Έρη Ρίτσου: Το μέλλον δεν μοιάζει να μένει «μέλλον» για πολύ ακόμα

Συνέντευξη στον Γιάννη Καφάτο

«Τι να σου πω, παιδί μου; Εμείς τελικά ήμασταν μια ευτυχισμένη γενιά. Μπορεί να ζήσαμε πολέμους, μπορεί να ζούσαμε με το  φόβο πως μπορεί να μας φυλακίσουν, να μας βασανίσουν, να μας σκοτώσουν, μα ζούσαμε με την πίστη πως μπορούμε να φτιάξουμε έναν καλύτερο κόσμο, έναν κόσμο δίκαιο για όλους, ειρηνικό, δημιουργικό. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό; Αυτό σημαίνει πως αυτή η ελπίδα έβγαζε από μέσα μας τον καλύτερό μας εαυτό. Παλεύοντας για έναν καλύτερο κόσμο, γινόμασταν οι ίδιοι καλύτεροι άνθρωποι. Εσείς που να τη βρείτε τέτοια ελπίδα και τέτοια πίστη; Γέμισε ο κόσμος μοιρολάτρες και ανόητους». (ΕΡΗ ΡΙΤΣΟΥ – Ο ΝΕΚΡΟΣ ΔΟΛΟΦΟΝΗΘΗΚΕ σελ. 64-65)

Η Έρη Ρίτσου στο βιβλίο της «Ο νεκρός δολοφονήθηκε»  (Εκδόσεις Κέδρος) δεν γράφει απλώς ένα αστυνομικό μυθιστόρημα με μια κοινωνική ματιά – όπως συνηθίζεται με επιτυχία πολλές φορές στην αστυνομική λογοτεχνία.

Το βιβλίο της Έρης Ρίτσου είναι μια κατάθεση ψυχής – ναι είναι λίγο κλισέ η φράση – ένα «αχ» για τον τρόπο που αντιλαμβάνεται όλα όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα της κρίσης: Οικονομικής, πολιτικής, αισθητικής. Και μια άποψη γι’ αυτά.

Η Ρίτσου έγραψε  ένα πολιτικό βιβλίο με τη φόρμα του αστυνομικού μυθιστορήματος και καταφέρνει να κερδίσει και τον φανατικό της αστυνομικής λογοτεχνίας -απαιτητικοί αυτοί οι αναγνώστες- αλλά και τον λάτρη της καλής λογοτεχνίας που κοιτάζει πώς οι λέξεις συνθέτουν έναν πίνακα ζωγραφικής που δεν τον απολαμβάνεις κοιτώντας αλλά διαβάζοντάς το.

Να μια καλή αφορμή για να γνωρίσω μια γυναίκα που γεύτηκε την αγάπη και την φροντίδα του αγαπημένου ποιητή Γιάννη Ρίτσου.

Ζει στη Σάμο, κι έτσι η επαφή μας έγινε κατ’ αρχήν τηλεφωνικώς. Μια ζεστή φωνή, γεμάτη αμεσότητα και ευγένεια.

Μιλήσαμε λίγο αλλά μου είπε πολλά! Κι έτσι προέκυψε αυτή  κουβέντα – συνέντευξη. Θα επαναλάβω ότι αποφεύγω να μιλάω για την υπόθεση του βιβλίου που μου κέντρισε το ενδιαφέρον. Σημασία έχει η αίσθηση.

Ένα βιβλίο σε κερδίζει  όταν σε «αρπάξει» και σε πάρει μαζί του. Στο λίγο χρόνο που διαθέτουμε πια όλοι οι πολυάσχολοι, ένα καλό βιβλίο μπορεί να κάνει εκείνα τα μαγικά που χρειάζεται η καθημερινότητα αλλά δεν υπάρχουν πια, στην εποχή που τα πάντα έχουν μετατραπεί σε «απλικέισο»!

Νομίζω ότι η συζήτηση με την κυρία Ρίτσου, θα ξεκαθαρίσει λίγα πράγματα για την υπόθεση – αν είναι αυτό που χρειάζεται ως έναυσμα κάποιος – αλλά η κουβέντα μας ξεστρατίζει ή μάλλον βαδίζει σε μονοπάτια που όλοι λίγο-πολύ έχουμε σκεφτεί.

Όσο ετοίμαζα την συνέντευξη είχα μεγάλο δισταγμό: Να την ρωτήσω κάτι για τον Ρίτσο, τον πατέρα της;  Η οικειότητα που σου ανέφερα νίκησε τους δισταγμούς … ας αφήσω όμως τη δική μου πολυλογία και ιδού: Η κυρία Έρη Ρίτσου σε μια κουβέντα με αφορμή τον «νεκρό που δολοφονήθηκε».

Θα ξεκινήσω από εκεί που άρχισε η τηλεφωνική μας επικοινωνία. «Ήθελα να πω τον πόνο μου και μου βγήκε αστυνομικίζον – αστυνομικό βιβλίο». Ποιος είναι ο πόνος σας σήμερα;

Αυτός που είναι και όλων σ’ αυτή τη χώρα, νομίζω. Η διάλυσή της. Το «κατάντημα», όπως λένε, και η μη διαφαινόμενη προοπτική του να ξεφύγουμε απ’ αυτό.  Η κρίση διαρκείας, που για την αντιμετώπισή της η εκάστοτε κυβέρνηση  με την πολιτική της  φτωχοποιεί όλο και μεγαλύτερες μερίδες του πληθυσμού,  κάνει πια τους φτωχούς   άπορους σωρεύει όμως πλούτο στα χέρια αυτών που ήδη τον είχαν,  ξεπουλάει  όλη την κρατική περιουσία καθιστώντας έτσι τους Έλληνες πολλαπλά φτωχούς, αυξάνοντας ολοένα  τις περιπτώσεις αυτοκτονίας και φυσικά τη μετανάστευση των νέων.  Μέσα λοιπόν από το αστυνομικό μου  περνάνε στο βάθος τέτοια θέματα και μαζί με την αναζήτηση της λύσης του μυστηρίου που περιβάλλει τον θάνατο του ανθρώπου που βρέθηκε νεκρός, κάτω από περίεργες συνθήκες, σε μια ερημική περιοχή ενός νησιού, οι ήρωές μου μιλούν για όλα τα θέματα που τους απασχολούν:  για το ασφαλιστικό, για τις περικοπές συντάξεων, για τους πρόσφυγες, για την άνοδο του φασισμού, για τη μετανάστευση.

Αν παλιά το δίλημμα ήταν «αριστερά – δεξιά», σήμερα ποιο είναι;

Τα διλήμματα δεν αλλάζουν. Αλλάζουν ίσως οι έννοιες, το νόημα που δίνουμε στις λέξεις. Το δίλημμα μια κοινωνία όπου οι λίγοι θα απομυζούν τους πολλούς ή μια κοινωνία όπου ο καθένας θα μπορεί να ικανοποιεί τις ανάγκες του, να ζει αξιοπρεπώς, να εργάζεται,   να μορφώνεται, να έχει  πρόσβαση στον πολιτισμό,  στη διασκέδαση, στην ξεκούραση, να έχει εξασφαλισμένη  την περίθαλψη, την ασφάλεια και τη σύνταξή του, παραμένει πάντα σε ισχύ εφ’ όσον υπάρχουν οι κοινωνικές εκείνες τάξεις που έχουν συμφέρον τη μία ή την άλλη κοινωνία.

Ας έρθουμε στη Χρυσή Αυγή – αυτό το όνειδος. Είχατε αναρωτηθεί στο Facebook (με αφορμή την επίθεση στη Μάγδα Φύσσα): Ποιος φταίει που αποθρασύνονται αυτά τα αποβράσματα … Έχετε μήπως την απάντηση, ή κομμάτια της απάντησης;

Μάλλον θα πρέπει να απαντήσω με ερωτήσεις. Ποιας άλλης δίκης η διεξαγωγή καθυστερήσει  τόσο όσο της Χ.Α.; Ποιος άλλος υπόδικος θα πήγαινε σε σχολείο στο Πέραμα να προπηλακίσει δασκάλους, όπως ο βουλευτής της Χ.Α. Λαγός, και δεν θα τον μπουζουριάζανε την επόμενη στιγμή αντί να αγορεύει στη Βουλή την επομένη; Ποιος θα αναλάμβανε τον ρόλο της αστυνομίας και θα έκανε ελέγχους σε λαϊκές αγορές γκρεμίζοντας πάγκους και ξυλοφορτώνοντας κόσμο και δεν θα τον έπιαναν για αντιποίηση αρχής;

Μπορώ να σκεφτώ δεκάδες ερωτήματα που αφορούν στην ατιμωρησία της ποινικά κολάσιμης δράσης των μελών αυτής της οργάνωσης, όλα αυτά τα χρόνια.  Ας μείνουμε όμως στα τελευταία δείγματα γραφής της Πολιτείας: Πρόσκληση κλιμακίου της Χ.Α. να επισκεφτεί μαζί με τον Υπουργό και τον Υφυπουργό Άμυνας το Καστελόριζο και τα υπόλοιπα νησιά. Η απάντηση στις διαμαρτυρίες από χείλη υπουργού ήταν πως το κάνουμε για να τους εκδημοκρατίσουμε!  Πρόσκληση στους θαυμαστές της Χούντας κατά την τελετή παραλαβής των οστών των στρατιωτικών που χάθηκαν στην Κυπριακή τραγωδία που η Χούντα προκάλεσε. Αλήθεια, ποιος τους κάνει να αποθρασύνονται άραγε;

Σε τι έχετε δείξει ανοχή και το έχετε μετανιώσει;

Δεν έχω δείξει ανοχή σε θέματα που είναι αντίθετα με τα πιστεύω μου, έτσι δεν έχω μετανιώσει ποτέ μου για όσες φορές έχω δείξει ανοχή για πράγματα ή συμπεριφορές που μου είχαν προκαλέσει, ας πούμε, εκνευρισμό.  Αυτό που κάνω συνήθως, όταν κάτι δεν μου πάει, είναι να προσπαθώ να βρω το γιατί.  Προσπαθώντας να βρεις το γιατί, βρίσκεις δικαιολογίες και εξηγείς τις συμπεριφορές των άλλων και αυτό αυτομάτως σε ελαφραίνει και μπορείς να είσαι περισσότερο ανεκτικός και άρα πολύ περισσότερο ήρεμος και γαλήνιος.

Η προδοσία, πότε είναι χειρότερη: στον έρωτα ή στην ιδεολογία;

Η  προδοσία πάντα είναι χείριστη.  Στον έρωτα βέβαια αφορά μόνο έναν και δεν ξέρω καν αν μπορούμε να μιλάμε για «προδοσία» στην περίπτωση αυτή μια που δεν μπορεί κανείς να ερωτεύεται ή να συνεχίζει να είναι ερωτευμένος από καθήκον.  Στην ιδεολογία όμως εκτός από τον ίδιο του τον εαυτό ο προδότης προδίδει και πολλούς άλλους και αναλόγως της θέσης του και του μεγέθους της προδοσίας τα αποτελέσματα μπορεί να είναι άκρως καταστροφικά.

Διαβάζετε αστυνομική λογοτεχνία;

Ναι, ανέκαθεν μου άρεσε και τα τελευταία χρόνια βρίσκω πολύ ενδιαφέροντα βιβλία αστυνομικής λογοτεχνίας, κυρίως Ελλήνων συγγραφέων, που είναι πολύ περισσότερο του γούστου μου από αυτά των Σκανδιναβών ή των Εγγλέζων συναδέλφων τους.

Προσωπικά -διαβάζω αρκετά αστυνομική λογοτεχνία- μου κάνει εντύπωση ότι οι συγγραφείς διαλέγουν μόνο θετικούς χαρακτήρες για τους αστυνομικούς τους. Το είδα και σε εσάς. Πού είναι τελικά οι αστυνομικοί που αυθαιρετούν, που τρομοκρατούν μετανάστες, που κλείνουν το μάτι στους χρυσαυγίτες; Θα γράφατε για έναν τέτοιο «αναγνωρίσιμο» ήρωα;

Λογικό δεν είναι αυτός που καλείται να κυνηγήσει τους κακούς δολοφόνους να είναι καλός αστυνομικός; Πώς είναι δυνατόν ένας διεφθαρμένος αστυνομικός που αυθαιρετεί και τρομοκρατεί να τεθεί στην υπηρεσία «του καλού»; Αναγκαστικά λοιπόν ο αστυνομικός ή ο ντέντεκτιβ που  εξιχνιάζει εγκλήματα πρέπει, ανεξαρτήτως από τα άλλα χαρακτηριστικά ή τις αδυναμίες του, μπορεί για παράδειγμα να είναι πότης ή να τα έχει κάνει μαντάρα  στην προσωπική του ζωή, να διαθέτει τα στοιχεία εκείνα που θα του επιτρέπουν να απ’ τη μια να κάνει σωστά τη δουλειά του κι απ’ την άλλη να κερδίζει τη συμπάθεια του αναγνώστη.

Φυσικά ο καλός αστυνομικός μπορεί να πλαισιώνεται από «κακούς μπάτσους» που βάζουν εμπόδια στη δουλειά του. Ο κεντρικός μας όμως ερευνητής πρέπει να είναι καλός. Οι αστυνομικοί που αυθαιρετούν, που τρομοκρατούν μετανάστες, που κλείνουν το μάτι στους χρυσαυγίτες, όπως λέτε, είναι οι ίδιοι εγκληματίες και δεν μπορούν να υπηρετούν στη δίωξη των εγκλημάτων κατά ζωής, τουλάχιστον όχι σε ένα αστυνομικό μυθιστόρημα.  Μπορεί όμως περίφημα να είναι ήρωες σε άλλου είδους μυθιστόρημα που να έχει ίσως και αστυνομικό ενδιαφέρον αλλά και πάλι θα πρέπει να υπάρχει ένας καλός μπάτσος που θα τους ξεμπροστιάσει στο τέλος για να έχουμε χάπι έντινγκ.  Αυτό το λέω γιατί σε ό,τι με αφορά, είναι τόσο μαύρα τα πράγματα γύρω, που θέλω ο μύθος να έχει καλό τέλος.

Θα ξαναγράψετε αστυνομικό βιβλίο, ήταν ενδιαφέρουσα η «περιπέτεια»;

Επειδή γράφω από χόμπι, δεν  έχω επικεντρωθεί σε κάποιο συγκεκριμένο είδος.  Μπορώ να πω μάλιστα πως όταν γράψω κάτι μετά το είδος που έγραψα παύει να με ενδιαφέρει.  Έτσι δεν είχα κανένα σκοπό να ασχοληθώ ξανά με το αστυνομικό μυθιστόρημα.  Το πρόβλημα είναι πως πολλοί φίλοι ζήτησαν μετ’ επιτάσεως μια ακόμα περιπέτεια της ηρωίδας μου, της Μαρίας Γεωργίου και στους φίλους δεν μπορώ ποτέ να αρνηθώ κάτι που μπορώ να κάνω και μπορεί να τους κάνει να χαρούν.  Όσο για την «περιπέτεια», ναι, πλάκα είχε. Το διασκέδασα.

Έρη Ρίτσου: Το μέλλον

Τι σας λείπει από την Αθήνα, εκεί στη Σάμο;

Τα κλασσικά από τα οποία πάσχει η επαρχία.  Οι πολιτιστικές εκδηλώσεις  και κυρίως το θέατρο.   Μαζί με αυτά και οι φίλοι που έχω στην Αθήνα και φυσικά το παιδί μου που λόγω σπουδών το βλέπω αραιά και που.

Πώς είναι μια κόρη να μοιράζεται την αγάπη για τον πατέρα της με την αγάπη χιλιάδων άλλων ανθρώπων; Αισθανθήκατε ποτέ ότι ο Ρίτσος ήταν «πατέρας» κι άλλων, αγνώστων σας ανθρώπων;

Ως κόρη δεν μοιράζομαι την αγάπη για τον πατέρα μου με κανέναν άλλον γιατί δεν έχω αδέρφια.  Τουλάχιστον απ’ όσο ξέρω.  Ως αναγνώστρια της ποίησής του μοιράζομαι την αγάπη για το έργο του μαζί με χιλιάδες άλλους ανθρώπους που βρίσκουν στην ποίησή του κομμάτια του εαυτού τους, αναζητήσεις και σκέψεις τους,  που τους «μιλούν» αυτά που έγραψε.   Κι αυτό το μοίρασμα πολλαπλασιάζει τη χαρά και την απόλαυση ακριβώς γιατί δημιουργεί ένα είδος συγγένειας με όλους αυτούς τους αναγνώστες.

Αν τον είχατε σήμερα δίπλα σας, ποια ερώτηση θα του κάνατε;

Εξαρτάται απ’ την κουβέντα που θα είχαμε.  Οι ερωτήσεις προκύπτουν απ’ τα θέματα συζήτησης.  Όσο ζούσε μου είχε λύσει πολλές απορίες .  Δεν νομίζω πως είχε αφήσει ερωτηματικά αναπάντητα που να με «στοιχειώνουν» και να έχω έτοιμες ερωτήσεις να του κάνω.  Το πιθανότερο είναι πως θα τον ρώταγα αν θέλει να του φτιάξω καφέ.

Τι φοβάστε;

Ότι οι αγώνες των ανθρώπων για μια καλύτερη ζωή σε μερικές δεκαετίες θα είναι άνευ αντικειμένου γιατί έτσι όπως πάμε δεν θα υπάρχει πια ο πλανήτης πάνω στον οποίο βρισκόμαστε.  Θα χαθούμε και ‘μεις σαν τους δεινόσαυρους.  Η στάση των ΗΠΑ σε θέματα που αφορούν το περιβάλλον είναι χαρακτηριστική για το πού βαδίζουμε.  Νομίζω πως οι καταστροφές που έγιναν στον πλανήτη από τα μέσα του προηγούμενου αιώνα και μετά είναι ανυπολόγιστες  και πολλές από αυτές μη αναστρέψιμες.  Με αυτούς τους ρυθμούς το μέλλον δεν μοιάζει να μένει «μέλλον» για πολύ ακόμα.

ΑΠΟ ΤΟ VIEW MAG

Έρη Ρίτσου: Το μέλλον δεν μοιάζει να μένει «μέλλον» για πολύ ακόμα – Συνέντευξη