολογία των επιχειρήσεων στο 12%».

Η ρητορική της προβοκάτσιας.

Στοιχείο που ενισχύει την εκδοχή της προσχεδιασμένης ρήξης  και της εξόδου με κάθε κόστος είναι η  επιθετική -έως υβριστική-ρητορική κατά των παραγόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η όποια φτάνει ως τις προσωπικές προσβολές, όπως  είπε η  Μέρκελ. Τους παρουσιάζει σαν το «απόλυτο κακό», σαν στυγνούς τοκογλύφους και ραδιούργους ανθέλληνες.

Μια συμμαχία και μια διακρατική ένωση, -στην οποία η Ελλάδα προσχώρησε εθελουσίως  και στην οποία στήριξε την οικονομική της ανάπτυξη, στηρίζει την επιβίωση της και την ασφάλεια της-, αντιμετωπίζεται από τα κυβερνητικά κόμματα  ως αγέλη λύκων που θέλει να κατασπαράξει τον αθώο και άμοιρο ελληνικό λαό. Να τον καθυποτάξει, αφού προηγουμένως τον γονάτισε με την πολιτική που του επέβαλε.

Θέλει να ανατρέψει την κυβέρνηση του. Του στερεί τα δημοκρατικά του δικαιώματα. Τον αντιμετωπίζει ως υπεύθυνο για τη χρεοκοπία και την υπερφόρτωση  με δάνεια τα οποία υπήρξαν παράνομα και για λόγους αξιοπρέπειας δεν πρέπει να  εξοφληθούν.

Κυβερνητικά στελέχη, επηρεαζόμενα ΜΜΕ και κομματικοί παράγοντες, χρησιμοποιούν εξ αρχής  σκληρές διατυπώσεις για τους Ευρωπαίους, τους κοινοτικούς αξιωματούχους και τους επικεφαλής κρατών και κυβερνήσεων. Ακόμη και σε προσωπικό επίπεδο. Για να μην υπάρχει αμφιβολία, η πρόεδρος της Βουλής χρησιμοποίησε αυτή τη φρασεολογία ακόμη και από το θώκο της στη Βουλή και την εισήγαγε στις «ΙΧ» διαδικασίες που έστησε με διάφορα σούργελα, εγχώρια και  εισαγόμενα.

Ποιος από την κυβέρνηση θα πείσει ότι αυτή η εμφανώς προβοκατόρικη τακτική  δεν είχε στόχο να επιφέρει την αντίδραση των Ευρωπαίων;  Με το δημοψήφισμα  αυτή η ρητορική εντάθηκε,  με αποτέλεσμα   όχι  απλώς να  ενισχύει το «όχι» της ελληνικής πλευράς, αλλά  να προκαλεί το «όχι» των άλλων.

Από αυτή την άποψη κύρια  επιδίωξη της  κυβερνητικής   προπαγάνδας δεν είναι να  πείσει τους Έλληνες να  αντισταθούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά να πείσει την Ευρωπαϊκή Ένωση να  αντισταθεί στους Έλληνες.

 Μπίνγκο:  όλοι εναντίον μας!

Όπως είναι αναμενόμενο, αυτές οι κυβερνητικές ενέργειες  δεν ξεσηκώνουν απλώς την ελληνική κοινωνία κατά της Ευρώπης, αλλά ξεσηκώσουν την ευρωπαϊκη κοινωνία κατά της Ελλάδας. Κάνουν έξαλλους τους κοινοτικούς παράγοντες και τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Είναι  πολύ χονδροειδές  ώστε να μην είναι σκόπιμο.

Όλοι στην Ευρώπη είναι εξοργισμένοι και φυσικά κανείς δεν κόβεται  αν θα μείνει η Ελλάδα στην Ευρώπη. Το αντίθετο. Φαντάζεται κανείς ποιο θα είναι το αποτέλεσμα αν οι άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις καταληφθούν κι αυτές από δημοκρατική έξαρση και βάλουν σε δημοψήφισμα το ερώτημα : «να χρηματοδοτήσουμε ή όχι την Ελλάδα;»

Και όμως αυτά δεν ενοχλούν την κυβέρνηση. Αντίθετα δείχνουν να την ενθουσιάζουν. Λογικό, εφόσον η στρατηγική της είναι η  αποσύνδεση της χώρας από τη Ευρώπη – γιατί θέλει να κυβερνήσει με έναν τρόπο που  δεν είναι συμβατός  με το κοινοτικό κεκτημένο. Απλώς θα προτιμούσε να  αναγκαστούν να τη διώξουν οι Ευρωπαίοι, ώστε να φανατίσει την κοινωνία εναντίον τους και όχι να φύγει μόνη της. Άλλωστε επισήμως τάσσεται υπέρ της παραμονής, αν και όχι ολόκληρη.

Εν κατακλείδι, η κυβέρνηση δεν ποντάρει μόνο στο «όχι» των Ελλήνων πολιτών στο δημοψήφισμα. Ποντάρει  κυρίως το «όχι» των άλλων. Στο καθημερινό δημοψήφισμα που γίνεται στις κοινοτικές  υπηρεσίες, στις κυβερνήσεις, στα κοινοβούλια, στα μίντια και στις κοινωνίες των ευρωπαϊκών χωρών. Το προκαλεί συστηματικά.

Μπορεί να πει κανείς ότι αυτό το δημοψήφισμα το κέρδισε ήδη: όλο και περισσότεροι στην Ευρώπη ζητούν την αποβολή της.

Το είπε δημόσια ο Ρέντσι. Το λένε στους διαδρόμους σχεδόν όλοι. Το προτείνουν επιστήμονες και πολιτικοί: χωρίς το ταμπελάκι CREECE  στο τραπέζι οι ευρωπαϊκές συνεδριάσεις  θα είναι αποτελεσματικότατες.

Στη διεθνή πρακτική κανείς δεν εξετάζει ποια είναι η κυβέρνηση. Εκλαμβάνουν τη στάση της ως στάση της χώρας. Ακόμη και αν  η συμπεριφορά της κυβέρνησης δεν εκφράζει τον ελληνικό λαό, δεν είναι κάτι που μπορούν να εξετάσουν οι συνομιλητές της. Είναι υπόθεση του ελληνικού λαού και το σέβονται.

Αν η κυβέρνηση αναζητά το ποια είναι η μεγαλύτερη επιτυχία  των επιδιώξεών της, ασφαλώς αυτό είναι ότι κανείς δεν τη θέλει πια  για παρέα. Το θέμα, όμως, είναι ότι επειδή είναι η νόμιμη κυβέρνηση της χώρας -κάτι που  στην Ευρώπη δεν αμφισβητείται  φυσικά-  δεν θέλει πια και την Ελλάδα.  Αναμενόμενο: οι χώρες έχουν τις κυβερνήσεις που τους αξίζουν.

.