To μέλλον της προοδευτικής παράταξης στην Ελλάδα και στην Ευρώπη

ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΟΡΕΣΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ

 

Του Γιώργου Χ. Σωτηρέλη *

 

Ευχαριστώ θερμά τους οργανωτές της σημερινής εκδήλωσης διότι μου δίνουν την ευκαιρία να εκθέσω την άποψή μου για ένα τόσο κρίσιμο ζήτημα, που με απασχόλησε επανειλημμένα, τόσο με αρθρογραφία όσο και με το πρόσφατο βιβλίο μου Ποια Αριστερά; (εκδόσεις Πόλις), ως προς το πρώτο σκέλος του ζητήματος, δηλαδή ως προς την ευρωπαϊκή προοδευτική ταυτότητα.

Ωστόσο σήμερα το ερώτημα τίθεται συνδυαστικά (δηλαδή τόσο για την Ευρώπη όσο και για την Ελλάδα) και απαιτεί μια πολύ προσεκτική προσέγγιση, διότι δυστυχώς στην χώρα μας αφ’ενός μεν συνηθίζονται τα ψευδεπίγραφα  αφ’ετέρου δε υπάρχουν ιδιαίτερες συνθήκες που διαφοροποιούν και ταυτόχρονα θολώνουν τον σχετικό προβληματισμό.

  1. Ξεκινώ από την Ευρώπη.

Α. Τι είναι ο προοδευτικός χώρος; Για να κατασταλάξουμε σε μια πειστική απάντηση, πρέπει κατά την άποψή μου να αντιδιαστείλουμε τον όρο «πρόοδος» από τον όρο «εκσυγχρονισμός», με τον οποίο συχνά, άλλοτε αφελώς και άλλοτε επιτηδείως, επιχειρείται μια ανεπίτρεπτη ταύτιση.

Ο όρος «Εκσυγχρονισμός» είναι ένας ουδέτερος ιδεολογικοπολιτικά όρος που σημαίνει απλώς την  άκριτη προσαρμογή, μέσω ουδέτερων «μεταρρυθμίσεων, στα «σύγχρονα δεδομένα», τα οποία αντιμετωπίζονται περίπου σαν φυσικά φαινόμενα. Αντίθετα, ο όρος «πρόοδος» διαχρονικά προϋποθέτει ιδεολογικές και πολιτικές διεργασίες κριτικής διήθησης αυτών των δεδομένων, ώστε αφ’ενός μεν να αποφευχθεί η εθελοτυφλία, απέναντι στην σύγχρονη πραγματικότητα, αφ’ετέρου όμως να αξιοποιηθούν όλες οι αντικειμενικές και υποκειμενικές δυνατότητες, προκειμένου να αλλάξει αυτή η πραγματικότητα και μάλιστα  προς όφελος των ανθρώπων και όχι των αγορών και με ειδικότερη μέριμνα προς αυτούς που οδηγούνται ραγδαία, λόγω των νέων συνθηκών, στην περιθωριοποίηση και στον κοινωνικό αποκλεισμό.

Μόνο μια νέα πλουραλιστική και ρηξικέλευθη Αριστερά, που θα  οργανωθεί σταδιακά  σαν ενιαία πολιτική δύναμη σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, μπορεί να ανταποκριθεί στις προκλήσεις των καιρών.

Ποιος εξέφρασε διαχρονικά την πρόοδο στον χώρο της Ευρώπης; Αναμφίβολα, κατά την άποψή μου, η Αριστερά, ιδίως από την στιγμή που συνέδεσε άρρηκτα τον σοσιαλισμό με την δημοκρατία, απορρίπτοντας την λογική της επανάστασης και της «δικτατορίας του προλεταριάτου». Πράγματι, σε αυτήν την Αριστερά, παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα, οφείλονται κατά βάση οι σημαντικότερες κατακτήσεις της σύγχρονης δημοκρατίας. Και δεν αναφέρομαι μόνο στο κοινωνικό κράτος αλλά και στην ισοπολιτεία καθώς και στις πλέον προωθημένες εκδοχές του πολιτικού φιλελευθερισμού, που φέρουν έντονη και ανεξίτηλη τη σφραγίδα της. Γι αυτό και είναι εντελώς λάθος, κατά την άποψή μου, να χρησιμοποιούμε σήμερα τον όρο «αστική δημοκρατία», σε αντιδιαστολή, μάλιστα, προς μια ουδέποτε υπάρξασα «προλεταριακή» δημοκρατία.

Β. Κι αυτή η παρατήρηση με φέρνει στο δεύτερο μείζον ζήτημα.

Χρειάζεται  σήμερα η Αριστερά, ως έκφραση της προόδου, ή εκπλήρωσε τον ρόλο της και πρέπει να στραφούμε σε άλλες κατευθύνσεις; Η απάντηση μου είναι κατηγορηματική:

Ακόμα και αν δεν υπήρχε  σήμερα η Αριστερά, θα έπρεπε να την εφεύρουμε.

Ο πρώτος λόγος είναι γενικός και διαχρονικός: Η Αριστερά είναι η πλέον αυθεντική έκφραση του διαφωτισμού, καθώς  είναι η μόνη πολιτική δύναμη που επιδιώκει τον ολόπλευρο αυτοκαθορισμό του ανθρώπου, δηλαδή την απαλλαγή από όλα τα δεσμά του.

Ο δεύτερος λόγος είναι ειδικός και πολύ συγκεκριμένος:

Η σύγχρονη δημοκρατία, που βρήκε το αποκορύφωμά της στο μεταπολεμικό εθνικό κράτος, αντιμετωπίζει σήμερα τεράστιους κινδύνους, των οποίων το εύρος και η ένταση δεν έχουν δυστυχώς κατανοηθεί πλήρως.

Το κρισιμότερο σημείο είναι ότι στην γκρίζα ζώνη της παγκοσμιοποίησης έχουν διαμορφωθεί τεράστιες και εξαιρετικά επίφοβες ιδιωτικές εξουσίες, που αποτελούν το alter ego  των ολιγοπωλίων που κυριαρχούν στη διεθνή σκηνή.  Αυτές οι εξουσίες έχουν νοσφισθεί μέσα που ανήκαν παραδοσιακά μόνο στα κράτη. Ιδιωτικοί κατασταλτικοί και ιδεολογικοί μηχανισμοί και ιδιωτικά μέσα παρακολούθησης, με τεράστια ισχύ και εμβέλεια, σε συνδυασμό με τον έλεγχο των διεθνών οικονομικών θεσμών, συνθέτουν έναν γιγαντιαίο ιδιωτικό σύγχρονο Λεβιάθαν, ο οποίος απειλεί κάθε μορφή οικονομικού και πολιτικού πλουραλισμού σε εθνικό επίπεδο και θέτει σε διαρκή διακινδύνευση ακόμη και αυτά που θεωρούνταν έως χθες αυτονόητα…

Απέναντι σε αυτές τις δυνάμεις, η μόνη αξιόπιστη δύναμη αντίστασης και ελπίδας είναι, ή έστω μπορεί να  είναι, η Αριστερά. Μια Αριστερά, βέβαια, η οποία πρέπει να ανασυγκροτηθεί εκ βάθρων, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, ώστε να αποτελέσει το πραγματικό –αλλά και το μόνο αποτελεσματικό, εν δυνάμει– αντίβαρο, απέναντι στην επαπειλούμενη ολιγαρχία των αγορών.

Διότι, βεβαίως, αντίσταση υποτίθεται ότι κάνουν και οι δυνάμεις του ακροδεξιού  λαϊκισμού, που επιχειρούν να αναδειχθούν, και δυστυχώς συχνά το καταφέρνουν σε αντίπαλο δέος. Ωστόσο, οι θέσεις και η δράση τους κάθε άλλο παρά φόβητρο αποτελούν απέναντι στον αχαλίνωτο καπιταλισμό και τον φονταμενταλισμό των αγορών. Ο στρουθοκαμηλισμός, ο πείσμων πολιτικός και θρησκευτικός απομονωτισμός και η φυγή προς τα πίσω, προς τις πλέον συντηρητικές και αρτηριοσκληρωτικές εκδοχές του εθνικού κράτους, αποτελούν μακροπρόθεσμα την πιο βέβαιη συνταγή αποτυχίας. Οι διαβρωτικοί άνεμοι και οι αρνητικές επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης δεν αντιμετωπίζονται με ξόρκια και δαιμονοποιήσεις αλλά με συστηματική πολιτική προσπάθεια να επιτευχθεί η αναδιάταξη των μορφών κοινωνικού και δημοκρατικού ελέγχου τους, σε υπερεθνικό πλέον επίπεδο.

Την αναδιάταξη αυτή, όμως, μόνο η Αριστερά μπορεί να την επιτύχει, διότι η Δεξιά –και εννοώ την μετριοπαθή Δεξιά, την κεντροδεξιά αν θέλετε– δυστυχώς έχει αποδειχθεί, στο σύνολό της υποτακτική, για να μην πω ψοφοδεής, απέναντι στα εν γένει ιδιωτικά συμφέροντα.

Στην Αριστερά αυτήν δεν μπορούν να συνυπολογίζονται οι δυνάμεις του πολιτικού ερμαφροδιτισμού, όπως αυτός εξειδικεύεται από ένα χύμα και επαμφοτερίζον «κέντρο», το οποίο κατά κανόνα δομείται γύρω από ιδιοτελείς προσωπικές επιδιώξεις.

Γ. Και φθάνουμε στο τελευταίο κρίσιμο ερώτημα: Μπορεί η σημερινή Αριστερά στην Ευρώπη να επιτελέσει  έναν τέτοιο ρόλο;

Η θέση μου είναι ευθέως αρνητική. Μόνο μια νέα πλουραλιστική και ρηξικέλευθη Αριστερά, που θα  οργανωθεί σταδιακά  σαν ενιαία πολιτική δύναμη σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, μπορεί να ανταποκριθεί στις προκλήσεις των καιρών.

Αναμφίβολα, όμως, μια τέτοια Αριστερά δεν θα προκύψει από παρθενογένεση. Πρέπει, αντίθετα, να αποτελέσει διαλεκτική σύνθεση, σε μια νέα ποιότητα, των τριών κατ’αρχήν ιστορικών πολιτικών ρευμάτων, που είναι συμβατά με την αντίληψη μιας ανοιχτής, δημοκρατικής και αλληλέγγυας κοινωνίας:

Πρώτον και σπουδαιότερον, η σοσιαλδημοκρατία, η οποία στις καλύτερες στιγμές της πραγμάτωσε την πλέον προωθημένη εκδοχή της  κοινωνικής δημοκρατίας, δηλαδή το κοινωνικό κράτος, που δεν ήλθε καταλύσαι αλλά πληρώσαι την πολιτική δημοκρατία, για να θυμηθώ τον αείμνηστο Δάσκαλό μου Αριστόβουλο Μάνεση.

Δεύτερον ο ευρωκομμουνισμός, ο οποίος, κόβοντας αποφασιστικά τον ομφάλιο λώρο με τον σταλινισμό, συνέβαλε καθοριστικά στην απελευθέρωση πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων από τον δογματισμό και χρωμάτισε, με σημαντικές ιδεολογικές επεξεργασίες και πολιτικές πρωτοβουλίες, τόσο την θεωρία όσο και την πράξη της Αριστεράς.

Τρίτον,  η πολιτική οικολογία, η οποία  εμπλούτισε σημαντικά τόσο την πολιτική ατζέντα όσο και την  κινηματική δράση της Αριστεράς.

Το κρισιμότερο σημείο είναι ότι στην γκρίζα ζώνη της παγκοσμιοποίησης έχουν διαμορφωθεί τεράστιες και εξαιρετικά επίφοβες ιδιωτικές εξουσίες, που αποτελούν το alter ego  των ολιγοπωλίων που κυριαρχούν στη διεθνή σκηνή. 

Ωστόσο, και τα τρία αυτά ρεύματα βιώνουν σήμερα, το καθένα χωριστά, μια βαθιά και σχεδόν υπαρξιακή κρίση. Τόσο –και ιδίως– η σοσιαλδημοκρατία όσο και οι υπόλοιπες, στον βαθμό που τους αναλογεί, δεν «ήκουσαν την βουή των επερχόμενων γεγονότων» για να παραφράσουμε τον ποιητή, με αποτέλεσμα να βρεθούν ανέτοιμες να επιβάλουν την πρωτοκαθεδρία του πολιτικού στις νέες παγκοσμιοποιημένες εξελίξεις, να μείνουν περιχαρακωμένες σε έναν ιδιότυπο πολιτικό επαρχιωτισμό, να υποστούν πολλαπλές ιδεολογικές μεταλλάξεις, προσπαθώντας να συμβιβάσουν τα ασυμβίβαστα, και σε πολλές περιπτώσεις να υποταχθούν στην κρυφή γοητεία της –υπερεθνικής πλέον– πλέον μπουρζουαζίας και να μετατραπούν σε «καθεστωτική» δύναμη.

Το ζητούμενο λοιπόν δεν είναι μια εκλογική συμμαχία που θα αθροίσει απλώς προβληματικούς επί μέρους χώρους, αλλά μια νέα πολιτική σύνθεση της Αριστεράς, με δύο στόχους:

Πρώτον να επικαιροποιήσει τις καλύτερες στιγμές των παραπάνω χώρων (της σοσιαλδημοκρατίας του Μπερνστάιν, του Πάλμε και του Μπράντ, του ευρωκομμουνισμού του Γκράμσι του Πουλαντζά  και του Μπερλιγκουέρ, και της οικολογίας των κινημάτων).

Δεύτερον, να αρθρώσει, εκκινώντας από τις στιγμές αυτές, έναν σύγχρονο και επίκαιρο λόγο αντίστασης και ελπίδας, που θα αποβλέπει αφενός μεν στην υπεράσπιση των κοινωνικών και δημοκρατικών κατακτήσεων και αφετέρου, έστω και εν δυνάμει, για να μην έχουμε αυταπάτες, στον ριζικό μετασχηματισμό της σημερινής καταθλιπτικής πραγματικότητας.

Με άλλα λόγια, για να είναι πειστική και βιώσιμη μια τέτοια Αριστερά  πρέπει ταυτόχρονα να επιδιώξει από τη μια την επιστροφή στις ρίζες της πλούσιας ιδεολογικής και πολιτικής κληρονομιάς του προοδευτικού χώρου και από την άλλη την στροφή προς το μέλλον, προς ανανεωμένες ριζικά προγραμματικές επεξεργασίες, που θα βασίζονται σε μια σύγχρονη και αδογμάτιστη ανάγνωση –αλλά και διήθηση– των διεθνών, ευρωπαϊκών και εθνικών δεδομένων.

Δ. Στο σημείο αυτό, όμως, απαιτούνται και κάποιες επιπλέον διευκρινίσεις:

Κατ’αρχάς, η ζητούμενη εναγωνίως Αριστερά δεν μπορεί να έχει καμία σχέση με τις δυνάμεις του προλεταριακού παλαιοημερολογητισμού, πολλώ δε μάλλον του σταλινικού ολοκληρωτισμού, υπό την όποια εκδοχή τους.

Επιπλέον, όμως, στην Αριστερά αυτήν δεν μπορούν να συνυπολογίζονται οι δυνάμεις του πολιτικού ερμαφροδιτισμού, όπως αυτός εξειδικεύεται από ένα χύμα και επαμφοτερίζον «κέντρο», το οποίο κατά κανόνα δομείται γύρω από ιδιοτελείς προσωπικές επιδιώξεις. Για να παραφράσω το Ευαγγέλιο, πρέπει να είναι κανείς είτε ζεστός είτε ψυχρός, διότι, η ιστορία «μέλει εμέσαι» τους χλιαρούς…

Και κλείνω με ένα μεγάλο ερωτηματικό, που σχετίζεται πλέον άμεσα και με το δεύτερο σκέλος της σημερινής συζήτησης:

Είναι συμβατή με μια σύγχρονη και επίκαιρη θεώρηση η λεγόμενη ριζοσπαστική Αριστερά;

Το ερώτημα αυτό δεν επιδέχεται εύκολες και επιδερμικές απαντήσεις.

Μόνο στην Ελλάδα ο όρος Αριστερά ταυτίζεται με την κομμουνιστογενή εκδοχή της με αποτέλεσμα το ανιστόρητο «πρώτη φορά Αριστερά» του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ είναι γνωστό ότι στην Ελλάδα πρώτη φορά Αριστερά, τύποις και ουσία, ήταν το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου…

Εν πρώτοις διότι η σημερινή ριζοσπαστική Αριστερά, με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της, είναι απότοκος της κρίσης των παραδοσιακών ρευμάτων της Αριστεράς. Προέκυψε περισσότερο σαν δύναμη αντίδρασης παρά σαν οργανωμένη πολιτική απόπειρα μιας νέας πολιτικής στοχοθεσίας.

Κατά δεύτερον, η Αριστερά αυτή δεν είναι ενιαία, ούτε ως προς τις πολιτικές της καταβολές ούτε ως προς την εκφορά του λόγου και την δράση της. Υπήρξαν διάφορες πολιτικές ροές που διαμόρφωσαν την κατά περίπτωση φυσιογνωμία της και που επηρέασαν, ως εκ τούτου, την στάση της.

Το κύριο όμως χαρακτηριστικό της δεν είναι κατά την άποψή μου ο λαϊκισμός, όπως λέγεται συχνά, αλλά ο αριστερισμός, δηλαδή το ότι κατά κανόνα διατυπώνονται μαξιμαλιστικές και ανερμάτιστες πολιτικές θέσεις και προτάσεις ερήμην των εθνικών, ευρωπαϊκών και  διεθνών  δεδομένων. Υπάρχουν βέβαια και λαϊκιστικά χαρακτηριστικά σε αυτήν την Αριστερά, αλλά από το σημείο αυτό μέχρι να καλύπτονται με τον όρο λαϊκισμός όλες οι παθολογικές πολιτικές συμπεριφορές, υπάρχει μια απόσταση. Και η απόσταση αυτή γίνεται ακόμη μεγαλύτερη όταν πολλές από τις αντιλαϊκιστικές κορώνες υποκρύπτουν μια εγγενή πολιτική απέχθεια, ιδίως των «τεχνικών της εξουσίας», απέναντι στον ίδιο τον λαό και την λαϊκή κυριαρχία.

Η θέση μου λοιπόν είναι ότι δεν υπάρχει μια συνολική απάντηση για το αν μπορεί η εν γένει ριζοσπαστική Αριστερά να ενταχθεί σε μια Νέα Ευρωπαϊκή Αριστερά που θα δώσει ελπίδα και προοπτική στους λαούς της Ηπείρου μας. Είναι άλλο η ανοιχτόμυαλη σουηδική και η ευέλικτη πορτογαλική ριζοσπαστική Αριστερά, για παράδειγμα, και άλλο το παλαιολιθικό και άκαμπτο κόμμα του Μελανσόν. Εξαρτάται από το εάν και κατά πόσο μια τέτοια Αριστερά είναι διατεθειμένη να ξεφύγει από μια στείρα και ισοπεδωτική καταγγελτική συνθηματολογία και να εγκύψει στα σημερινά προβλήματα με την στάση και την προσέγγιση μιας σοβαρής και υπεύθυνης πολιτικής δύναμης. Με άλλα λόγια, το μεγάλο ζητούμενο, για μια τέτοια ριζοσπαστική Αριστερά, είναι όχι να μετατραπεί σε σοσιαλδημοκρατία, όπως λέγεται συχνά ελαφρά τη καρδία,  αλλά να αποφασίσει να συνεισφέρει εποικοδομητικά το νέο ρίγος και σφρίγος που κομίζει σε μια συνολική προσπάθεια ενεργοποίησης των κουρασμένων αντανακλαστικών της σύγχρονης Αριστεράς.

  1. Μετά από αυτήν την γενική τοποθέτηση, ας έρθουμε πλέον στα δικά μας:

Α. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι με τα προηγούμενα έδωσα ήδη την απάντηση και στο δεύτερο σκέλος της σημερινής μας συζήτησης. Δυστυχώς, όμως η ελληνική πραγματικότητα δεν επιτρέπει τόσο εύκολες αναγωγές. Και εξηγούμαι:

Ξεκινάω με τον όρο Αριστερά. Παντού στην προηγμένη δημοκρατικά Ευρώπη τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα εντάσσονται (και αυτοεντάσσονται) στην Αριστερά. Μόνο στην Ελλάδα –για ιστορικούς αλλά και για προπαγανδιστικούς, επ’εσχάτων, λόγους– ο όρος Αριστερά ταυτίζεται με την κομμουνιστογενή εκδοχή της με αποτέλεσμα το ανιστόρητο «πρώτη φορά Αριστερά» του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ είναι γνωστό ότι στην Ελλάδα πρώτη φορά Αριστερά, τύποις και ουσία, ήταν το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου…

Συνεχίζω με την σημερινή πραγματικότητα του ευρύτερου προοδευτικού χώρου. Θα το πω απλά και χωρίς περιστροφές. Το μεγάλο πρόβλημα για έναν ουσιαστικό διάλογο είναι ότι στον χώρο  αυτόν κινούνται δύο σχήματα βαθύτατα προβληματικά. Θα έλεγα, χρησιμοποιώντας μια χαρακτηριστική έκφραση που έχουμε στη βόρεια Ελλάδα, ότι σε μεγάλο βαθμό το μεν Κίνημα Αλλαγής είναι γιαλαντζί σοσιαλδημοκρατία, ο δε ΣΥΡΙΖΑ είναι γιαλαντζί Αριστερά.

Ας τα δούμε όμως συγκεκριμένα:

Β. Το Κίνημα Αλλαγής είναι ένα σχήμα του οποίου ο κορμός, δηλαδή το ΠΑΣΟΚ, βίωσε την μεγαλύτερη ίσως κρίση που βίωσε πολιτικός σχηματισμός στην Ευρώπη. Δεν είναι του παρόντος, φυσικά, να αναλύσουμε τα αίτια. Το βέβαιο είναι ότι επρόκειτο για έναν ιδιότυπο πολιτικό φορέα της σοσιαλιστικής Αριστεράς, ο οποίος, ενώ είχε εξαιρετικά θετική συμβολή –παρά τα πολλά αρνητικά του– στην διαμόρφωση της μεταπολιτευτικής πραγματικότητας γνώρισε στον νέο αιώνα αλλεπάλληλες και επώδυνες πολιτικές μετατοπίσεις και μεταλλάξεις.

Αυτές, σε συνδυασμό με λάθος επιλογές των ηγεσιών του, το αποδυνάμωσαν, το απέκοψαν σταδιακά από τις λαϊκές του ρίζες και εν τέλει το μετέτρεψαν σε «καθεστωτική» συνιστώσα του πολιτικού συστήματος, με αποτέλεσμα να βρεθεί ανέτοιμο και να μην αντέξει στην πίεση της κρίσης, χάνοντας το μέγιστο μέρος της λαϊκής του βάσης, ιδίως προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Το τελευταίο διάστημα υπήρξε μια προσπάθεια ανασυγκρότησης –μέσω του ευρύτερου σχήματος του Κινήματος Αλλαγής– αλλά η ενθαρρυντική συμμετοχή στην ανάδειξη ηγεσίας δεν είχε την ανάλογη συνέχεια. Έγινε μια διαδικασία που ονομάσθηκε Συνέδριο, χωρίς κανείς να είναι αιρετός, και στη συνέχεια ο χώρος χάθηκε στη μετάφραση, καθώς είναι προφανές ότι μαστίζεται από διχασμό προσωπικότητας, για να χρησιμοποιήσω έναν ιατρικό όρο.

Ναι μεν δεν επικράτησε επίσημα η άποψη ότι ο χώρος πρέπει να είναι κάτι σαν αναβίωση της παλαιάς «Ενωσης Κέντρου», στην πράξη όμως υπάρχει μια διαρκής διελκυστίνδα.  Οι μεν τραβούν προς αυτήν την κατεύθυνση, με νέο πρότυπο, πλέον, τον Μακρόν –αγνοώντας, όμως τα διαφορετικά δεδομένα του ημιπροεδρικού συστήματος– οι δε άλλοι, ακόμη και οι εκ της ανανεωτικής Αριστεράς ορμώμενοι, ανακάλυψαν ξαφνικά την κρυφή γοητεία της σοσιαλδημοκρατίας, χωρίς όμως να προεκτείνουν, όπως θα έπρεπε, την θέση τους προς την κατεύθυνση διαμόρφωσης ενός νέου –και αναγκαίου– μετριοπαθούς πόλου της ευρείας Αριστεράς…

Αν σε αυτά προστεθεί η πολυγλωσσία –που ήταν αναπόφευκτη από τη στιγμή που επιλέχθηκε ένας χαλαρός εκλογικός συνασπισμός αντί ενός σφικτού ομοσπονδιακού σχήματος– γίνεται νομίζω φανερό το γιατί ο χώρος αυτός ετεροκαθορίζεται, ταλανιζόμενος από τα διλήμματα που του θέτουν άλλοι αντί να ορίζει ίδιος την ιδεολογική και πολιτική του ατζέντα.

Γ. Και έρχομαι στον ΣΥΡΙΖΑ, που υπήρξε ο μεγάλος ωφελημένος των ραγδαίων ανακατατάξεων που επήλθαν στο πολιτικό σκηνικό μετά την κρίση. Τι είναι τελικά ο ΣΥΡΙΖΑ; Αναμφίβολα είναι ένα αξιοπρόσεκτο πολιτικό φαινόμενο, καθώς η εκτόξευσή του από το 3% στην κυβερνητική πλειοψηφία δεν συναντάται εύκολα. Παράλληλα όμως υπήρξε και δέσμιος αυτής της ξαφνικής εξέλιξης. Ένας χαλαρός συνασπισμός κομμάτων και προσώπων –μεταξύ των οποίων κάποια  κινούνταν μεταξύ Πολ Ποτ και Πέπε Γκρίλο– με θέσεις που ήταν ο ορισμός του κατά Λένιν αριστερισμού,  κλήθηκε να διαχειρισθεί τις τύχες της χώρας στην πιο κρίσιμη ίσως περίοδο της σύγχρονης ιστορίας της. Τα γεγονότα, έκτοτε, είναι γνωστά και δεν προτίθεμαι να τα επαναλάβω. Ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε κόμμα, μετά από απόχρεμψη των πλέον προβληματικών συνιστωσών του, και κράτησε την κυβέρνηση για πολύ μεγαλύτερο διάστημα από όσο περίμεναν και οι πλέον αισιόδοξοι από τους οπαδούς του.

Δ. Μπορεί λοιπόν, στην σημερινή –προεκλογική εν ευρεία εννοία– συγκυρία, να θεωρηθεί ο  ΣΥΡΙΖΑ σαν η βασική συνιστώσα ενός νέου εν δυνάμει προοδευτικού χώρου; Και κατ’επέκτασιν, πρέπει να αντιδράσει θετικά στις σχετικές επίμονες προτάσεις συνεργασίας το Κίνημα Αλλαγής;

Η άποψή μου θα σας ξαφνιάσει, εν όψει της γενικής θέσης μου για προσέγγιση των ποικίλων ρευμάτων της Αριστεράς, αλλά, όπως έχω ήδη υπονοήσει, δεν πιστεύω σε μια μηχανιστική μεταφορά των γενικών προτύπων στην ελληνική πραγματικότητα. Σε αντίθεση λοιπόν με όσα υποστηρίζονται τελευταία από κάποιες πλευρές, η απάντησή μου, είναι εξαιρετικά επιφυλακτική, για να μην πω αρνητική, και ως προς τα δύο σκέλη του ερωτήματος. Μια βεβιασμένη, πρόωρη και άκριτη πολιτική σύμπραξη των δύο αυτών σχημάτων, σήμερα, το πιο πιθανό είναι ότι θα οδηγούσε σε μια γιαλαντζί και πολλαπλά προβληματική προοδευτική παράταξη…

Ας δούμε όμως ειδικότερα το γιατί:

Πράγματι ο ΣΥΡΙΖΑ άλλαξε γραμμή πλεύσης ως προς την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας και αυτό είναι εξαιρετικά θετικό.

Πράγματι, επίσης, προσαρμόσθηκε ως προς την οικονομική πολιτική, με αποτέλεσμα να είναι πλέον ορατή η –τυπική έστω– έξοδος από τα μνημόνια.

Πράγματι συνδέθηκε με την σοσιαλιστική Ομάδα του Ευρωκοινοβουλίου, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο και στενότερων ακόμη σχέσεων με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία.

Το κύριο όμως χαρακτηριστικό της δεν είναι κατά την άποψή μου ο λαϊκισμός, όπως λέγεται συχνά, αλλά ο αριστερισμός, δηλαδή το ότι κατά κανόνα διατυπώνονται μαξιμαλιστικές και ανερμάτιστες πολιτικές θέσεις και προτάσεις ερήμην των εθνικών, ευρωπαϊκών και  διεθνών  δεδομένων. 

Ωστόσο, όλα αυτά δεν σημαίνουν εξ ορισμού ότι έγινε σοβαρή και υπεύθυνη δύναμη της Αριστεράς. Θα μπορούσαν να θεωρηθούν και σαν κλασική αντίδραση του ηγετικού μηχανισμού ενός αριστερίστικου κόμματος το οποίο αφού βρήκε τοίχο, επειδή είχε –αλλά και καλλιεργούσε συστηματικά– αυταπάτες, αποφάσισε να διατηρήσει πάση θυσία την εξουσία, αλλάζοντας άρδην πολιτική συμπεριφορά και μετατρεπόμενος στον πλέον υποδειγματικό εφαρμοστή ακόμη και συνταγών του ευαγγελίου του νεοφιλελευθερισμού, δηλαδή της συναίνεσης της Ουάσιγκτον.

Προσέξτε, δεν λέω ότι οπωσδήποτε είναι έτσι. Λέω όμως ότι είναι εύλογο πολλοί προοδευτικοί πολίτες να σκέφτονται ότι είναι έτσι, όσο οι αλλαγές που έγιναν δεν συνοδεύονται από ανάλογες προσαρμογές τόσο σε κομματικό όσο και σε κυβερνητικό επίπεδο, οι οποίες να δείχνουν ότι όντως υπάρχει αλλαγή παραδείγματος.

Και δεν αναφέρομαι μόνον στην από καιρό οφειλόμενη συγγνώμη πρώτον για τα έκτροπα των οπαδών του την περίοδο του «αντιμνημονιακού» αγώνα, με τις ανεπίτρεπτες εκφράσεις και τους προπηλακισμούς, δεύτερον για τον τρόπο με τον οποίο οδήγησε τη χώρα στις εκλογές, τραυματίζοντας το Σύνταγμα, και τρίτον για το ανεκδιήγητο κατ’ευφημισμόν «δημοψήφισμα», που αποτέλεσε ζωντανή δυσφήμηση της άμεσης λαϊκής συμμετοχής.

Εξ ίσου προβληματικές είναι και πολλές πτυχές της πολιτικής του μετά τις δεύτερες εκλογές, αρχής γενομένης από τον εκ νέου σφικτό εναγκαλισμό του πρωθυπουργού με τον χαρακτηριστικότερο εκφραστή της λούμπεν ακροδεξιάς,  χωρίς καμία συζήτηση, έστω για τα μάτια, με τους δύο τότε φορείς της κεντροαριστεράς προς τους οποίους τώρα εξαπολύει επιθέσεις φιλίας.

Το Κίνημα Αλλαγής πρέπει να θέσει ως όρο συνεργασίας την συμμετοχή και των δύο κομμάτων σε κυβέρνηση εθνικής συνεννόησης τύπου Μόντι (δηλαδή με τρίτο πρόσωπο πρωθυπουργό), έστω και με ψήφο ανοχής του δεύτερου και του τρίτου εκλογικά. 

Αλλά και πέρα από αυτό, η σημερινή κυβέρνηση έχει δώσει τόσα και τέτοια αρνητικά δείγματα γραφής, ιδίως απέναντι στο κράτος δικαίου, που δεν αφήνει και πολλά περιθώρια σε καλόπιστους προοδευτικούς πολίτες εκτός των τειχών του ΣΥΡΙΖΑ να τον προσεγγίσουν θετικά. Το περίεργο δε είναι ότι καταφέρνει να βρίσκεται απολογούμενος, λόγω της στάσης του, ακόμη και στις περιπτώσεις που θα μπορούσε να είναι καβάλα στο άλογο…

Τι να πρωτοθυμηθεί, άραγε, κανείς:

Το ότι θέλει να στελεχώσει όλες τις πολιτικές θέσεις του κρατικού μηχανισμού με στελεχιακό δυναμικό που αντιστοιχεί το πολύ στο 2% του αρχικού και κολοβωμένου πλέον ΣΥΡΙΖΑ;

Τις τραγικές πράγματι επιλογές του ως προς ορισμένους επικεφαλής Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας και γενικότερα ως προς την αξιοποίηση συγκεκριμένων δικαστικών λειτουργών;

Την μακιαβελική προσπάθεια να ελέγξει αντί να ρυθμίσει –όπως έπρεπε– το τηλεοπτικό τοπίο;

Τους κάκιστους χειρισμούς στο σκοπιανό, στο οποίο, αντί να καλέσει ο πρωθυπουργός τους αρχηγούς από την αρχή και να τους θέσει προ των ευθυνών τους για να αναζητηθεί μια εθνικά αξιοπρεπής λύση, με βάση την εθνική γραμμή του Βουκουρεστίου, αρκέσθηκε σε φθηνούς τακτικισμούς, προκειμένου να δημιουργήσει πρόβλημα στην –ακόμη περισσότερο εκτεθειμένη– Νέα Δημοκρατία;

Την ανεπίτρεπτη ανάμειξη της κυβέρνησης και γενικότερα τους τραυματικούς για τους θεσμούς  χειρισμούς της στην δικαστική αντιμετώπιση του υπαρκτού αλλά και τεράστιου σκανδάλου Novartis;

Την κατάθεση αναπτυξιακού σχεδίου χωρίς καμία προηγούμενη διαβούλευση με τα άλλα κόμματα;

Την παντελή έλλειψη σεβασμού στο τεκμήριο αθωότητας των πολιτικών της αντιπάλων;

Το ότι αντί να αποτολμήσει μια συνολική και ριζική μεταρρύθμιση του κράτους αναλώνεται σε ασκήσεις ανενδοίαστης μικροπολιτικής με επίκεντρο ένα  καταστροφικό, ως προς την αυτοδιοίκηση, εκλογικό σύστημα απλής αναλογικής;

Ο κατάλογος είναι μακρύς και θα μπορούσα να αναφέρω πολλά ακόμη, που να ενισχύουν αυτές μου τις επιφυλάξεις. Θα αρκεσθώ όμως σε μια επισήμανση και σε μια απορία:

Πρώτα η επισήμανση: Είναι δυνατόν να ιδιωτικοποιούνται άκριτα τα πάντα και η κυβέρνηση να προβάλλει αυτάρεσκα, σαν σύμβολο κατά του νεοφιλελευθερισμού, το να είναι δημόσιοι υπάλληλοι αυτοί που μαζεύουν τα σκουπίδια;

Δεύτερον η απορία, που πιστεύω ότι δεν είναι μόνο δική μου:  Γιατί ο πρωθυπουργός, ενώ  αναμφίβολα διαθέτει, πέρα από το επικοινωνιακό του χάρισμα, και οξύ ένστικτο πολιτικής επιβίωσης, δεν κατανοεί ότι πρέπει να ξεχάσει επιτέλους τον συνδικαλιστή που κρύβει μέσα του –ο οποίος το μόνο που σκέφτεται είναι πως θα την φέρει στους αντιπάλους του–  και να αναχθεί στο ύψος του εθνικού ηγέτη, που θα έχει ως γνώμονα το συμφέρον της χώρας;

Ε. Τι πρέπει να γίνει λοιπόν; Να προσχωρήσουμε στην άποψη που καλλιεργείται εδώ και καιρό από διάφορα κέντρα για συνεργασία του Κινήματος Αλλαγής με την ΝΔ; Ασφαλώς όχι. Η άσκηση πολιτικής δεν μπορεί να στηρίζεται σε ψυχώσεις, απωθημένα και ρεβανσισμούς. Η ΝΔ, παρότι προσπαθεί να κρυφτεί πίσω από έναν ρηχό και  –θα ξαναπώ την λέξη– γιαλαντζί φιλελευθερισμό, εξακολουθεί να είναι αυτό που ήταν πάντα: το κόμμα του οικονομικού και πολιτικού κατεστημένου. Ένα κόμμα βαθύτατα συντηρητικό,  πολιτικά τριχοτομημένο και πολλαπλά αλλοτριωμένο από ιδιωτικά συμφέροντα. Ως εκ τούτου η επιλογή μιας εκ νέου συνεργασίας όχι μόνο θα είναι καταστροφική για το Κίνημα Αλλαγής αλλά και θα βλάψει ανεπανόρθωτα την προοπτική συγκρότησης –έστω εν δυνάμει και προοπτικά– ενός πράγματι προοδευτικού μετώπου στη χώρα μας.

Η λύση, κατά την άποψή μου είναι μία. Αν κανένα κόμμα δεν έχει αυτοδυναμία, να επιδιωχθεί η προοπτική της εθνικής συνεννόησης που τόσο άκριτα τορπίλισαν παλαιότερα, τόσο η ΝΔ του κ. Σαμαρά όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό σημαίνει ότι το Κίνημα Αλλαγής πρέπει να θέσει ως όρο συνεργασίας την συμμετοχή και των δύο κομμάτων σε κυβέρνηση εθνικής συνεννόησης τύπου Μόντι (δηλαδή με τρίτο πρόσωπο πρωθυπουργό), έστω και με ψήφο ανοχής του δεύτερου και του τρίτου εκλογικά. Όποιος αρνηθεί, θα αναλάβει το κόστος δεύτερων εκλογών με απλή αναλογική, οπότε οι συσχετισμοί θα είναι διαφορετικοί και δεν θα αρκούν πλέον δύο για σχηματισμό κυβέρνησης.

Αν λοιπόν οδηγηθούμε, κατ’ανάγκην πλέον, σε μια τέτοια προγραμματική κυβέρνηση, για ένα μεταβατικό διάστημα, αυτό θα έχει πολλαπλά ευεργετικές συνέπειες όχι μόνον για την οικονομία, προκειμένου να γίνουν οι τελικές κινήσεις απεμπλοκής από τα μνημόνια χωρίς τον φόβο του πολιτικού κόστους, αλλά και στο πεδίο των πολιτικών μας ηθών. Διότι πρέπει να καταστεί επιτέλους συνείδηση ότι οι πολιτικοί αντίπαλοι δεν είναι εχθροί και ότι όλες οι δυνάμεις που πιστεύουν στην ανοιχτή και δημοκρατική κοινωνία  βρίσκονται στην ίδια βάρκα και πρέπει να αντιμετωπίζουν από κοινού τους εξωτερικούς κινδύνους τόσο για την δημοκρατία όσο και για την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας. Σε ό,τι δε αφορά, ειδικότερα, τον ευρύ προοδευτικό χώρο, θα είναι μια μεγάλη ευκαιρία, μέσα από την θεσμική συνύπαρξη και συνεργασία, να κλείσουν οι πληγές και να γίνει η αναγκαία εκ βαθέων αυτοκριτική, ένθεν κακείθεν. Κι όταν παρέλθει το αναγκαίο μεταβατικό διάστημα,  μπορούμε πλέον να οδηγηθούμε σε εκλογές στις οποίες οι πολιτικές επιλογές θα μπουν,  επιτέλους, στην φυσιολογική τους κοίτη, που δεν είναι άλλη από την αντίθεση Αριστερά-Δεξιά. Τότε και μόνο τότε το προοδευτικό μέτωπο, δηλαδή ο πόλος μιας νέας πλουραλιστικής ρηξικέλευθης και υπεύθυνης Αριστεράς, χωρίς τα βαρίδια και τους αρνητές της, θα είναι πράγματι επιτακτική αναγκαιότητα.

*Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

*Ομιλία στη συζήτηση για το μέλλον της προοδευτικής παράταξης στο Polis Art Cafe -6- 5-2018