19 χρόνια από την Σύνοδο της Κοπεγχάγης

Του Γιαννάκη Ομήρου

Συμπληρώνονται αυτές τις μέρες 19 χρόνια από την σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Κοπεγχάγης που αποφάσισε την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε.

Η Σύνοδος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Κοπεγχάγη, στις 12 και 13 Δεκεμβρίου 2002, υπήρξε καθοριστική για την ευρωπαϊκή ενσωμάτωση της Κύπρου. Τα δεκαπέντε κράτη-μέλη της Ε.Ε. συνήλθαν στην πρωτεύουσα της Δανίας για να αποφασίσουν τη μεγαλύτερη διεύρυνση στην ιστορία της Ένωσης. Διεύρυνση με δέκα υποψήφιες χώρες. Οι χώρες αυτές ήταν η Τσεχική Δημοκρατία, η Εσθονία, η Ουγγαρία, η Λετονία, η Λιθουανία, η Μάλτα, η Πολωνία, η Σλοβακία, η Σλοβενία και η Κύπρος.

Στην Κύπρο, σε επίπεδο Εθνικού Συμβουλίου, αποφασίστηκε ότι τα μέλη του δεν θα συνόδευαν τον Πρόεδρο Κληρίδη στην Κοπεγχάγη. Κι αυτό, για να μη δημιουργηθεί η εντύπωση ότι επρόκειτο να συζητηθεί –και πολύ περισσότερο να υπογραφεί– λύση του Κυπριακού με βάση το Σχέδιο Ανάν, χωρίς μάλιστα να έχει προηγηθεί οποιαδήποτε ουσιαστική διαπραγμάτευση.

Το πρώτο Σχέδιο Ανάν είχε κατατεθεί στις 11 Νοεμβρίου 2002 και το αναθεωρημένο, δεύτερο, στις 10 Δεκεμβρίου. Γύρω από αυτό το θέμα το κλίμα στην Κύπρο ήταν εξαιρετικά τεταμένο, με έντονες αντιπαραθέσεις για το περιεχόμενό του και το κατά πόσον θα έπρεπε να γίνει αποδεκτό ως λύση του Κυπριακού. Σε ό,τι αφορά, δε, τη Σύνοδο Κορυφής της Κοπεγχάγης, οι συζητήσεις οξύνονταν περαιτέρω, καθώς υπήρχε η υπόνοια ότι στην πρωτεύουσα της Δανίας θα επιδιωκόταν η λύση του Κυπριακού με συνοπτικές διαδικασίες.

Παρά το ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που είχε συνέλθει στο Ελσίνκι, στις 10 και 11 Δεκεμβρίου 1999, αποσύνδεσε την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. από προηγούμενη λύση του Κυπριακού, εντούτοις ήταν φανερό ότι ασκούνταν πιέσεις προκειμένου να υπογραφεί συμφωνία λύσης πριν από την κατάληξη στα τελικά συμπεράσματα της Κοπεγχάγης, τα οποία θα προνοούσαν για τα δέκα υποψήφια κράτη, περιλαμβανομένης της Κυπριακής Δημοκρατίας, που θα εντάσσονταν στην Ε.Ε.

Στο άρθρο 9 παρ. (β) των τελικών συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ελσίνκι αναφερόταν:

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τονίζει ότι η πολιτική επίλυση του προβλήματος θα διευκόλυνε την προσχώρηση της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Εάν μέχρι την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων προσχώρησης δεν έχει επιτευχθεί λύση, η απόφαση του Συμβουλίου, όσον αφορά την προσχώρηση, θα ληφθεί χωρίς το ανωτέρω να αποτελεί προϋπόθεση. Εν προκειμένω το Συμβούλιο θα λάβει υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία.

Παρά την αρχική απόφαση να μη μεταβούν οι αρχηγοί των κομμάτων στην Κοπεγχάγη, λίγες μέρες πριν από τη Σύνοδο Κορυφής άρχισαν οι διαφοροποιήσεις. Το Κόμμα των ΕΔΗ, του πρώην Προέδρου Γιώργου Βασιλείου, ανακοίνωσε ότι θα μεταβεί στην Κοπεγχάγη. Στη συνέχεια υπήρξαν δηλώσεις και από τον Πρόεδρο του ΔΗΣΥ Νίκο Αναστασιάδη, για την ανάγκη η πολιτική ηγεσία να συνοδεύσει τον Πρόεδρο Κληρίδη. Τελικά, μετά από συνάντηση του Προέδρου της Βουλής και Γενικού Γραμματέα του ΑΚΕΛ Δημήτρη Χριστόφια με τον Πρόεδρο Κληρίδη, ελήφθη απόφαση μετάβασης του Εθνικού Συμβουλίου στην Κοπεγχάγη.

Ήταν πια φανερό ότι στη Διάσκεψη δεν επρόκειτο να αποφασιστεί μόνο η ένταξη των δέκα υποψήφιων χωρών. Επρόκειτο να συζητηθεί και το Κυπριακό, με στόχο μάλιστα την υπογραφή λύσης πριν από την απόφαση για τη διεύρυνση.

Το πολιτικό κλίμα στην Κύπρο φορτίστηκε έντονα. Η ανησυχία ότι στην Κοπεγχάγη θα επιχειρείτο, με συνοπτικές διαδικασίες, η επιβολή λύσης, στη βάση ενός σχεδίου το οποίο δεν είχε καν συζητηθεί, ήταν έκδηλη. Οι ανησυχίες έγιναν ακόμα μεγαλύτερες όταν, κατά την αναχώρηση της κυπριακής αποστολής από το Αεροδρόμιο Λάρνακας, ο Πρόεδρος Κληρίδης, απαντώντας σε ερώτηση αν ήταν διατεθειμένος, με βάση τα τότε δεδομένα, να υπογράψει λύση του Κυπριακού, απάντησε:

«Με τα σημερινά δεδομένα, εάν ακούσω μερικούς τρελούς, δεν θα πρέπει να υπογράψω λύση. Εάν ακούσω μερικούς που λογικεύονται, θα πρέπει να προβληματιστώ σοβαρά».

Η δήλωση αυτή, όπως ήταν φυσικό, πυροδότησε έντονες αντιδράσεις στην Κύπρο, ενώ έριξε βαριά σκιά στην αποστολή προς την Κοπεγχάγη.

Φτάσαμε στην πρωτεύουσα της Δανίας με πολλά ερωτηματικά, εικασίες και ανησυχίες. Στο Εθνικό Συμβούλιο, που συνήλθε στις 11 Δεκεμβρίου, σε ένα στενόχωρο δωμάτιο του ξενοδοχείου όπου είχαμε καταλύσει, οι ανησυχίες μας κάπως υποχώρησαν μετά την πρώτη ενημέρωση που είχαμε από τον Πρόεδρο Κληρίδη. Εκτός από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, παρόντες ήταν ο Πρόεδρος της Βουλής και Γενικός Γραμματέας του ΑΚΕΛ Δημήτρης Χριστόφιας, ο Πρόεδρος του ΔΗΚΟ Τάσσος Παπαδόπουλος, ο υποφαινόμενος ως Πρόεδρος της ΕΔΕΚ, ο Πρόεδρος του ΑΔΗΚ (Αγωνιστικό Δημοκρατικό Κίνημα) Ντίνος Μιχαηλίδης, ο Υπουργός Εξωτερικών Ιωάννης Κασουλίδης, ο Υφυπουργός παρά τω Προέδρω Παντελής Κούρος, ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος Μιχάλης Παπαπέτρου, ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας Γιώργος Βασιλείου και ο Γενικός Εισαγγελέας Αλέκος

Μαρκίδης. Συνοπτικά, στη συνεδρίαση ο Πρόεδρος Κληρίδης προέβη στην εξής ενημέρωση:

«Συναντήθηκα με τον Άλβαρο ντε Σότο. Με ερώτησε αν θα ήμουν διατεθειμένος να του δηλώσω ότι είμαι έτοιμος να υπογράψω λύση, στη βάση του Σχεδίου Ανάν, για να το διαβιβάσει προς την τ/κ πλευρά. Επίσης με ερώτησε ποια είναι η άποψή μου στο ενδεχόμενο να στείλει επιστολές ο Γ.Γ. του ΟΗΕ προς εμένα και τον Ντενκτάς για να υπογράψουμε το Σχέδιο Ανάν ως έχει. Του απάντησα ότι θα ήταν αφελής ο Κόφι Ανάν να στείλει τέτοιες επιστολές, δεδομένου ότι τόσο εγώ όσο και ο Ντενκτάς δηλώσαμε ήδη ότι ζητούμε διαπραγμάτευση του Σχεδίου. Σε ό,τι αφορά το πρώτο ερώτημα, του απάντησα επίσης αρνητικά. Είχα συνάντηση με τον Πρωθυπουργό Σημίτη. Μου είπε ότι η Τουρκία δεν θα πάρει ημερομηνία [έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων] που να την ικανοποιεί. Συνεπώς, δεν θα είναι έτοιμη να προχωρήσει σε συμφωνία λύσης στη βάση του Σχεδίου Ανάν, αλλά ότι θα είναι έτοιμη η τ/κ πλευρά να συζητήσει μαζί μας».

Ακολούθησε συζήτηση για το κατά πόσον υπήρχε πιθανότητα να γίνει αναφορά στο Κυπριακό στα τελικά συμπεράσματα του Συμβουλίου. Ομόφωνα το Εθνικό Συμβούλιο εξέφρασε την άποψη να αποφευχθεί αναφορά σε χρονοδιαγράμματα, ενώ αναφέρθηκε και ότι ο Κόφι Ανάν δεν θα ερχόταν στην Κοπεγχάγη. Στη συζήτηση που ακολούθησε για το κατά πόσον θα κληθεί η ελληνική κυπριακή πλευρά να υπογράψει συμφωνία λύσης με βάση το Σχέδιο Ανάν, παρενέβη ο Πρόεδρος Κληρίδης λέγοντας:

«Η συζήτηση είναι άσκοπη. Η Τουρκία θα περιμένει να δει τι θα πάρει και μετά θα αποφασίσει. Δεύτερον, ο Ερτορούρογλου [Τ/Κ πολιτικός], ο οποίος θα ερχόταν στην Κοπεγχάγη ως εκπρόσωπος της τ/κ πλευράς, δεν είναι εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος. Συνεπώς, δεν μπορώ να διαπραγματευθώ μαζί του. Άλλωστε, μετά την υποβολή του τροποποιημένου σχεδίου, δεν με ερώτησαν αν το δεχόμαστε ή όχι. Θα τους πω: Πώς ξέρετε τι ζητά ο Ντενκτάς; Και αφού δεν ξέρετε, τι ζητάτε από μένα;».

Την ίδια μέρα, 11 Δεκεμβρίου, πραγματοποιήθηκε και δεύτερη συνεδρία του Εθνικού Συμβουλίου, αυτή τη φορά με συμμετοχή του Έλληνα πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη και του Υπουργού Εξωτερικών Γιώργου Παπανδρέου.

Ο Κώστας Σημίτης προέβη σε ενημέρωση για τα πιθανά τελικά συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου σε ό,τι αφορά τη διεύρυνση με τις δέκα υποψήφιες χώρες, περιλαμβανομένης της Κύπρου. Ανέφερε επίσης ότι, σύμφωνα με πληροφορίες του, οι Τούρκοι δεν επιθυμούσαν διαπραγμάτευση. Στη συνέχεια ερώτησε για τις θέσεις των κυπριακών κομμάτων επί του Σχεδίου Ανάν. Η απάντηση ήταν ότι το Σχέδιο Ανάν έγινε δεκτό για διαπραγμάτευση, η οποία όμως δεν έγινε. Πέραν τούτου, για να εκφραστεί οποιαδήποτε άποψη για το αποτέλεσμα μιας πιθανής διαπραγμάτευσης, πρέπει αυτό να τεθεί ενώπιον των συλλογικών σωμάτων των κομμάτων στην Κύπρο.

Ο Τάσσος Παπαδόπουλος υπέβαλε το ερώτημα κατά πόσον ο Ερτορούρογλου ήταν κατάλληλα εξουσιοδοτημένος να διαπραγματευθεί, δεδομένου ότι ο Ραούφ Ντενκτάς δεν επρόκειτο να έρθει στην Κοπεγχάγη για λόγους υγείας.

Οι επόμενες ώρες της 11ης και 12ης Δεκεμβρίου πέρασαν εν μέσω καταιγισμού πληροφοριών και φημών ότι επρόκειτο να υπάρξει πρόσκληση για συνομιλίες, με στόχο την υπογραφή λύσης στη βάση του Σχεδίου Ανάν, προκειμένου το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να συμπεριλάβει την Κύπρο στη διεύρυνση που θα αποφάσιζε στις 13 Δεκεμβρίου. Οι σχετικές φήμες επιτάθηκαν το απόγευμα και το βράδυ της 12ης Δεκεμβρίου. Ήταν φανερό ότι, αν επιβεβαιώνονταν αυτές οι φήμες, θα βρισκόμασταν ενώπιον ενός πρωτοφανούς εκβιασμού: ένα Σχέδιο Λύσης χιλιάδων σελίδων να συζητηθεί μέσα σε μερικές ώρες και να υπάρξει συμφωνία. Η αγωνία έφτανε στο αποκορύφωμα.

Η νύχτα της 12ης προς τη 13η Δεκεμβρίου ήταν δραματική. Ο Παντελής Κούρος μας ενημέρωσε ότι είχε λάβει οδηγίες από τον Πρόεδρο Κληρίδη να μην τον ενοχλήσει κανένας.

Στις 7 η ώρα το πρωί της 13ης Δεκεμβρίου, τελευταίας ημέρας της Συνόδου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, χτύπησε το τηλέφωνο του δωματίου μου. Πρόσκληση για Εθνικό Συμβούλιο στις 8 το πρωί. Ήταν φανερό ότι υπήρχαν εξελίξεις.

Προσήλθαμε στη συνεδρία σε βαρύ κλίμα. Ο Πρόεδρος Κληρίδης ενημέρωσε το Εθνικό Συμβούλιο ότι υπήρξε παρέμβαση του ΟΗΕ προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να παρατείνει τις εργασίες του μέχρι τις 4:30 το απόγευμα, ώστε να διευκολυνθεί η επίτευξη λύσης του Κυπριακού. Ο Αλέκος Μαρκίδης ανέφερε ότι στις 11:30 το βράδυ ο Άλβαρο ντε Σότο, Ειδικός Αντιπρόσωπος του Γ.Γ. του ΟΗΕ, συναντήθηκε με τον Ερτορούρογλου. Ανέφερε επίσης ότι ο Ερτορούρογλου είναι ένας εκ των τριών Τ/Κ που έχουν δικαίωμα να υπογράψουν. Και ερώτησε: «Δεχόμαστε την υπογραφή Ερτορούρογλου;». Τέλος, ανέφερε ότι η Τουρκία δεν δέχεται να επιστρέψει την Καρπασία και αντ’ αυτής φέρεται να είναι έτοιμη να επιστρέψει υπό ε/κ διοίκηση περιοχές στις οποίες θα μπορούν να επανεγκατασταθούν 4.000 Ελληνοκύπριοι.

Ο Πρόεδρος Κληρίδης δηλώνει ότι, για να αποδεχθεί τον Ερτορούρογλου ως συνομιλητή, πρέπει να προσκομιστούν τα απαραίτητα έγγραφα εξουσιοδότησης. «Διαφορετικά», ξεκαθαρίζει, «δεν τον δέχομαι ως διαπραγματευτή».

Στη συνέχεια αποφασίζεται να προσκληθούν για διαβούλευση και συνεννόηση ο Πρωθυπουργός Σημίτης κα ο Υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Παπανδρέου, όπως και γίνεται.

Ο Σημίτης ενημερώνει ότι η Τουρκία θα πάρει οριστικά ημερομηνία έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων προς το τέλος του 2004. Προσθέτει ότι οι Σιράκ και Σρέντερ είναι οργισμένοι με τους Τούρκους, επειδή επιμένουν σε πολύ πιο σύντομη ημερομηνία. Για το Κυπριακό, φαίνεται να «μη δίνουν την Καρπασία». Και προσθέτει: «Οι Τούρκοι είναι απογοητευμένοι. Τα έχουν χαμένα. Για μας η στιγμή είναι ευνοϊκή. Η όποια απόφαση ληφθεί για το Κυπριακό πρέπει να στηριχθεί από όλους. Να μην ξεχνάμε ότι θα ακολουθήσει δημοψήφισμα».

Ο Γιώργος Παπανδρέου αναφέρει:

Γ.Π.: Υπάρχει μια απειρία της τουρκικής ηγεσίας. Πανικοβλήθηκαν με την απομακρυσμένη ημερομηνία έναρξης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Μας πήραν τηλέφωνο ζητώντας βοήθεια. Αυτή η στιγμή ίσως δεν υπάρξει ξανά στο μέλλον. Να ξέρουμε τη θέση σας, για να χειριστούμε ανάλογα το θέμα στο Συμβούλιο.

Κ.Σ.: Υπάρχει μια γενική πεποίθηση στους 15 ότι πρέπει να υπάρξει λύση στο Κυπριακό. Υπάρχει μια αναμονή για να ανταποκριθείτε. Όμως πρέπει να περάσει αυτή η λύση σε δημοψήφισμα. Πρέπει να επιδειχθεί καλή θέληση. Και να δώσετε απάντηση ότι τουλάχιστον σε κάποιο χρόνο θα καταλήξετε σε λύση. Είναι βαριά η ευθύνη. Φαίνεται ότι η πρόταση του Σχεδίου Ανάν είναι καλή. Μπορεί να γίνει καλύτερη. Όμως θέληση ότι θα το λύσουμε πρέπει να υπάρξει.

Ο Κώστας Σημίτης απευθύνεται προς τον Δημήτρη Χριστόφια και τον ερωτά: «Τι λέτε;».

Δ.Χ.: Θέλουμε χρόνο για διαπραγμάτευση.

Κ.Σ.: Πόσο χρόνο;

Δ.Χ.: Τουλάχιστον μέχρι τις 15 Ιανουαρίου. Έχουμε άλλωστε συλλογικά όργανα τα οποία πρέπει να ενημερωθούν, να συζητήσουν, να αποφασίσουν.

Σε ερώτηση του Σημίτη προς τον Κληρίδη κατά πόσον θα ήταν έτοιμος να συμφωνήσει σε λύση, ο τελευταίος απάντησε με την ερώτηση κατά πόσον θα επιστραφεί η Καρπασία.

Σημίτης και Παπανδρέου αποχωρούν, προκειμένου να συναντηθούν με τον Ερντογάν για να πάρουν απάντηση στο ερώτημα του Κληρίδη. Στο μεταξύ έρχεται τηλεμήνυμα από τον Ντε Σότο, με το οποίο προσκαλείται η ε/κ πλευρά σε διαπραγματεύσεις σε κρατικό κτίριο της Κοπεγχάγης, με στόχο την επίτευξη συμφωνίας για λύση μέχρι τις 4:30 το απόγευμα.

Ο Κληρίδης υπαγορεύει απάντηση προς τον Ντε Σότο, όπου αναφέρει:

1. Είναι κατάλληλα εξουσιοδοτημένος διαπραγματευτής ο Ερτορούρογλου, δεδομένου ότι ο Ντενκτάς σε δηλώσεις του είχε αναφέρει ότι δεν έχει εξουσιοδοτήσει κανέναν να διαπραγματευθεί εκ μέρους του;

2. Τι συνομιλίες εννοεί ο Ντε Σότο; Απευθείας ή εκ του σύνεγγυς;

3. Μετά τις απαντήσεις στα πιο πάνω ερωτήματα και νοουμένου ότι θα γίνουν συνομιλίες, θα ήθελε να εγγράψει θέματα προς διαπραγμάτευση.

Μετά παρέλευση 30 λεπτών, έφτασε απαντητικό τηλεμήνυμα του Ντε Σότο. Απολογείτο, αναφέροντας ότι πράγματι δεν υπήρχε κατάλληλη εξουσιοδότηση προς τον Ερτορούρογλου.

Την ίδια ώρα επανήλθαν Σημίτης και Παπανδρέου, μετά τη συνάντηση με τον Τούρκο πρωθυπουργό Ταγίπ Ερντογάν. Η απάντηση για την Καρπασία απόλυτη και προκλητική. Δεν την επιστρέφουν, «επειδή η Καρπασία είναι στρατηγικής σημασίας για την Τουρκία».

Ο Σημίτης ερωτά τον Κληρίδη: «Γιατί επιμένετε για την Καρπασία;».

Ο Κληρίδης απάντησε ως εξής:

«Πρώτον, γιατί έχουμε χρέος προς τους εγκλωβισμένους, οι οποίοι παραμένουν για 28 χρόνια στα κατεχόμενα χωριά τους υπό μαρτυρικές συνθήκες. Δεύτερον, γιατί είναι μια περιοχή κατάσπαρτη με ελληνικά και χριστιανικά μνημεία. Και, τρίτον, διότι υπήρξε η συμφωνία της τρίτης Βιέννης, την οποία οι Τούρκοι δεν τήρησαν».

Παρόντα στους παραπάνω διαλόγους ήταν όλα τα μέλη του Εθνικού Συμβουλίου. Στο μεταξύ, ο Αλέκος Μαρκίδης, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, με εντολή του Προέδρου Κληρίδη, είχε μεταβεί στο κρατικό κτίριο της Κοπεγχάγης, όπου επρόκειτο να πραγματοποιηθούν οι διαπραγματεύσεις. Διαπραγματεύσεις, βέβαια, που δεν έμελλε να γίνουν.

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο προχώρησε στην ιστορική απόφαση της διεύρυνσης. Όσον αφορά την Κύπρο, στις παραγράφους 10-12 των συμπερασμάτων, το Συμβούλιο ανέφερε:

10. Σύμφωνα με την προαναφερόμενη παράγραφο 3, δεδομένου ότι οι διαπραγματεύσεις προσχώρησης με την Κύπρο ολοκληρώθηκαν, η Κύπρος θα γίνει δεκτή ως νέο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επιβεβαιώνει τη σαφή του προτίμηση για την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση μιας ενωμένης Κύπρου. Σε αυτό το πλαίσιο εκφράζει ικανοποίηση για τη δέσμευση των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων να συνεχίσουν τις διαπραγματεύσεις με στόχο την επίτευξη συνολικής διευθέτησης του κυπριακού προβλήματος έως τις 28 Φεβρουαρίου 2003 με βάση τις προτάσεις του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο πιστεύει ότι οι εν λόγω προτάσεις προσφέρουν μια μοναδική ευκαιρία για την επίτευξη διευθέτησης και απευθύνει έκκληση στους ηγέτες της ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής κοινότητας να επωφεληθούν αυτής της ευκαιρίας.

11. Η Ένωση επαναλαμβάνει ότι είναι πρόθυμη να προσαρμόσει τους όρους διευθέτησης στη Συνθήκη Προσχώρησης σύμφωνα με τις αρχές στις οποίες στηρίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση. Σε περίπτωση διευθέτησης, το Συμβούλιο, ενεργώντας ομόφωνα βάσει προτάσεων της Επιτροπής, θα αποφασίσει σχετικά με προσαρμογές των όρων προσχώρησης της Κύπρου στην Ε.Ε., όσον αφορά την τουρκοκυπριακή κοινότητα.

12. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφάσισε ότι, εάν δεν υπάρξει διευθέτηση, η εφαρμογή του κεκτημένου στο βόρειο τμήμα της νήσου αναστέλλεται, έως ότου το Συμβούλιο λάβει ομόφωνα διαφορετική απόφαση, βάσει πρότασης της Επιτροπής. Εν τω μεταξύ, το Συμβούλιο καλεί την Επιτροπή, σε συνεννόηση με την κυπριακή κυβέρνηση, να εξετάσει τρόπους για να προωθηθεί η οικονομική ανάπτυξη του βορείου τμήματος της Κύπρου και για να έλθει πιο κοντά στην Ένωση.

Ο εφιάλτης τέλειωσε. Οι μεθοδεύσεις για επιβολή λύσης στο Κυπριακό με διαδικασίες «εξπρές» είχαν πέσει στο κενό. Επιστρέψαμε στην Κύπρο μέσα σε κλίμα γενικής ευφορίας. Είχε διασφαλιστεί η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε., χωρίς να τεθεί ως προϋπόθεση η λύση του Κυπριακού.

Πρώην Προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων