Του Γ. Λακόπουλου
Αν μπορεί να διεκδικήσει μια πρωτιά η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι ότι καμιά άλλη μέχρι τώρα δεν είχε από την ώρα που ανέλαβε ως αποκλειστικό στόχο την αναπαραγωγή της.
Όλα τα κόμματα που κερδίζουν εκλογές επιδιώκουν να τις ξανακερδίσουν. Αλλά στηρίζονται στη άσκηση της πολιτικής τους- από την οποία περιμένουν επιβράβευση.
Με τη ΝΔ πολιτική είναι η επανεκλογή δια της αντιπολίτευσης στην αντιπολίτευση. Αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης ηταν ο καλύτερα προετοιμασμένος πρωθυπουργός, ήταν γι’ αυτό.
Αλλά η πολιτική ως αποτύπωση της ιδεολογίας και της στρατηγικής ενός κόμματος δεν τέμνεται στα σημεία που το ίδιο επιλέγει. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν είναι μέγεθος διαφορετικό από την αντιπολίτευση της ΝΔ επί Μητσοτάκη.
Ο τρόπος με τον οποίο πολιτεύτηκε μέχρι να πάρει την εξουσία, τη στοιχειώνει σήμερα και τη φέρνει μπροστά σε τρεις κινδύνους που απειλούν να την καταπιούν.
Είναι κίνδυνοι που προέρχονται από τη σύνθεση της πρακτικής με την οποία έκανε αντιπολίτευση και της πολιτικής που ασκεί ως κυβέρνηση. Και είναι ορατοί δια γυμνού οφθαλμού.
Το νέο ακροδεξιό ρεύμα
Ο πρώτον κίνδυνος έχει ως αφετηρία το μεταναστευτικό και τις Πρέσπες και στην ουσία είναι η δημιουργία ενός νέου ακροδεξιού κόμματος, δίπλα στη ΝΔ. Πολύ πιο απειλητικού από τη Χρυσή Αυγή, γιατί θα έχει ορατή λαϊκή βάση.
Τον Μιχαλολιάκο και τον Κασιδιάρη δεν ήταν γνωστό ποιοι τους ψήφιζαν. Τώρα δημιουργούνται κατά τόπους ακροδεξιά «κινήματα», με σημαία τη μισαλλοδοξία και φασίζουσες μεθόδους- με ονοματεπώνυμο.
Είναι τα «κινήματα» που αντιτίθενται στη μετεγκατάσταση προσφύγων στις περιοχές τους και στην υλοποίηση της Συμφωνίας των Πρεσπών από την κυβέρνηση.
Σ’ αυτή τη φάση στρέφονται κατά του Μητσοτάκη και του καταλογίζουν ότι «τους πούλησε». Στην επόμενη θα αυτονομηθούν- γύρω από κάποιον νέο ηγετίσκο-που ίσως ξεπηδήσει από τους κόλπους της ΝΔ.
Το κυβερνών κόμμα μπορεί να απορρόφησε τη βάση της Χρυσής Αυγής, αλλά ενισχύθηκαν οι ακραίοι στο εσωτερικό του. Τους βλέπουμε καθημερινά επί σκηνής.
Αυτό με τη σειρά του ανατροφοδοτεί -και εν τέλει νομιμοποιεί -ένα νέο ακροδεξιό ρεύμα στην κοινωνία, που αργά ή γρήγορα θα πάρει μορφής κόμματος- ενδεχομένως χωρίς τα νεοναζιστικά στοιχεία του Μιχαλολιάκου.
Σε κάθε περίπτωση αν προκύψει μια νέα Χρυσή Αυγή, θα είναι αποκλειστικά έργο Μητσοτάκη.
Οι σπόνσορες και οι ολιγάρχες
Δεύτερος κίνδυνος είναι η μιντιακή επικυριαρχία.
Από την πρώτη στιγμή που ξεκίνησε να σταδιοδρομήσει ως πολιτικός πρώτης γραμμής ο Μητσοτάκης, στηρίχθηκε σε μιντιακά συγκροτήματα, οικονομικούς παράγοντες -που απέκτησαν ισχύ με την διασπάθιση του δημοσίου χρήματος- και τυχοδιωκτικά στοιχεία σε κάθε πεδίο της δημόσιας ζωής. Από την πολιτική και τη δημοσιογραφία, ως το συνδικαλισμό και την αυτοδιοίκηση.
Στήριξε την επικράτησή του -και στις αρχαιρεσίες της ΝΔ και στις γενικές εκλογές – στη συνδρομή ολιγαρχών, στην επικοινωνία, σε δημοσκόπους και ΜΜΕ -που κάλυπταν τις ανεπάρκειές του και χτυπούσαν κάτω από τη μέση των αντίπαλο του.
Του βγήκε και έγινε πρωθυπουργός. Αλλά το βρίσκει μπροστά του από την πρώτη στιγμή. Είναι απολύτως εξαρτημένος από τους «σπόνσορές» του.
Του επέβαλαν πρόσωπα στο υπουργικό συμβούλιο. Τον υποχρέωσαν να νομοθετήσει υπέρ της ασυλίας τους και να τους απαλλάξει από περιορισμούς που επέβαλε η Δικαιοσύνη σε υπόπτους για ξέπλυμα βρόμικου χρήματος. Να ασκεί κατά τομέα πολιτική που εξυπηρετεί τα συμφέροντα τους- με το σελοφάν της «ανάπτυξης».
Δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Η στροφή του εναντίον τους θα τον τέλειωνε-όπως είχε τελειώσει και τον πατέρα του. Κοντολογίς τον έχουν στο χέρι και είναι υποχρεωμένος να κινείται κατά τις υποδείξεις τους -έτσι όπως τις επιβάλλουν στην κυβέρνησή του, συχνά δημόσια και προκλητικά. Στην πρώτη αντίδραση του θα τον κατεδαφίσουν.
Αλλά αυτό υπερβαίνει τον σημερινό Πρωθυπουργό. Συνιστά κίνδυνο που απειλεί το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του, τη Δημοκρατία και τους θεσμούς.
Ο ελεγχόμενος πολιτικός είναι υπάλληλος και όχι φορέας πολιτικών θέσεων και εκχωρεί την εξουσία που του έδωσε ο λαός σε τρίτους.
Έτσι παραμερίζεται η πολιτική υπέρ της οικονομικής εξουσίας. Ήδη εκδηλώνονται διαθέσεις απόλυτης κυριαρχίας οικονομικών παραγόντων- που ετοιμάζονται για ρεσάλτο και στην πολιτική σκηνή…
Η κοινωνική έκρηξη
Τρίτος κίνδυνος είναι η κοινωνική έκρηξη. Δεν προκύπτει απλώς από την κυβερνητική πολιτική, αλλά παραδόξως υποδαυλίζεται και από την κυβέρνηση. Ας πάρουμε το παράδειγμα της ΑΣΟΕΕ και των κατειλλημένων κτιρίων.
Αν πήγαινε η Πρυτανεία να διώξει όσους έχουν καταλάβει τους χώρους της και αυτοί προέβαλαν άρνηση, είχε κάθε δικαίωμα να καλέσει την αστυνομία.
Αν πήγαινε ο δήμος Αθηναίων ή οι ιδιοκτήτες να εκκενώσουν τα κτιριά τους και συναντούσαν αντίσταση, επίσης μπορούσαν να καλέσουν την αστυνομία.
Τίποτε από αυτά δεν συνέβη. Με δική τη πρωτοβουλία της η αστυνομία ανέλαβε να «καθαρίσει» τα πανεπιστήμια, να εκκενώσει κτίρια και να φροντίσει για τους πολίτες χωρίς τους πολίτες.
Μοιραία αυτή η νοοτροπία θα κλιμακωθεί και θα δημιουργήσει εστίες αναταραχής. Ησυχία νεκροταφείου δεν μπορεί να επιβάλλει κανείς.
Κατά τον ίδιο τρόπο η κυβέρνηση «φροντίζει» τους εργαζόμενους, χωρίς τους εργαζόμενους. Χωρίς διαβούλευση με τους ίδιους και τους εκπροσώπους τους. Αντίθετά στρέφεται εναντίον του συνδικαλισμού και διαρκώς νομοθετεί σε βάρος τους. Από τις αμοιβές και τις συνθήκες εργασίας, μέχρι το πώς θα ψηφίζουν στα συνδικάτα τους.
Ο κοινός παρονομαστής είναι η εξυπηρέτηση της εργοδοσίας και της ασυδοσίας των μεγάλων συμφερόντων. Ήδη άρχισαν κινητοποιήσεις. Κανείς δεν θα πει «σφάξε με, αγά μου, να αγιάσω». Κοινωνίες σε ακινησία δεν υπάρχουν.
Έχουμε λοιπόν μια κυβέρνηση που υπονόμευσε η ίδια τη θέση της από την εποχή που ήταν στην αντιπολίτευση. Πολιτεύθηκε με μικροκομματισμό και εξουσιαστική βουλιμία και έκαψε κάθε ενδεχόμενο συνεννόησης τώρα που κυβερνάει.
Η μονόπλευρη πολιτική της και ο τρόπος που την προώθησε ως αντιπολίτευση και την ασκεί ως κυβέρνηση πέρασε τη θηλιά στο λαιμό της.
Την καρέκλα θα την κλοτσήσουν αυτοί στους οποίους στηρίχθηκε και όσοι εξαπατήθηκαν. Το θέμα είναι να μην την πληρώσει και η χώρα…