Ωχ! ΄Εφυγαν οι δεξιοί και ήρθαν οι αδέξιοι!  

 

Toυ Νίκου ΛακόπουλουΝΙΚΟΣ ΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Πόσες γκάφες την ημέρα μπορεί να κάνει μια κυβέρνηση, ένα κόμμα,  μια «πρώτη φορά αριστερά” εξουσία; Η πρωταρχική σημασία της λέξης αριστερός- πριν αποχτήσει πολιτικές ιδιότητες και μάλιστα ριζοσπαστικές- ήταν α-δέξιος, δηλαδή ζαβός. Η σημερινή κυβέρνηση τονίζει διαρκώς το γεγονός ότι είναι αριστερή. Ούτε κομμουνιστική, ούτε σοσιαλιστική, ούτε “κυβέρνηση εργατών-αγροτών” και τα μυαλά στα κάγκελα. Ούτε μας είπε ποτέ κανείς ότι  μια κυβέρνηση αριστερή σημαίνει και ικανή κυβέρνηση. Για να μη πω το χιλιοειπωμένο: “αριστερά καθώς μπαίνουμε ή καθώς βγαίνουμε”.

Αριστερή μπορεί να είναι και μια κυβέρνηση ανίκανη ή μια κυβέρνηση γκαφατζήδων! Μια κυβέρνηση δοκησίσοφων ή ακόμα και “σοφών” σαν κι αυτή που μπορεί να έχει δεκαφτά καθηγητές πανεπιστημίου- ίσως και Μηχανολογίας- από τους οποίους κανένας δεν έχει ανοίξει στη ζωή του ένα καπό αυτοκινήτου!

Ας μετρήσουμε τις γκάφες μόνο ενός εικοσιτετράωρου, “αριστερής” διακυβέρνησης.

O ασύλληπτης φαντασίας υπουργός Παιδείας μετά την περίφημη ρήση «πόσα μακαρόνια τρώει μια οικογένεια» ξαναχτύπησε. Είναι πενταροδεκάρες η αύξηση στα δίδακτρα στην ιδιωτική εκπαίδευση είπε. Το κοφτερό μυαλό όμως της κοινοβουλευτικής ομάδας είναι ήταν ο Δημήτρης Σεβαστάκης- αν δεν τον προλάβαινε ο Νάσος Αθανασίου. Δεν στέγνωσε η μελάνη από την δήλωσή του πως δεν ανήκουν στους ψηφοφόρους όμως όσοι στέλνουν τα παιδιά τους στα ιδιωτικά σχολεία και ο αγνώστου πολιτικής  ιδεολογίας, αλλά βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, πέταξε την ιδέα να φορολογηθεί το  Facebook– να πληρώνουν δηλαδή οι χρήστες του, ίσως επειδή είναι κι αυτοί έξω από το πολιτικό ακροατήριο του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλιώς γιατί και η Google και το Twitter;

Πιθανόν, βέβαια, να θεωρούνται αστοί όσοι έχουν –ακόμα- Ίντερνετ. Όπως κι όσοι «μικροαστοί» έχουν σπίτι, αλλά δεν έχουν δουλειά- ή είναι χρεoκοποιημένοι και υπόδικοι, αφού στην Ελλάδα το να ανοίξεις επιχείρηση είναι ποινικό αδίκημα.  Όλα αυτά όταν η εικόνα της γυναίκας της λαϊκής αγοράς- από όπου ξεκίνησε το χτύπημα της φοροδιαφυγής-δίνει την εντύπωση πως η αριστερή κυβέρνηση θα πάρει τέτοια μέτρα που δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί μια κυβέρνηση δεξιάς.

Η αυστηροποίηση της νομοθεσίας για όσους δεν έχουν να πληρώσουν εισιτήριο- που αποδοκιμάστηκε από κ. Σπρίντζη («εγώ λέω τους εκτελούμε κιόλας»- είπε) δείχνει πως η τάξη που υπόσχεται η νέα κυβέρνηση θα έχει στόχο τους φτωχούς και τους νέους, αυτούς που είναι οι «παράνομοι». Μια αριστερή κυβέρνηση πρέπει να σέβεται τους ψηφοφόρους της, αλλά κι όχι κι αυτούς που δεν ανήκουν στο πολιτικό στρατόπεδο της ή έστω το ταξικό -αφού πρώτα μελετήσει τις δημοσκοπήσεις. Αν όσοι στέλνουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικά, είναι ψηφοφόροι μας, αναστέλλεται το μέτρο. Και μια λύση για το πρόβλημα με την αγροτική φορολογία είναι να βρεθεί τρόπος να πληρώνουν οι δεξιοί αγρότες κι όσοι ψήφισαν ΠΑΣΟΚ ή Ποτάμι!

To νέο πολιτικό όραμα μιας κυβέρνησης που μπορεί να είναι και πρώην αριστερή είναι αυτό που περιγράφουν ήδη μερικοί υπουργοί της και ο πρωθυπουργός. Νόμος, Τάξη, Ηθική- και περισσότερη φορολογία. Η απόπειρα να αποδοθεί στους ξένους/”τοκογλύφους/ εκβιαστές” η αύξηση των διδάκτρων στην ιδιωτική εκπαίδευση στο 23% -ενώ  υπήρχε  στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ- δείχνει την αβάσταχτη ελαφρότητα με την οποία συντάχτηκε αυτό το πρόγραμμα. Η αποκάλυψη πως δεν είναι δική τους ιδέα, αλλά του ΣΥΡΙΖΑ, δεν δικαιολογεί μια παραδοχή -έστω- πως αυτό το πρόγραμμα δεν έχει καμιά σοβαρότητα, αλλά είναι μια λίστα δώρων για ψηφοφόρους.

Αυτά τα μικρά κι αθώα ψεματάκια- μαζί με τα μεγάλα ψέματα για το μνημόνιο- δίνουν την εντύπωση πως η κυβέρνηση αντιμετωπίζει τους πολίτες σαν μικρά παιδιά. Αλλά ακόμα κι ένας δεκάχρονος έχει καταλάβει πως κάτι δεν πάει καλά. Η αποκάλυψη πως η μία από τους δώδεκα “σοφούς” που ανέλαβαν να λύσουν το πρόβλημα του ασφαλιστικού εισπράττει ακόμα …επίδομα άγαμης θυγατέρας μετατρέπει το πολιτικό σκηνικό σε ταινία των Μόντι Πάυθονς.

Τα social media παίζουν όλη μέρα βίντεο με τον πρώην Κνίτη και συνταγματολόγο να εξηγεί- με τους Βαρουφάκη- στους Αγανακτισμένους στο Σύνταγμα πως θα σκίσει το μνημόνιο. Ο σουρεαλισμός ήταν ένα σημαντικό κίνημα του εικοστού αιώνα. Δεν μπορεί να αντικαταστήσει τον χαμένο σοσιαλισμό. Ο κατρουγκαλισμός δεν μπορεί να είναι η απάντηση στην κρίση της Αριστεράς.

Ο ίδιος ο γραμματέας του κόμματος αποχώρησε από το κόμμα με μια επιστολή που είναι το σπαραχτικό δάκρυ μιας γενιάς που απογοητεύτηκε μέσα σε  λίγες μέρες. Μια ακόμα χαμένη γενιά  παρακολουθεί τον πρωθυπουργό να καλύπτει τους υπουργούς που αφού είναι αριστεροί, μπορούν να ξεχνάνε να κάνουν μια φορολογική δήλωση ή να μεταβιβάσουν τις μετοχές τους.  Ωραίο το “νέο”. Μοιάζει καλύτερο από το παλιό, αλλά τι θα συμβεί αν αποδειχθεί χειρότερο; Και τι νόημα έχει η υπεράσπιση μιας αριστερής κυβέρνησης αν αποδειχθεί μια ανίκανη κυβέρνηση;

Περίπου 700.000 ψηφοφόροι που ψήφισαν τον Ιούνιο, δεν πήγαν να ψηφίσουν τον  Σεπτέμβριο. Οι 300.000 είναι χαμένοι ψηφοφόροι για τον ΣΥΡΙΖΑ. Μόνο ένα μικρό ποσοστό νέων ψηφίζει πια. Αν είναι αυτή η «περηφάνια» για την οποία επαίρεται ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ ας αναλογισθεί τι σημαίνει μια γενιά να απέχει από την πολιτική ζωή. Να μην έχει ούτε καν ελπίδα. Κι ας είναι λιγότερο αριστερός και περισσότερο ειλικρινής. Τα σταφύλια της οργής δεν θα τα δοκιμάσει μόνο ένας υπουργός του, που δεν θα μπορεί να κυκλοφορεί άνετα κι ελεύθερα. Θα τα δοκιμάσει όλη η Χώρα.

Ο άνθρωπος χωρίς ιδεολογία δεν αισθάνεται ντροπή, ούτε έχει ενοχές- ένα στοιχείο που αποτελούσε το συστατικό της “παλιάς” Αριστεράς, του αλτρουϊσμού και του ουμανισμού και δεν έχει η χειραφετημένη “Αριστερά” των νεογιάπηδων και του αριστερού life style. Η παλιά Αριστερά είχε ενοχές και υπερηφάνεια για μάχες που έδωσε. Αυτοί δεν έχουν ούτε τσίπα, ούτε ενοχές. Μόνο υπερηφάνεια για μάχες που δεν έδωσαν ποτέ ή που έδωσαν οι άλλοι.

Ανάμεσα στους δεξιούς και την επάρατη δεξιά ή τους Αριστερούς και την  -προσεχώς- επάρατη Αριστερά υπάρχει πάντα κάτι χειρότερο. Οι πρώην αριστεροί. Οι άνθρωποι χωρίς ιδεολογία. Οι άνθρωποι που η μόνη τους πολιτική ιδιότητα είναι το πάθος για την δόξα και την εξουσία. Οι άνθρωποι που λένε με τον ίδιο στόμφο τα αντίθετα από όσα λέγαν χθες, δίχως να ντρέπονται και να κοκκινίζουν. Ίσως γιατί η ντροπή ήταν μια έννοια του “παλιού” που δεν υπάρχει πλέον.