Χωρίς τα ΝΕΑ και το Εθνος την προπερασμένη βδομάδα περίπου 20.000 αναγνώστες δεν επέλεξαν να πάρουν άλλη εφημερίδα. Η Εφημερίδα των Συντακτών και η Δημοκρατία “τσίμπησαν” κάποια φύλλα, αλλά οι περισσότεροι από τους 86 χιλ. αναγνώστες εκείνης της εβδομάδας έπαψαν να είναι αναγνώστες.
Έχουν περάσει μόλις οχτώ χρόνια αφότου το Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλλιφόρνιας διαπίστωνε ότι “όταν ένας αναγνώστης εφημερίδας σε χαρτί πεθαίνει, δεν αντικαθίσταται από κάποιον νέο. Πόσο καιρό θα υπάρχουν άνθρωποι να διαβάζουν εφημερίδα σε χαρτί; Ίσως για είκοσι με εικοσιπέντε χρόνια’.
Οι ελληνικές εφημερίδες από την δεκαετία ’80 που γνώριζαν ακόμα ακμή και μερικές μπορούσαν να λένε πως ανεβάζουν και ρίχνουν εφημερίδες δεν άλλαξαν καθόλου. Ήδη από την δεκαετία 90 η “Ελευθεροτυπία” -πρώτη σε κυκλοφορία άλλοτε- διαβαζόταν μεν, αλλά από αναγνώστες που είχαν περάσει τα 40.
Πολλοί παλιοί δημοσιογράφοι γράφαν ακόμα σε χειρόγραφα. Σε μια γλώσσα ξεπερασμένη με τους νέους στο περιθώριο κάποιας στήλης “για νέους”. Οι “παλιοί” δημοσιογράφοι καταλάβαιναν πως αν έρθουν οι νέοι θα φύγουν αυτοί. Και προτίμησαν να μένουν σε ένα σκηνικό όπου οι αναγνώστες πέθαιναν πριν τις εφημερίδες.
Οι νέες εφημερίδες με το ίδιο κασέ, την ίδια γλώσσα, τους ίδιους -συχνά αμόρφωτους συντάκτες που αντλούσαν τη δύναμή τους από κάποιον εκδότη ή κάποιο κόμμα κι όχι από τους αναγνώστες. Ο καιρός εδώ, τα αθλητικά εκεί, φαρμακεία, βενζινάδικα, αυτές ήταν οι εφημερίδες. Όλος ο κόσμος άλλαζε κι αυτές έμεναν ίδιες.
Ήταν φυσικό να πεθάνουν, αφού ήταν ήδη πεθαμένες. Συνήθως ήταν πολιτικές- ώσπου ξεφύτρωσαν καμμιά εικοσαριά αθλητικές- σε μια εποχή που η πολιτική ξεθώριαζε κι ερχόταν μια τεχνολογία που δεν καταλάβαιναν -σκοτώνοντας ό,τι νέο πήγαινε να γεννηθεί. Κι όταν ήρθε το Ιντερνετ -πίστευαν πως ήταν κάτι προσωρινό που θα περάσει.
Περισσότερο άντεξαν οι εφημερίδες που δεν μάσησαν με το νέο ‘πολιτισμό εικόνας” -της τηλεόρασης- που αντέγραψε την λογική τους, πήρε τους συντάκτες τους. Όπως πάντα, τα περιοδικά της δεκαετίας 85-95- έκλεψαν ιδέες, lay out, κόλπα άλλων περιοδικών με κάποια χρόνια καθυστέρηση.
Το ερώτημα τι είναι και πως φτιάχνεται μια εφημερίδα δεν ετέθη ποτέ σε μια χώρα που οι δημοσιογράφοι δεν είχαν και δεν ήθελαν να έχουν μια πανεπιστημιακή σχολή δημοσιογραφίας, αφού η δημοσιογραφία είναι …ταλέντο. Ειδικά όταν γλύφεις την εξουσία ή της κουνάς το δάχτυλο, όταν καταλαβαίνεις πως εσύ είσαι η πρώτη εξουσία.
Τελικά η μάχη χάθηκε, η ζωή κύλησε, νέες γενιές ήθραν -που δεν έβρισκαν να διαβάσουν τίποτα στις εφημερίδες. Η τεχνολογία τάφερε έτσι που οι νέοι γνώριζαν περισσότερο γι΄αυτήν κι ο ελληνικός τύπος δεν έκανε ποτέ καμιά τομή- αφού δεν έθεσε ποτέ το ερώτημα τι είναι η εφημερίδα.
Τα νέα “ηλεκτρονικά μέσα” δεν απαιτούν τις δεξιότητες ενός παλιού δημοσιογράφου -μιας πολύ παλιάς εποχής, όπου το να είσαι δημοσιογράφος προϋπόθετε το να μπορείς …να γράφεις. Τώρα πια ένας παρουσιαστής μπορεί να είναι βραδύγλωσσος, να μην μιλάει καν ελληνικά, αρκεί να σέβεται το βασικό κανόνα. Το πολιτικό σύστημα ήταν βραδύγλωσσο, όπως τα κόμματα και η τάξη των δημοσιογράφων. Δεν ήταν αξιοκρατικά αυτοί που μπορούσε να είναι -σε μια άλλη χώρα που θα σεβόταν και δεν θα εξοβέλιζε όσους ήταν δημιουργικοί, είχαν νέες ιδέες και πάνω από όλα δεν ήταν οσφυοκάμπτες.
Το αποτέλεσμα το βλέπουμε στον θάνατο των εφημερίδων, στα δελτία ειδήσεων των 8, όταν ένας νέος κόσμος επικοινωνίας αναδύθηκε από το μηδέν σε μια κοινωνία που μερικοί σκέφτονται πως …χρειάζεται ρύθμιση. Ο βασικός κανόνας αυτής της ρύθμισης είναι να μην υπάρχει ό,τι δεν συμφωνεί μαζί μας.
Η Αριστερά δεν ήταν πια αυτή που θα μπορούσε να γεννήσει νέα επικοινωνία αφού σε αντίθεση με αυτήν που το προπερασμένο αιώνα ερχόταν από το μέλλον, τώρα πια ερχόταν από το παρελθόν. Και φοβόταν το νέο και τους νέους -που …διέγραφε όταν διαφωνούσαν.
Αυτή η τάξη έπρεπε να αναστραφεί. Η ελευθερία στον τύπο, αργούσε και μάλλον δεν ήλθε ποτέ, αλλά πήρε την μορφή της αυτολογοκρισίας ή ενός “επαγγελματισμού” όπου ο δημοσιογράφος δεν έχει δική του γνώμη, αλλά αυτή του εργοδότη του ή του αναγνώστη- πελάτη. Δηλαδή “δημοκρατία”, “είμαστε με τον “πολίτη”- καταναλωτή”- θα σας πούμε τα νέα και μετά πόσο σπουδαίος λαός είμαστε.
Θα μπορούσες να πεις πως τελικά όλοι αυτοί ήταν ατάλαντοι εκτός από αμόρφωτοι -που δεν θέλαν σχολές δημοσιογραφίας. Αλλά πως να πεις σε κάποιον ότι είναι ατάλαντος όταν έχει υπάρξει διευθυντής κι έχει και σχολή ήδη δική του, όπου διδάσκει;
Το αποτέλεσμα ήταν η κατάρρευση κατ΄αρχήν του ρόλου των δημοσιογράφων, των κομμάτων, της χώρας. Γιατί σε μια χώρα που οι εφημερίδες, τα κόμματα, τα ΜΜΕ ζουν στο παρελθόν -καθώς όλος ο κόσμος αλλάζει- θα πεθάνουν. Το πρόβλημα δεν είναι αυτό. Είναι πως πουθενά αλλού στο κόσμο δεν αποδεχόμαστε το θάνατο με τόσο πένθος, όσο έχουν τα μανιάτικα μοιρολόγια και τα κλαψοτράγουδα αυτού του λαού του “πάντα ευκολοπίστευτου και πάντα προδομένου” -που πάντα του φταίει κάποιος άλλος, η Μοίρα ίσως και ο Θεός.
Το πρόβλημα είναι πως το αυτόκλητο “νέο” είναι χειρότερο από το παλιό. Και πως χάσαμε τις εφημερίδες πριν απαντήσουμε στο ερώτημα τι είναι εφημερίδα. Τι μορφή θάχει, αν μπορεί να υπάρχει χωρίς χαρτί, τι γλώσσα θα μιλάει ή σε ποια γλώσσα θα γράφει και τι θα λέει.
Χρειάστηκαν εκατό χρόνια για τον ελληνικό τύπο να καταργήσει τη γραμμή ανάμεσα στις στήλες των εφημερίδων ή να πάψει να λέει ο κ. πρωθυπουργός και να πει σκέτο ο πρωθυπουργός. Αλλά τι τραγωδία να ζεις τα σίξτις είκοσι χρόνια μετά και να μη ζεις τα 90΄ς την εποχή των 90’s!
Τώρα κλαίνε για το Βήμα, αλλά αυτό δεν ήταν όργανο του “κατεστημένου”; Kαι η ΕΡΤ που ανάστησε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ με την γνωστή της υπερηφάνεια, δεν ήταν όργανο όλων των κυβερνήσεων από τη χούντα ως τώρα; Παλιές ταινίες, χιλιοπαιγμένες εκπομπές, απέχθεια για το νέο και τις πρωτοπορίες και λατρεία του έντεχνου. Μια εκπομπή για την Εκκλησία, μια για το στρατό- μην ενοχλήσουμε τον “μέσο πολίτη”- κι ας έχουν κυκλοφορήσει τόσα τραγούδια μετά από αυτά στα οποία έχει κολλήσει η Αριστερή ΕΡΤ. Από κοντά και οι μουλάδες -ο σκοταδισμός μπορεί νάναι κι αριστερός.
Το πρόβλημα δεν είναι ότι έκλεισαν οι εφημερίδες που είχαν προσκολληθεί στην δεκαετία ΄70 ή πιο παλιά, αλλά πως δεν έχουμε νέες -προφανώς ηλεκτρονικές ή πως αυτές που έχουμε είναι χειρότερες από τις παλιές. Κι έτσι η νοσταλγία γίνεται πολιτικό πρόγραμμα σε μια χώρα που παραμένει καθυστερημένη, βαθιά συντηρητική, με απέχθεια για το νέο, το διαφορετικό και το αύριο -που έτσι είναι το χιλιομασημένο -και συχνά εξιδανικευμένο- χθες.
Κι όμως αυτή η χώρα μπορεί να έχει ένα καλύτερο μέλλον, νέα μέσα ενημέρωσης, νέο πολιτισμό. Αρκεί να μη φοβάται το μέλλον, να μην κρύβει το -κακό- παρελθόν της, τις χιλιάδες ήττες που γιορτάζει με υπερηφάνια, υποκρισία και ψεύτικα δάκρυα για μια Ελλάδα που χάνεται τάχα, αλλά δεν υπήρξε ποτέ.
Γιατί δεν υπήρξαν ποτέ εφημερίδες σύγχρονες, με όραμα κι άποψη, με νέα γλώσσα και προοδευτικό προσανατολισμό σε μια χώρα που το πιο “αριστερό” κόμμα ζει την εποχή της Βάρκιζας. Δεν στοχεύει στο μέλλον αλλά να πάρει τη ρεβάνς για ήττες σε μάχες που δεν έδωσε. Αν ο αρχαίος Έλληνας αισθάνεται τιμή να πεθάνει για την πατρίδα, ο Νεέλληνας αισθάνεται τιμή γενικώς για όλα κι ας μη πεθάνει -βέβαια!- για την πατρίδα.
Ίσως μια άλλη γενιά, όταν ο κύκλος των “αντίο” τελειώσει να δώσει τέλος στην μεμψιμοιρία και τα κλαψουρίσματα -τη μελό πολιτική, τους “ήρωες” και τους τόσους “σπουδαίους Έλληνες” σε μια χώρα που δεν ήταν και δεν είναι καθόλου σπουδαία. Πίσω από τον ηρωισμό μικροψυχία, δολοπλοκίες, προδοσίες, αθλιότητες.
Ίσως κάποτε το νέο μας έθνος -με την αρχαία βεβαίως βεβαίως καταγωγή και τα λοιπά και τα λοιπά – να γίνει μια κοινωνία που να ανέχεται την κριτική, να αποχτήσει ελευθερία, νέα μέσα ενημέρωσης κι αισθητική. Να μάθει την αλήθεια που δεν υπάρχει ούτε στην πολιτική, ούτε στα μέσα ενημέρωσης που θρηνούμε σήμερα αν και εφημερίδες που πεθαίνουν ήταν ήδη πεθαμένες.
Δεν πέθαναν ούτε άδικα, ούτε τόσο νέες, ούτε τις βρήκε ξαφνικά ο χάρος στο φτερό. Κι έτσι ούτε η μνήμη τους δεν θα είναι αιώνια, όπως των σπουδαίων “τεράτων” της τηλεόρασης ή των αυτοβραβευόμενων δημοσιογράφων- που αν βγάλεις την πρίζα από την τηλεόραση δεν θα τους θυμάσαι την επόμενη μέρα.
Η ζωή αλλάζει, αλλά φαίνεται πως δεν είναι ευχάριστο πια αυτό. Κυκλωμένοι από νεκρούς αν αυτοί ήταν τόσο σπουδαίοι θάμαστε και μεις. Προφανώς δεν αντέχουμε χωρίς ήρωες, δεν θέλουμε να φύγουμε από το σπίτι, αλλά να γυρίσουμε σε ένα σπιτάκι που όχι μόνο δεν υπάρχει, αλλά ούτε υπήρξε ποτέ. Ζούμε την Ιστορία -και την ιστορία μας- μέσα από μια φαντασίωση -μια εθνική φαντασίωση που όλα όσα πεθαίνουν την αποκαλύπτουν ως απογοήτευση.
Όταν αυτός ο κύκλος της καταστροφής- της “παρακμής”- τελειώσει, όσοι ζουν …ακόμα, θα καταλάβουν πως άλλαξε πράγματι η εποχή. Από νέες -ηλεκτρονικές- ψηφιακές- εικονοεφημερίδες με ήχο και χρώματα. Που δεν είχαν ποτέ οι πένθιμες, αιώνια ασπρόμαυρες εφημερίδες, ούτε όταν ανακάλυψαν το χρώμα ως κάτι …εμπριμέ -σαν το κόμμα που δέσποσε την εποχή αυτή.
Οι εφημερίδες ευθύνονται για την παρακμή, τα εγκλήματα, τις προδοσίες, ό,τι κακό συνέβη κι ό,τι καλό δεν συνέβη στη χώρα. Δεν είχαμε ποτέ εφημερίδες που να οδηγούν με ριζοσπαστισμό στο μέλλον, αλλά εξέφραζαν μικρά- όχι μόνο πολιτικά- συμφέροντα. Ας μην κλαίμε. Δεν χάσαμε παρθένες. Αν είχαμε έστω και μια εφημερίδα θάχαμε και μια άλλη χώρα.
Η κακοδαιμονία αυτής της χώρας από το ’21 ως τα σήμερα δεν είναι άσχετη από τον ρόλο, τις ιδέες και την αισθητική και την ηθική του ελληνικού τύπου. Το να μετατρέπουμε τον τελευταίο κίτρινο κι αμόρφωτο δημοσιογράφο σε μεγάλη αξία για τον τόπο δεν κάνει σπουδαία αυτή τη χώρα που κάποτε πρέπει να δει την αλήθεια. Να μάθει την αλήθεια για την ιστορία της κι όχι ηρωϊκά ψέματα. Κι ίσως τότε αποχτήσουμε νέες, γενναίες κι όμορφες- άσχετα από την μορφή που θα έχουν- εφημερίδες.
Η δημοσιογραφία -μεγάλα λόγια σπουδαίων ανδρών με κυρτωμένη πλάτη από την σπουδαιότητά τους, η ενημέρωση, οι εφ- ημερίδες δεν τελειώνει επειδή τελειώνει το χαρτί- από την εποχή που ήταν …μαρμάρινες ή με καλέμι πάνω στο βράχο. Η μορφή αλλάζει σε ένα κόσμο που αλλάζει κι αν αυτό το κατανοήσουμε τότε θα ζούμε την εποχή των 90’ς στα 90’s, τα 20’s την εποχή των 20’ς. Και θα αισθανθούμε πως μετά τους Olympians, τον Μητροπάνο και το “Πάγωσε η Τσιμινιέρα” έχουν κυκλοφορήσει και μερικά …νέα τραγούδια.