Απωθημένα δεινά και αριστερός κομφορμισμός

 Toυ Νικόλα Σεβαστάκη

Στον απόηχο της άρνησης της ελληνικής κυβέρνησης να μετάσχει στη διάσκεψη που διοργανώνει η εσθονική προεδρία της ΕΕ για τα «εγκλήματα των κομμουνιστικών καθεστώτων», άναψε η συζήτηση. Σχόλια αιχμηρά, πολιτικά τιτιβίσματα, ξέφρενη αρθρογραφία για τον κομμουνισμό, τις κληρονομιές του και τη στάση της ελληνικής πολιτείας στη συγκεκριμένη συγκυρία.

Βρισκόμαστε όμως 100 χρόνια μετά τον Οκτώβρη του 1917 που έφερε τον ρωσικό κομμουνισμό στην εξουσία σφραγίζοντας τις τύχες λαών και τεράστιων επικρατειών στον πλανήτη. Και το ερώτημα που έχει πάντα τη σημασία του, όσος καιρός και αν περάσει, αφορά τα μεγάλα πολιτικά δεινά και πώς στεκόμαστε απέναντί τους.

Οπως και αν σταθμίσει κανείς τα επιμέρους, η αίσθηση από τις εφαρμοσμένες εμπειρίες κομμουνιστικής εξουσίας, από τον υπαρκτό σοσιαλισμό και τις διάφορες ενσαρκώσεις του, είναι μια αίσθηση πικρή. Ο κυρίαρχος κομμουνισμός, είτε στην ανατολικοευρωπαϊκή του εκδοχή είτε στην ασιατική και στην «τροπική» του, σημαδεύτηκε από ακραία πολιτική καταπίεση, συστηματική και όχι σποραδική βία απέναντι σε διαφωνούντες ή φανταστικούς σκευωρούς, «ισότητα στη φτώχεια» και εξάρσεις οικονομικού ανορθολογισμού. Ως εξουσιαστικός μηχανισμός,

Η καραμέλα της ελληνικής ριζοσπαστικής Αριστεράς (ανεξάρτητα από το αν πολιτεύεται πλέον «μνημονιακά») πως η μνήμη των κομμουνιστικών και φασιστικών δεινών είναι κάτι… ακροδεξιό συνιστά ένα μεγάλο σφάλμα. Πολύ περισσότερο μοιάζει με προσβολή και στις ίδιες τις μειοψηφικές αλλά τιμητικές εμπειρίες της πολύχρωμης αριστερής κριτικής στον μπολσεβικισμό και στους δογματικούς μαρξισμούς-λενινισμούς.

δηλαδή ως καθεστώς, ο κομμουνισμός καταπάτησε κάθε αρχή της νεωτερικής πολιτικής και πολιτισμικής θέσμισης. Αρνήθηκε έμπρακτα το κράτος-δικαίου, τις δικονομικές εγγυήσεις, τη διάκριση δημόσιου-ιδιωτικού, τα ατομικά δικαιώματα τα οποία θεωρήθηκαν «αστικά» και «ξεπερασμένα». Πέρασε από τη σταλινική στρατοπεδική βία σε φάσεις στασιμότητας και πιο επιλεγμένων αυταρχικών πρακτικών. Με δυο λόγια, η μνήμη των καθεστωτικών κομμουνιστικών εμπειριών είναι κατά βάση μνήμη του κακού, όπως θα την ονόμαζε ο Τσβέταν Τοντορόφ. Ιδίως για τους λαούς που βίωσαν την πραγματικότητα της «λαϊκής και προλεταριακής εξουσίας». Και όλα αυτά παρά το γεγονός πως υπάρχουν τεράστιες διαφορές και αποχρώσεις στις εθνικές κομμουνιστικές εμπειρίες.

Σε ένα άλλο επίπεδο πρέπει να τοποθετήσει κανείς τις θεωρητικές αναζητήσεις για τον κομμουνισμό. Η συζήτηση για τους μαρξισμούς και τις άλλες ριζοσπαστικές θεωρίες αποτελεί πλέον κομμάτι της διανοητικής ιστορίας των νεότερων χρόνων. Με πολλές πολιτικές προεκτάσεις, υφέσεις και εξάρσεις. Αν όμως κάποτε είχε πολιτική επίδραση και αντίκτυπο, εδώ και δεκαετίες αυτή η διάσταση αφορά κατά κανόνα θύλακες της ακαδημαϊκής διανόησης παρά τη ζωή των σύγχρονων κοινωνιών. Αυτός ο «θεωρησιακός» κομμουνισμός ανθίζει περισσότερο σε εργαστήρια κοινωνικών επιστημών στα πανεπιστήμια της Δύσης, δίχως να σημαίνει κάτι ιδιαίτερο για την κίνηση της πραγματικής πολιτικής.

Εχει, τέλος, σημασία να κάνουμε τη διάκριση ανάμεσα στα καθεστώτα και στον τρόπο με τον οποίο ενσωματώθηκαν τα κομμουνιστικά κόμματα σε πολλές δυτικές δημοκρατίες. Η εμπειρία του να είσαι στην αντιπολίτευση, είτε έχοντας ισχυρό εκτόπισμα όπως κάποτε στην Ιταλία και στη Γαλλία είτε με ισχνή απήχηση στα όρια της μικρής οργάνωσης, μετέβαλε τον δυτικό κομμουνισμό σε αριστερό συνδικάτο. Η αδυναμία κάποιων σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων σε ορισμένες χώρες, έκανε τον κομμουνισμό μια ιδιόμορφη θεσμική Αριστερά, διχασμένη ανάμεσα στα επαναστατικά λεξιλόγια και στη ρεφορμιστική πράξη. Εδώ ανήκουν οι κομμουνισμοί στο επίπεδο των δημοτικών πραγμάτων, στις συνδικαλιστικές και κοινωνικές οργανώσεις, στα διάφορα κινήματα. Και συγχρόνως, από αυτή την περιορισμένη εξουσία εντός των φιλελεύθερων δημοκρατιών, αντλούν και όσοι επιμένουν στις ηθικές προθέσεις και στο όραμα χειραφέτησης.

Η καραμέλα της ελληνικής ριζοσπαστικής Αριστεράς (ανεξάρτητα από το αν πολιτεύεται πλέον «μνημονιακά») πως η μνήμη των κομμουνιστικών και φασιστικών δεινών είναι κάτι… ακροδεξιό συνιστά ένα μεγάλο σφάλμα. Πολύ περισσότερο μοιάζει με προσβολή και στις ίδιες τις μειοψηφικές αλλά τιμητικές εμπειρίες της πολύχρωμης αριστερής κριτικής στον μπολσεβικισμό και στους δογματικούς μαρξισμούς-λενινισμούς. Αργοπορημένη αναβίωση μιας πολύ παλαιότερης δημοκρατικής κριτικής υπήρξε άλλωστε και ο ευρωκομμουνισμός.

Για να επιστρέψουμε όμως στο βασικό ερώτημα, το θέμα είναι η αντιολοκληρωτική μνήμη και η αντίστοιχη δέσμευση των συγχρόνων. Οχι το αν οι Εσθονοί ή όποιοι άλλοι είναι προοδευτικοί ή αν έχουν (που έχουν) τις δικές τους εθνικιστικές και αντιρωσικές εμμονές. Το θέμα είναι αν οι δημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις αναγνωρίζουν πως οι τυραννίδες του 20ού αιώνα (κάποιες εκ των οποίων επιβιώνουν) συνιστούν πολιτικά δεινά που γέννησαν ανθρώπινες τραγωδίες. Πολιτικά δεινά που μπορεί να ντύθηκαν με αριστερά και δεξιά λεξιλόγια, με προθέσεις αναγέννησης του ανθρώπου, του έθνους ή της ανθρωπότητας.
Η καραμέλα της ελληνικής ριζοσπαστικής Αριστεράς (ανεξάρτητα από το αν πολιτεύεται πλέον «μνημονιακά») πως η μνήμη των κομμουνιστικών και φασιστικών δεινών είναι κάτι… ακροδεξιό συνιστά ένα μεγάλο σφάλμα. Πολύ περισσότερο μοιάζει με προσβολή και στις ίδιες τις μειοψηφικές αλλά τιμητικές εμπειρίες της πολύχρωμης αριστερής κριτικής στον μπολσεβικισμό και στους δογματικούς μαρξισμούς-λενινισμούς. Αργοπορημένη αναβίωση μιας πολύ παλαιότερης δημοκρατικής κριτικής υπήρξε άλλωστε και ο ευρωκομμουνισμός.
Ολες όμως οι στιγμές ετεροδοξίας και εσωτερικής διαφωνίας, άλλοτε ρηχές και άλλοτε με μεγαλύτερο τραγικό βάθος, δεν καθόρισαν τη ζωή των λαών του υπαρκτού σοσιαλισμού. Είναι ψηφίδες της πραγματικότητας που χρειάζεται να μην τις μηδενίζει κανείς όπως κάνουν κάποιοι ισοπεδωτικοί στα δεξιά, όμως δεν στάθηκαν αυτές οι κυρίαρχες όψεις.
Αυτό που προκαλεί θυμό είναι να οχυρώνεται κανείς πίσω από τους όψιμους συντηρητικούς εθνικισμούς, για να δείξει την περιφρόνησή του στο τραυματικό ιστορικό βίωμα των ανατολικοευρωπαίων πολιτών και τη σημασία του για όλους μας. Το να προχειρολογεί με απλουστεύσεις για τους βαλτικούς ή για άλλους λαούς παρουσιάζοντάς τους ως καθολικά φιλοναζί και φασίστες, αφαιρώντας από τη σκέψη και τις κρίσεις του την προσάρτηση στην ΕΣΣΔ, το φρικτό σύστημα των στρατοπέδων, τις εμπειρίες εθνικής και ιδεολογικής ταπείνωσης.

Με άλλα λόγια, η στάση της ελληνικής κυβέρνησης φανερώνει μια ακόμα οπισθοδρόμηση. Δείχνει ότι η έννοια της συμμετοχής σε ένα συλλογικό εγχείρημα όπως η Ευρωπαϊκή Ενωση αποκόβεται από συντεταγμένες της ευρωπαϊκής μνήμης. Και φυσικά δεν έχει κανένα νόημα η ιδέα πως μπορεί κανείς να ξανακερδίσει αριστερή συνείδηση μέσα από ευφημισμούς και παλιά σοφίσματα. Με λέξεις που αγνοούν τον πόνο κάποιων άλλων Ευρωπαίων, για να μη θιγεί ένας ελληνικός «αριστερός» κομφορμισμός.

Ο Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.

ΑΠΟ ΤΟ ΒΗΜΑ