Αυτόν τον καιρό ο Χριστός δεν έχει χρώμα στο δέρμα

ΦΩΤΟ: ΑΠΕ - ΜΠΕ

Του Χρίστου Γκίμτσα
ΓΚΙΜΤΣΑΣ ΧΡΗΣΤΟΣ Οι μέρες που είχε λείψει από το νησί  ήταν μετρημένες στα δάκτυλα του ενός χεριού. Εκεί γεννήθηκε, εκεί μεγάλωσε και έμαθε όσα γράμματα έμαθε, εκεί έγινε παπάς στην εκκλησία του χωριού του και εκεί έχει σκοπό να πεθάνει.
Και εδώ που τα λέμε, ο  καιρός πλησίαζε. Κόντευε τα ογδόντα.
Όποιος  ζούσε στο χωριό  είχε περάσει από τα χέρια του. Είτε τον είχε βαφτίσει, είτε τον είχε παντρέψει ή εξομολογήσει. Ή  στο τέλος τον είχε ψάλλει  στην κηδεία του.
Παπαδιά δεν είχε. Δεν θέλησε να παντρευτεί.  «Ή αφιερώνεσαι στον Θεό ή όχι». Αυτή ήταν η άποψή του και την   τήρησε.

Του έλεγαν οι συγχωριανοί να πάψει να κουράζεται και να αφήσει την εκκλησία σε κάποιον νεώτερο, αλλά που να ακούσει. Εκεί αυτός. Μην λείψει από καμία λειτουργία, από κανένα εσπερινό, από καμία χαρά ή λύπη των συγχωριανών του.
Και δεν ήταν μόνο αυτά. Ήταν  και τα χέρια του που έπιαναν από μαστορική και δεν τα άφηνε στιγμή ακίνητα.
Τελευταία βάλθηκε να  επισκευάσει  την αποθηκούλα  δίπλα στην εκκλησία. Να επιδιορθώσει την στέγη που έσταζε. Να αλλάξει το σπασμένο τζάμι στο μοναδικό της παράθυρο και αν προλάβαινε να την έβαφε κιόλας, πριν  μπει  ο χειμώνας.

Κάθε βράδυ ο Παπά- Νικόλας  τόχε συνήθειο να περνά από το καφενείο του χωριού, έτσι για να πιεί ένα ζεστό  με τους συγχωριανούς. Να ακούει  να μιλάνε για τις χαρές και τις λύπες τους και να χαίρεται και να λυπάται κι ‘ αυτός μαζί τους.
Εκεί άκουσε  πως η θάλασσα αυτές τις μέρες, σε διπλανό νησί , είχε ξεβράσει πάλι κάποιους ξεσπιτωμένους πρόσφυγες και μάλιστα μερικούς από αυτούς τους  βρήκαν πνιγμένους.
Σφίχτηκε η ψυχή του. Κάθε τόσο το ίδιο δράμα. Σταυροκοπήθηκε και  σήκωσε το βλέμμα του, όπως συνήθιζε,  προς τον ουρανό. Σα να έλεγε: «Θεέ, τα βλέπεις;»

Ο Θεός τα έβλεπε αλλά δεν έκανε  τίποτα και άφηνε τους δυστυχισμένους να πνίγονται  πάνω σε πέντε, έξι σάπιες σανίδες κάθε τόσο. Ζητώντας  να γλυτώσουν από την μια  φρίκη, έπεφταν σε μία  άλλη.

Εκείνο το βράδυ έπεσε  να κοιμηθεί με  βαριά ψυχή, μέχρι που τον  ξύπνησε ένας θόρυβος από τη  διπλανή αποθηκούλα. Πήρε ένα φανάρι και πήγε να δει.
Στην αρχή τρόμαξε μ’αυτό  που είδε. Ύστερα γέμισε η ψυχή του πόνο. Μία γυναίκα με κάτι κουρέλια πάνω της έσφιγγε στην αγκαλιά της  δυο μικρά παιδιά σε μία γωνία της αποθήκης και όλοι μαζί είχαν γίνει ένα κουβάρι από φόβο.
Ξαναφώτισε μέσα στην νύχτα τα πρόσωπά τους και κατάλαβε. Μαύρο δέρμα είχαν.  Μάνα με τα παιδιά της πρέπει να ήταν.  Ποιος ξέρει  τι δρόμος τους έφερε μέχρι εδώ και βρήκαν καταφύγιο μέσα στην αποθήκη.
Δεν μίλησε. Έφυγε και γύρισε πάλι κουβαλώντας μερικές κουβέρτες, νερό, γάλα, ψωμί , ελιές – αυτά είχε- και τα άφησε δίπλα τους. Χάιδεψε τα κεφαλάκια των παιδιών και έφυγε.

Το πρωί που ξαναπήγε είδε στο βλέμμα τους λιγότερο φόβο.

Το  είπε και στους συγχωριανούς και στο τέλος έμαθαν πως  ήταν απ’ αυτούς που γλύτωσαν από το πρόσφατο  ναυάγιο. Υπήρχε και πατέρας, αλλά αυτός χάθηκε μέσα στο νερό.
Εκεί μέσα στην αποθηκούλα τους κράτησε ο Παπά- Νικόλας ντύνοντας και ταΐζοντάς τους  και εκεί πέρασαν τον πρώτο χειμώνα.
Όταν κάποιοι χωριανοί του είπαν να τους παραδώσουν στην αστυνομία, αγρίεψε. Ήξερε τι τους περίμενε και  τι Γολγοθά θα ανέβαιναν.
«Δεν  θέλω κουβέντα. Αυτόν τον καιρό ο Χριστός  έχει μαύρο χρώμα».

 Έτσι τους απάντησε.

Με τον καιρό τους συνήθισαν στο χωριό  και τη μάνα και τα παιδιά της και άρχισαν να τους νιώθουν και λίγο δικούς τους. Μάλιστα έδωσαν στη μάνα και  κάτι μεροκάματα στα χωράφια. Πάνω απ’ όλους ο Παπά- Νικόλας  άγγελος και προστάτης.

Μία μέρα στο καφενείο, έτσι χωρίς να τον ρωτήσει  κανένας, ο Παπά – Νικόλας  εξομολογήθηκε μπροστά σε όλους και είπε πως όλα αυτά  τα έκανε γιατί ήταν το τελευταίο χρέος που είχε να εκπληρώσει στον Κύριο και  Θεό του, λίγο πριν τον καλέσει κοντά του.

Και αυτό δεν άργησε να γίνει.

Τον έκλαψε ολόκληρο το χωριό μα πιο πολύ η  μαύρη γυναίκα μαζί με τα παιδιά της.

 

*Ο Χρήστος Γκίμτσας είναι γιατρός και συγγραφέας