Η αναθεώρηση του Συντάγματος οδηγείται σε πλήρη αποτυχία

ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΣΥΜΕΛΑ ΠΑΝΤΖΑΡΤΖΗ

Του Ιωάννη Μ. Βαρβιτσιώτη *

Όταν ο Πρωθυπουργός ανακοίνωσε την απόφαση της Κυβέρνησης να προχωρήσει σε αναθεώρηση του Συντάγματος, είχα όλη την διάθεση λόγω της κτηθείσας πείρας μου -είχα μετάσχει σε όλες τις κατά καιρούς (1962,1975,1985,1997,2000) κοινοβουλευτικές επιτροπές αναθεωρήσεως του Συντάγματος, και στις δύο τελευταίες μάλιστα υπήρξα και ο εισηγητής της μείζονος αντιπολίτευσης- να μετάσχω στον διάλογο. Τότε νόμισα –με την αφέλεια που με διακρίνει- ότι θα είχε προηγηθεί κάποια συνεννόηση με την αξιωματική αντιπολίτευση. Διότι για να είναι επιτυχημένη η όποια αναθεώρηση του συντάγματος χρειάζεται ευρεία κομματική συναίνεση.

Δυστυχώς όμως, προηγούμενη συνεννόηση, δεν είχε λάβει χώρα. Ακολούθησε η διαδικασία την οποία προέκρινε η Κυβέρνηση και η οποία εκφεύγει από το Συνταγματικό πλαίσιο το οποίο καθορίζει σαφώς την διαδικασία. Κατόπιν όλων αυτών κατέληξα στην απόφαση να μην συμμετάσχω σε μια κατ’επίφασιν διαδικασία την οποία θεωρώ «ύβριν» προς τους θεσμούς.

Ήδη διαβλέπω ότι η προσπάθεια για την αναγκαία αναθεώρηση του Συντάγματος οδηγείται σε πλήρη αποτυχία. Είναι όμως κρίμα να χαθεί η ευκαιρία αυτή και να περιμένουμε άλλα δέκα περίπου χρόνια για την επόμενη αναθεώρηση. Είναι όμως ευκαιρία μερικά θέματα στα οποία εμφανίζονται, τα δυο μεγάλα κόμματα να συμφωνούν να μην προχωρήσει η αλλαγή του.

Πρώτο θέμα: η ασυλία των βουλευτών, θεσμός που ισχύει σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και το Ευρωκοινοβούλιο. Πρέπει όμως να περιοριστεί αυστηρά στα αδικήματα τα οποία ο βουλευτής διέπραξε κατά τη διάρκεια της θητείας του και αφορούν την πολιτική του δραστηριότητα. Όλα τα άλλα πρέπει με την κρίση του αρμόδιου δικαστικού  συμβουλίου να παραπέμπονται στη δικαιοσύνη.

Ήδη διαβλέπω ότι η προσπάθεια για την αναγκαία αναθεώρηση του Συντάγματος οδηγείται σε πλήρη αποτυχία. Είναι όμως κρίμα να χαθεί η ευκαιρία αυτή και να περιμένουμε άλλα δέκα περίπου χρόνια για την επόμενη αναθεώρηση.

Δεύτερο θέμα: πρέπει να εκλείψει η ουσιαστική ατιμωρησία των υπουργών. Πρέπει να επιμηκυνθεί η ισχύουσα παραγραφή και να ανατεθεί η άσκηση ποινικής δίωξης σε πενταμελές συμβούλιο αποτελούμενο από τους πέντε αρχαιότερους αρεοπαγίτες και τον αρχαιότερο αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και μετά την έκδοση του βουλεύματος το θέμα θα παραπέμπεται στη Βουλή για τελική απόφαση.

Μερικοί θα υποστηρίξουν ότι η ψήφος στη Βουλή δεν θα είναι αδιάβλητη και ότι η κομματική ταυτότητα του υπόδικου θα διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στο αποτέλεσμα της ψηφοφορίας. Αν όμως το δικαστικό βούλευμα είναι πλήρες αιτιολογημένο και αν στη Βουλή υπάρξει φανερή ψηφοφορία, αμφιβάλλω αν θα υπάρξουν βουλευτές οι οποίοι λόγω συναδελφικής αλληλεγγύης ή κομματικής γραμμής θα πράξουν αντίθετα με μια απόφαση δικαστικού συμβουλίου, με την σύνθεση που προανέφερα.

Τρίτο θέμα: Έχει συμβεί πολλές φορές οι «ανεξάρτητες αρχές» -θεσμός που εμφανίστηκε στο ελληνικό Σύνταγμα κατά την συνταγματική αναθεώρηση του 2001 και ο οποίος κατά την κοινή γνώμη απέδωσε- δεν λειτούργησαν διότι δια την επιλογή των κενούμενων θέσεων δεν επετεύχθη η απαιτούμενη από το Σύνταγμα αυξημένη πλειοψηφία στη Σύνοδο των Προέδρων της Βουλής και έτσι δεν υπήρχε ο απαιτούμενος αριθμός για την ύπαρξη απαρτίας.

Σε περίπτωση που δύο ή τρεις ψηφοφορίες θα είναι αναποτελεσματικές, η συμπλήρωση της κενής θέσης ή των κενών θέσεων πρέπει να ανατεθεί στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Θα ευχόμουνα να υπάρξουν και άλλα θέματα στα οποία τα δύο μεγάλα κόμματα ή τα κόμματα που σχηματίζουν την πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών (180) – (άρθρ. 111 παρ.2 Σ). να βρουν κοινό τόπο συνεννόησης.

Φοβάμαι όμως ότι το οξύτατο κλίμα που επικρατεί στην πολιτική μας ζωή δεν επιτρέπει μεγαλύτερες προσδοκίες. Θα ήταν πάντως, ένα θετικό βήμα αν υπάρξει έστω συμφωνία στα τρία αυτά σημεία.

 

*Πρώην Υπουργός- Πρώην Βουλευτής