Γιάννης Ραγκούσης: μπορεί να κάνει την έκπληξη;

Του Γ. Λακόπουλου

Στην θεοπάλαβη κούρσα των δέκα για το αξίωμα του επικεφαλής ενός κόμματος που δεν υπάρχει και θα στηριχθεί για να δημιουργηθεί στο πενιχρό ποσοστό του ΠΑΣΟΚ  -οι άλλοι δε έχουν τίποτε- το οποίο θέλει να αντικαταστήσει. Ο Γιάννης Ραγκούσης είναι αουτσάιντερ. Τουλάχιστον αν πάρουμε τις μετρητοίς τους συνήθεις δημοσκόπους που κάθε τόσο στέλνουν αέρα στα πανιά του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Αλλά και χωρίς αυτούς είναι αδύναμος υποψήφιος απέναντι στους βασικούς διεκδικητές: δυο επικεφαλής κοινοβουλευτικών κομμάτων, έναν προβεβλημένο δήμαρχο και έναν οργανωμένο πρώην γραμματέα του ΠΑΣΟΚ που είναι σήμερα ευρωβουλευτής.

Ο πρώην υπουργός δεν έχει να αντιτάξει δύναμη πυρός. Έχει μικρή θητεία στη πολιτική,  βαρύνεται με το λάθος ότι εγκατέλειψε την κοινή πορεία με την Άννα Διαμαντοπούλου και πρωτίστως δεν έχει στη διάθεση του υλικά μέσα -σπόνσορες, προστάτες και  μηχανισμούς- όπως οι υπόλοιποι. Άρα είναι χαμένος από χέρι;

Μάλλον. Αλλά ο 50άρης πρώην υπουργός από τις πρώτες ημέρες της κούρσας δείχνει ότι διαθέτει ένα όπλο που δεν έχουν οι υπόλοιποι: το όπλο της πολιτικής πρωτοβουλίας. Στην πολιτική αυτό ισοδυναμεί με πυρηνικό οπλοστάσιο, αν συνδυάζεται με ισχυρή βούληση. Από την ιστορία ξέρουμε ότι η βούληση των ανθρώπων κινεί τα πράγματα και από την πολιτική ότι η εκδήλωση πρωτοβουλίας διαμορφώνει τους όρους των αναμετρήσεων.

Στην πορεία προς τις κάλπες της 5ης Νοεμβρίου -αν υπάρξουν τελικά- ο Γιάννης έκανε μια κίνηση με τη οποία κόλλησε στον τοίχο τους συνυποψήφιους του. Τους ζήτησε να δεσμευτούν σε δυο μείζονα πολιτικά ζητήματα, που μπορούν να αποτελέσουν να διακυβεύματα αυτής της αναμέτρησης.

Για να αρχίσουμε από το δεύτερο, προτείνει να μην χρίζεται κανείς υποψήφιος βουλευτής αν έχει συμπληρώσει στη Βουλή δώδεκα χρόνια. Μπίγκο.  Όποιος θέλει μπορεί να ψάξει ποιος τα έχει συμπληρώσει ήδη και ποιος βρίσκεται κοντά στο όριο. Αν είναι και πιο διεισδυτικός μπορεί να διακρίνει και ποιες επενδύσεις έχουν γίνει, από ποιους και σε ποιους και κινδυνεύουν να τιναχθούν στον αέρα με αυτό το «μέτρο».

Προφανώς οι αντίπαλοί του δεν το  εγκρίνουν. Αλλά είναι υποχρεωμένοι να πάρουν θέση εφόσον τους έστειλε προσωπική επιστολή. Και ενδεχομένως αυτή η θέση να είναι βούτυρο στο ψωμί του.

Η δεύτερη πρότασή του Ραγκούση προς τους υπόλοιπους είναι να συζητήσουν για την μετεκλογικές συνεργασίες του «νέου φορέα». Για όσους ξέρουν πρόσωπα και πράγματα είναι μια πρόταση στο κενό, γιατί πολλοί έχουν πάρει τις αποφάσεις τους. Άλλοι θα την κοπανήσουν από το νέο κόμμα, για να παίξουν τους αρχηγούς κομματος μόνοι τους και άλλοι έχουν προσύμφωνα με τον Μητσοτάκη. Ο Ραγκούσης το κατήγγειλε ήδη και έθεσε έναν πήχη σ’ αυτό το σημείο.

Τώρα τους το κάνει πιο δύσκολο. Ζητά τις προσωπικές τοποθετήσεις “για την παροχή ή όχι ψήφου εμπιστοσύνης σε κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη ή του κ. Τσίπρα”. Είναι ίσως το πιο κρίσιμο ζήτημα όχι μόνο για τον το χώρο  αλλά για το σύνολο των πολιτικών εξελίξεων. Ο Ραγκούσης ξέρει την ευαισθησία του χώρου και όλοι καταλαβαίνουν πού στοχεύει. Και όλοι προβλέπουν ποιοι δεν θα απαντήσουν καθαρά.

Αλλά με αυτόν τον τρόπο ορίζει το γήπεδο, και τους καλεί να θέσουν από κοινού και τους όρους του παιχνιδιού. Και καθώς το είδος του γηπέδου ορίζει και το είδος του παιχνιδιού βρίσκεται ένα βήμα μπροστά από τους υπολοίπους.

Αρκούν αυτά ώστε ένα αουτσάιντερ να ανατρέψει τα προγνωστικά; Όπως παίζεται αυτό το παιχνίδι, όχι. Αλλά το δίδαγμα από την  πρωτοβουλία Ραγκούση είναι ότι όποιος μετέχει στην πολιτική πρέπει  να κάνει κυρίως πολιτική. Ήτοι να τα παίρνει όλα από την αρχή σαν ίσος μεταξύ ίσων, από όποια αφετηρία και αν εκκινεί.

Κάποιος θα έλεγε ότι προσπαθεί να μεταφέρει σ’ αυτή την αναμέτρηση το παράδειγμα των Γερμανών, που όταν παίζουν ποδόσφαιρο επιμένουν ως το τέλος και ενίοτε σκοράρουν όταν οι άλλοι νομίζουν ότι όλα έχουν τελειώσει.

Δεν ξέρουμε αν είναι Γερμανός, ή αν μπορεί να γίνει. Σίγουρα όμως η λειτουργία σ’ αυτήν τη υπόθεση είναι υποδειγματική. Αν μη τι άλλο, κάποιος μπορεί  να τη συνδέσει με τη μέθοδο δια της οποίας ο Φέρεντς Πούσκας πήγε τον Παναθηναϊκό στο Γουέμπλει: «Έντεκα αυτοί, έντεκα κι εμείς».