Του Γ. Λακόπουλου
Ζούμε ιστορικές στιγμές. Μένει απλώς να δούμε στα επόμενα 24ωρα αν η χώρα εισέρχεται σε περίοδο νέου δράματος, σαν αυτά που δεν σπανίζουν στη νεότερη ιστορία της.
Η χώρα έχει νόμιμη κυβέρνηση με νωπή λαϊκή εντολή και ισχυρή κοινοβουλευτική στήριξη. Αυτή η κυβέρνηση έχει κάθε δικαίωμα να εφαρμόσει την πολιτική της – εφόσον η Βουλή εγκρίνει τις νομοθετικές πρωτοβουλίες της- και θα κριθεί στις επόμενες εκλογές.
Ωστόσο αυτή τη στιγμή η Ελλάδα είναι χώρα επί ξύλου κρεμάμενη. Δεν έχει ούτε έναν σύμμαχο στον πλανήτη. Ακόμη και όσοι συνομιλούν μαζί της συστήνουν να αλλάξει προσανατολισμό και πρακτική.
Ολοι οι εταίροι της είναι εξοργισμένοι μαζί της και καμιά κοινοτική χώρα δεν προσφέρεται να την υποστηρίξει. Ούτε καν η Κυπριακή Δημοκρατία.
Κυβέρνηση με την πλάτη στον τοίχο.
Η ίδια κυβέρνηση όμως βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο. Γιατί; Η απάντηση είναι απλή: γιατί επιχειρεί να κινηθεί έξω από τη συντεταγμένη θέση της χώρας στη διεθνή σκηνή και ταυτόχρονα έξω από τις δυνατότητες και τις ανάγκες της .
Παραγνωρίζει ότι η Ελλάδα είναι χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτό.
Παραγνωρίζει επίσης ότι χάρη σ’ αυτή την ιδιότητα οι άλλες χώρες τη διέσωσαν από τη χρεοκοπία το 2010 και το 2012 με κολοσσιαίο δανεισμό, μακράς διάρκειας αποπληρωμής και χαμηλών επιτοκίων.
Ταυτόχρονα θεωρεί αυτονόητο ότι αυτές οι χώρες υποχρεούνται να τη δανείσουν εκ νέου, αλλά με τους δικούς της όρους.
Γι’ αυτό προβάλει ως επιχειρήματα, πρώτον την πενταετή καταπόνηση του ελληνικού λαού από τα Μνημόνια και δεύτερο την επιθυμία της να υλοποιήσει το πρόγραμμα, βάσει του οποίου ανέλαβε τη διακυβέρνηση.
Το πάει όμως ακόμη παραπέρα με αβασάνιστο τρόπο αν όχι με αφροσύνη: αφήνει ανοιχτό ενδεχόμενο να οδηγήσει τη χώρα εκτός της ευρωπαϊκής οικογένειας αν δεν γίνουν δεκτά τα επιχειρήματα της.
Ήτοι αν δεν χρηματοδοτηθεί το προεκλογικό της πρόγραμμα χωρίς τους όρους που θέτουν οι μόνοι που προσφέρονται να χρηματοδοτήσουν τη χώρα για τρίτη φορά.
Το διακύβευμα δηλαδή είναι: ή χρηματοδότηση ή αποχώρηση από την Ευρωζώνη. Δηλαδή ή λεφτά για να υλοποιήσει όσα υποσχέθηκε προκειμένου να κερδίσει τις εκλογές ή… καθόλου λεφτά.
Κόβουν τους δεσμούς με την Ευρώπη
Τέτοιο δίλημμα θα έθετε μόνο όποιος έχει προαποφασίσει να οδηγήσει την διαπραγμάτευση σε αποτυχία. Πράγματι προβεβλημένα κυβερνητικά στελέχη ρίχνουν λάδι στη φωτιά αυτής της ανεξήγητης αντιπαράθεσης και στην ουσία προβοκάρουν τις διαπραγματεύεσεις.
Οι εταίροι – που την έχουν δανείσει με αυτή την ιδιότητα, αλλιώς θα αδιαφορούσαν- αποκαλούνται συστηματικά “στυγνοί τοκογλύφοι” και “εκβιαστές”. Στα νόμιμα κοινοτικά όργανα αποδίδεται πρόθεση να “ταπεινώσουν τους Έλληνες”.
Κοινοτικοί αξιωματούχοι και αρχηγοί φιλικών κυβερνήσεων, λοιδορούνται και δέχονται επιθέσεις ως “εχθροί της Ελλάδας”, διεφθαρμένοι πολιτικοί και ακατάλληλοι στο ρόλο τους.
Στους παρακμιακούς δεκάρικους που βγάζουν στα τηλεπαράθυρα κάποιοι υπουργοί καλούν το λαό να “αντισταθεί”, να μην δεχθεί την “υποταγή” και να χαράξει άλλους δρόμους. Να προτάξει την “περηφάνια” του και να “τρομάξει με τον αγώνα του” τους μόνους που του έχουν σταθεί ως τώρα. Και τους μόνους που μπορούν να τον οδηγήσουν έξω από το λάκκο της κρίσης, όπως έγινε με τους Πορτογάλους, του Ιρλανδούς και τους Κύπριους.
Ο παραλογισμός ως πολιτική
Την ίδια στιγμή βέβαια οι εχθροί και οι δυνάστες, συνεχίζουν να στέλνουν λεφτά μέσω των κοινοτικών προγραμμάτων και να αιμοδοτούν το τραπεζικό σύστημα με αντάλλαγμα κρατικά χρεόγραφα που δεν αξίζουν ούτε το χαρτί που είναι γραμμένα.
Στην κυβερνητική επιχειρηματολογία προστίθενται και όσα υπέστη ο ελληνικός λαός από το Μνημόνιο. Σα να είναι οι άλλες χώρες και η κοινοτική Ευρώπη υπεύθυνοι και όχι οι δικές του κυβερνήσεις και οι δικοί τους πολιτικοί.
Ζητείται από τους άλλους λαούς να χρηματοδοτήσουν το προεκλογικό πρόγραμμα της σημερινής κυβέρνησης, σα αυτό να δημιουργεί δίκαιο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, επειδή με αυτό εξελέγη.
Προβάλλεται η Δημοκρατία ως επιχείρημα σα να καταλύονται οι Συνθήκες από το εκλογικό αποτέλεσμα στη μια ή στην άλλη χώρα.
Διατίθεται η Βουλή για την παρέλαση απίθανων ανθρώπων που αποφαίνονται για χάρη της Ζωής ότι η Ελλάδα όχι μόνο δεν χρωστάει αλλά πρέπει να παίρνει πίσω κιόλας. Δηλαδή η Βουλη χρησιμοποιείται ως βήμα κατά των εταίρων και της Ευρωπαικης Ενωσης.
Ο παραλογισμός της ελληνικής κυβέρνησης συμπληρώνεται με την επιμονή της να αρνείται την μονή δυνατή προσπάθεια εξόδου από την κρίση με την συνδρομή των εταίρων, επειδή περνάει από τη λιτότητα και προτιμάει την απόρριψη της βοήθειας επειδή αυτή προσφέρεται με όρους. Λες και υπάρχει τρόπος να βγει μια χώρα από την κρίση με παροχές.
Προτιμάει δηλαδή τη χρεοκοπία και τα δεινά που θα επιφέρει από την εφαρμογή ενός προγράμματος εξυγίανσης, – το οποίο στο χέρι της είναι να εφαρμόσει με τον δικαιότερο δυνατό τρόπο και όχι άνισα και άδικα ή ταξικά, όπως έκαναν οι προηγούμενες κυβερνήσεις.
Προτιμάει τη σύγκρουση την Ευρώπη, – στην οποία η Ελλάδα ανήκει οργανικά και έχει κάθε λόγο να συνεχίσει να είναι-, από τη συνεργασία με χώρες σε επίπεδο οργάνωσης, θεσμικής λειτουργίας και Δημοκρατίας,- που θα έπρεπε να επιδιώκουμε .
Προτιμάει να διακοπεί η σχέση χάρη στην οποία γνώρισε την ευημερία η Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες, παρά να δεχτεί την ευρωπαϊκή συνδρομή χωρίς την οποία η Ελλάδα θα επιστρέψει στα πέτρινα χρόνια του παρελθόντος της.
“Φέρτε πίσω την ψήφο μου”
Τι είναι αυτό που συνθέτει αυτόν τον παραλογισμό;
Στην καλύτερη περίπτωση η απάντηση είναι: η λανθασμένη εκτίμηση των δεδομένων και του συσχετισμού δυνάμεων. Πίστευε δηλαδή η κυβέρνηση την ανόητη θεωρία ότι η Ευρωζώνη θα καταρρεύσει αν θα φύγει η Ελλάδα. Και ότι θα την εκβιάσει για βοήθεια “για να μη τη πάρει μαζί της”, παριστάνοντας την εκβιαζόμενη ταυτόχρονα.
Θεωρεί ότι υπάρχουν περιθώρια να αλλάξει τον γεωστρατηγικό προσανατολισμό της χώρας και να αντικαταστήσει τη παρουσία της στην Ευρώπη με άλλες συμμαχίες, κάτι που θα ήταν, εκτός από αποτυχημένο, και ανιστόρητο. Άρα, εγκληματικό και εκτός λαϊκής εξουσιοδότησης ούτως ή άλλως.
Στη χειρότερη περίπτωση: να υπήρχε εξ αρχής επιδίωξη από-ευρωπαϊκοποίησης της χώρας. Αποχώρηση από την κοινοτική Ευρώπη λόγω του ότι το κοινοτικό κεκτημένο, με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις, δεν ευνοεί την αντίληψη διακυβέρνησης της.
Να εκτελεί δηλαδή η κυβέρνηση σχέδιο. Οπότε όσα πράττουν και λένε οι εκπρόσωποι της δεν είναι τυχαία και ασύνδετα μεταξύ τους ούτε απλώς παλαβομάρες.
Είναι επεισόδια σε σενάριο που έχει προδιαγεγραμμένο τέλος με τη χώρα εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης και την άσκηση της διακυβέρνησης εκτός του πλαισίου που επιβάλει η δημοκρατική Ευρώπη και κατέκτησε η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία.
Κανείς σώφρων άνθρωπος δεν ήθελε να ισχύει, έστω και σαν σκέψη, το δεύτερο.
Σ’ αυτή τη περίπτωση, αν μη τι άλλο, στις 25 Ιανουαρίου δεν είχαμε εκλογές και αλλαγή κυβέρνησης αλλά υφαρπαγή τη εξουσίας.
Με την έννοια ότι υλοποιείται μια στρατηγική η οποία δεν είχε τεθεί υπόψη του ελληνικού λαού. Κι ο πολίτης που επέλεξε τον ΣΥΡΙΖΑ ως καταλληλότερο για να βρει τις λύσεις,που δεν μπορούσαν οι προηγούμενοι, ευλόγως θα αντιδράσει φωνάζοντας :”Φέρτε πίσω την ψήφο μου!”
Η Μεγάλη Δευτέρα του Αλέξη Τσίπρα.
Όλα αυτά όμως οδηγούν σε ένα πρόσωπο: στον Αλέξη Τσίπρα. Αυτός είναι ο φορέας της λαϊκή εντολής. Αυτόν ψήφισαν οι πολίτες ,όχι την Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ. Και σ’ αυτόν έδωσαν εξουσία. Όχι στη Ζωή, τον Βαρουφάκη και τους αλαφροΐσκιωτους.
Ως Πρωθυπουργός έχει δικαίωνα να εφαρμόσει όποια πολιτική θέλει εντός της λαϊκής εντολής. Η 22α Ιουνίου 2015 όμως είναι η “Μεγάλη Δευτέρα” για τον ίδιο πρωτίστως. Η χώρα υπήρχε και πριν από αυτόν και θα υπάρχει και μετά από αυτόν.
Ως τώρα είχε κάθε δικαίωμα να διαπραγματεύεται με τον τρόπο που νόμιζε και να μπλοφάρει, παρότι είναι οφθαλμοφανές ότι τα αποτελέσματα είναι σε βάρος της χώρας στο διεθνή χώρο.
Αυτό όμως είναι το παιχνίδι. Τη Δευτέρα είναι η μεγάλη στιγμή του. Στο Συμβούλιο Κορυφής πρέπει να αποφασίσει, πριν από όλα, αν θα ξαναπάει Ελληνας Πρωθυπουργός σε συνεδρίασή του.
Αν απλώς ως τώρα η κυβέρνησή του κάνει λάθος υπάρχει περιθώριο να το διορθώσει. Όσα έγιναν θα ξεχαστούν αν επανενταχτεί στο ευρωπαϊκό σύστημα αποφάσεων.
Αν όμως τελικά συντάσσεται, έκων- άκων, με όσους πιστεύουν ότι από τη στιγμή που πήραν την κυβέρνηση- με στήριγμα τον Καμμένο- τίποτε άλλο δεν τους δεσμεύει εκτός από τις αναχρονιστικές ιδεοληψίες τους και τις εξουσιαστικές επιδιώξεις τους, τότε οφείλει να ζητήσει ο ίδιος εκ νέου λαϊκή εντολή θέτοντας καθαρά τα νέα διακυβεύματα.
Ποτέ άλλοτε πρωθυπουργός ή αρχηγός κόμματος δεν βρέθηκε σε τόσο δύσκολη θέση, αλλά και μπροστά σε τόσο κρίσιμες αποφάσεις. Κι ας έφερε ο ίδιος εκεί τον εαυτό του.
Αντικειμενικά από τη μια πλευρά υπάρχει ο σίγουρος δρόμος της Ευρώπης στην οποία η Αριστερά έχει ρόλο και συμβολή εν όψει της μετεξέλιξής της. Από την άλλη ο τυχοδιωκτισμός μιας ομάδας που διαμορφώθηκε την εποχή του 4%. Και σήμερα -στο όνομα μιας πρόσκαιρης πλειοψηφίας- οδηγεί στο τριτοκοσμικό κενό με την κουλτούρα του καθεστωτισμού και καταργεί τα ευρωπαϊκά κεκτημένα τριών γενεών Ελλήνων.
Ο Πρωθυπουργός οφείλει να κρίνει με βάση τη συνιστάμενη του δημόσιου αισθήματος. Με το κριτήριο του 36% που τον εμπιστεύθηκε και τα ιστορικά συμφέροντα της χώρας.
Αλλιώς η ελπίδα του “πρώτη φορά Αριστερά” θα μετατραπεί σε “ποτέ πια Αριστερά”. Και στη συνέχεια, όπως έλεγε ο Κολοκοτρώνης: “όποιος απομείνει ας ακούει των γυναικών τα μοιρολόγια”.