Γιατί ο Μητσοτάκης σίγουρα χάνει τις εκλογές και ο Τσίπρας μπορεί εύκολα να τις κερδίσει

Γράφει ο Γιώργος Λακόπουλος

Όπως ο Μητσοτάκης καταδικάζεται για όσα έχει κάνει ο ίδιος έτσι και ο Τσιπρας θα ορίσει ο ίδιος το εύρος της επιρροής του ενόψει εκλογών.

Αφού πλησιάζουν οι εκλογές να μιλήσουμε για -πραγματικές- εκλογές. Με όρους πολιτικής ανάλυσης και μακριά από τις στρέβλωσής του πολιτικού μάρκετινγκ και μιντιακής μονομέρειας . Αρχίζοντας από τα βασικά, που κρίνουν ανέκαθεν κάθε εκλογική αναμέτρηση.

Πρώτο. Οι εκλογές δεν κρίνονται εκ των προτέρων, αλλά στο πλαίσιο που διαμορφώνουν τα συμφραζόμενα της ημερομηνίας διεξαγωγής τους. Κατά τις απαντήσεις που δίνουν οι-πραγματικοί-ψηφοφόροι, με βάση το κεντρικό δίλημμα της κάλπης. Όλα τα υπόλοιπα έχουν ενσωματωθεί- ως εκείνη τη στιγμή -σ αυτές τις δυο παράμερους.

Δεύτερο . Οι εκλογές δεν γίνονται με γκάλοπ, δημοσιεύματα εφημερίδων και τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων. Γίνονται με ψήφους. Πίσω από την κάθε ψήφο υπάρχει ένας άνθρωπος, την κατευθύνει στην αντίστοιχη κάλπη, με βάση τις δικές του ιεραρχήσεις.

Στις μέρες μας οι πολίτες θέλουν να είναι ιδιοκτήτες της ψήφου τους, και δεν την εκχωρούν σε κανέναν εκ των προτέρων. Κυρίως δεν την εκχωρούν σε κάποιον που τους εξαπάτησε, στις προηγούμενες εκλογές.

Τρίτο. Τα κριτήρια της ψήφου υπερβαίνουν -και προς το παρελθόν και προς το μέλλον – το χρόνο των εκλογών. Έρχονται από παλιά και πάνε πολύ μπροστά. Είναι κριτήρια ιδεολογικά, πολιτικά, ιστορικά, προσωπικά, ταξικά, οικογενειακά, αισθητικά και πρωτίστως συμφερόντων-ατομικών και συλλογικών.

Πάντως δεν είναι επικοινωνιακά. Το εκλογικό σώμα είναι μέγεθος μεγαλύτερο από το τηλεοπτικό κοινό.

Με βάση αυτά τα τρία στοιχεία θα προσέλθουν στις κάλπες δυο κατηγορίες ψηφοφόρων. Αυτοί που είναι ευχαριστημένοι από την κυβέρνηση Μητσοτάκη και θέλουν να προεκταθεί σε μια ακόμη τετραετία. Και αυτοί που έχουν υποστεί βλάβη και θέλουν τη λήξη της, ακόμη και αν δεν έχουν αποφασίσει με ποιον την αντικαταστήσουν.

Στις έννοια του οφέλους και της βλάβης συμπεριλαμβάνονται άυλα αγαθά: οι αντιλήψεις για το μοντέλο διακυβέρνησης, τη διαφάνεια, τη δημοκρατική τάξη, την κοινοβουλευτική κανονικότατα, την ευνομία, τη διεθνή εκτίμηση για τη χώρα.

Από αυτή την άποψη οι εκλογές είναι ένα παιχνίδι αθροισμάτων, κερδισμένων και ζημιωμένων της διακυβέρνησης Μητσοτάκη, στην περίοδο 2019-2023.

Το ενδεχόμενο να επηρεαστούν από την διακυβέρνηση Τσίπρα της περιόδου 201-2019 είναι περιορισμένο. Γιατί απλούστατα αυτό που κρίνεται τώρα, είναι ποιος θα συνεχίσει μετά το 2023, όχι ποιος θα συνεχίσει μετά το… 2019.Αυτόκρίθηκε το 2019.

Ποιος λοιπόν θα κερδίσει σ αυτό το παιχνίδι, με βάση αυτές τις προϋποθέσεις; Με δεδομένο ότι από παντού προκύπτει ότι οι δυσαρεστημένοι για τη σημερινή κατάσταση είναι περισσότεροι.

Ας δούμε πρώτα ποιος δεν μπορεί να κερδίσει. Δηλαδή ποιος έχει τις λιγότερες πιθανότητες να εξασφαλίσει τις περισσότερες προτιμήσεις. Κι εδώ υπάρχουν κριτήρια

Πρώτο. Δεν μπορεί να υπερισχύσει όποιος κατά τη διακυβέρνησή του εμφανώς ευνόησε τους λίγους, τα μεγάλα συμφέροντα, τη συγκέντρωση πλούτου σε μια κάστα. Όποιος μετακίνησε «ύλη» στις αλυσίδες και τους μεγάλους της αγοράς, δεν μπορεί να υπολογίσει στην ψήφο πόσων έχουν υποστεί ζημιά από αυτή την μονομερή μεταχείριση- που επέφερε αναδιανομή εισοδήματος προς τα πάνω. Δεν έχει τύχη όποιος έκανε τους πλούσιους πλουσιότερους εκχωρώντας τους δημοσίους πώρους και τους φτωχούς πιο αδύναμους, αφαιρώντας τους εισόδημα και δικαιώματα.

Δεύτερο. Όποιος επηρεάζεται αρνητικά από την καθημερινότητα καταψηφίζει όποιον ευθύνεται γι αυτό. Πολίτης που πηγαίνει σε σούπερ μάρκετ, ή σε πρατήριο καυσίμων, που μπαίνει σε δημόσιο νοσοκομείο, που έχει παιδί στη δημόσια εκπαίδευση, που ζει την ύπαιθρο και στις υποβαθμισμένες γειτονιές των πόλεων, ξέρει ποιον να μαυρίσει.

Όποιος περιμένει να ζήσει από τη σύνταξη ή τον μισθό του, όποιος χάνει τη μικρή ή μεσαία επιχείρησή του, από δυσμενής μεταχείριση γνωρίζει τον υπεύθυνο. Όποιος προσπαθεί να σιγουρέψει το μέλλον του, δεν ψηφίζει τη σημερινή κυβέρνηση, που του το στερεί υπέρ των προνομιούχων..

Τρίτο. Όποιος έχε πολιτική συνείδηση και αισθάνεται ότι του πέφτει λόγος στα κοινά, όποιον νοιάζεται για την κοινωνική δικαιοσύνη, δεν πρόκειται να ψηφίσει κάποιον σαν τον Μητσοτάκη: κυβέρνησε με αλαζονεία και αδιαφάνεια, άκουγε τους άλλους, έχει καταρρακώσει το κράτος δίκαιου και χειραγωγεί τη Δικαιοσύνη, παραβιάζει τους κανόνες λειτουργίας της Δημοκρατίας και το κοινοτικό κεκτημένο, δεν σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα, εξευτελίζει την Ελλάδα στη διεθνή σκηνή, την υποτάσσει στις επιδιώξεις τρίτων.

Αυτά τα 3+3 κριτήρια οδηγούν σε ένα εμφανές συμπέρασμα. Ο Μητσοτάκης και το σύστημά του αποτελούν ορατή μειοψηφία στην κοινωνία: τον έχουν απορρίψει από την πολιτεία του.

Όσο και κάποιοι προσπαθούν να τον επιβάλουν στον επικοινωνιακό αέρα, τον προτιμούν οι έχοντες και κατέχοντες και τον ανέχονται μόνο όσοι δεν δίνουν σημασία στη δημοκρατική λειτουργία χώρας. Οι υπόλοιποι του επιφυλάσσουν δραματικά χαμηλό εκλογικό αποτέλεσμα. Για αυτοπροστασία τους.

Θα γίνει χαμηλότερο αν υπολογιστούν και οι απώλειες που θα έχει η σημερινή ΝΔ και από τις δυο πλευρές για πολιτικούς και ιδεολογικούς λόγους.

Από τη μια πλευρά θα χάσει τις ψήφους της ακροδεξιάς που πήρε το 2019, εστιάζοντας στις Πρέσπες, το μεταναστευτικό και τον εθνικισμό.

Αλλά θα χάσει και τους κεντρώους ψηφοφόρους που ιστορικά δεν δέχονται παραβιάσεις της Δημοκρατίας και θεσμικές εκτροπές. Ειδικά από κάποιον που συνδέεται οικογενειακά με το ανοσιούργημα της Αποστασίας.

Το συμπέρασμα είναι απλό. Η Ν.Δ. του Μητσοτάκη αποτελεί μειοψηφία στην κοινωνία και χάνει διαρκώς επιρροής στην κάλπη. Οι τέσσερις τους πέντε πολίτες έχουν λόγους να την καταψηφίσουν. Δηλαδή και συντηρητικοί ψηφοφόροι, για λόγους ηθικής και δημοκρατικής τάξης.

Οι υπόλοιποι θα πρέπει να επιλέξουν με ποιον θα την αντικαταστήσουν. Με το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης που είναι ο φυσικός της διάδοχος στον κοινοβουλευτισμό; Ή θα προτιμήσουν τη διασπορά σε πολλούς σχηματισμούς, κατά το προηγούμενο του Μάιου του 2012;

Κανείς δεν μπορεί να κάνει ασφαλές προβλέψεις. Είναι όμως ορατό ότι ο Αλέξης Τσίπρας και το κόμμα του βρίσκονται όλο και σε ευκολότερη θέση. Πίσω από τον προπαγάνδα εναντίον του ο πρώην Πρωθυπουργός έχει ισχυρές προϋποθέσεις επικράτησης.

Εκπροσωπεί την αντίθετη πολιτική απ’ αυτή που άσκησε ο Μητσοτάκης και ταυτίζεται με τη μεγάλη πλειοψηφία όσων έχασαν από την απερχόμενη κυβέρνηση.

Επιπλέον στο επίπεδο των αξιών, βρίσκεται στην ίδια πλευρά με τους ανθρώπους που δεν θέλουν να υπονομεύεται η Δημοκρατία και να καταλύονται βασικές ευρωπαϊκές αρχές, να μετατρέπεται σε βούρκο ο δημόσιος βιος να κυβερνούν οικογένειες και κρατικοδίαιτες ελίτ, με κακόφημες πρακτικές.

Συνεπώς οι εκλογές για τον Μητσοτάκη έχουν κριθεί: έχει απέναντί του τη μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας.

Για τον Τσίπρα το παιχνίδι της επιστροφής είναι ανοιχτό. Μπορεί να κάνει ακόμη και την έκπληξη για μεγαλύτερο ποσοστό από το 2015, όταν πήρε εντολή απαλλαγής από τους μνημονιακούς καταναγκασμούς.

Όπως ο Μητσοτάκης καταδικάζεται για όσα έχει κάνει ο ίδιος έτσι και ο Τσιπρας θα ορίσει ο ίδιος το εύρος της επιρροής του.

Τι ακριβώς πρέπει να κάνει και κυρίως με ποιους πρέπει να το κάνει για να κλείσει ο κύκλος της χειρότερης μεταπολιτευτικής Δεξιάς, το ξέρουν και οι πρωτοετείς στις σχολές πολιτικών επιστήμων…

AΠΟ ΤΟ IEIDISEIS.GR