Δημ. Αληθεινός: Εικόνες από μια έκθεση

Το Ύστερο το Πρότερο, Εμείς

Στη Μίριαμ Λυσιώτη

Στην καρδιά της νύχτας το όνειρο, υπαγορεύει αυτό που θα φτιάξουν οι ποιητές τη μέρα. Το όνειρο είναι ο δάσκαλος, η πραγματικότητα είναι ο μαθητής.

Πριν χρόνια, σε κάποιο μακρινό χωριό στα Ιμαλάια, στο τέλος μιας τελετής συνομιλώντας με τον σαμάνο – ιερέα για τα “μαγικά” σχέδια που ζωγράφιζε στο χώμα τον ρώτησα ποιος τον δίδαξε να τα φτιάχνει με αυτόν τον τρόπο.

Με κοίταξε αρχικά σαν να αμφισβητούσε τη σοβαρότητα της ερώτησης, ύστερα το πρόσωπό του ηρέμησε, πήρε έκφραση πατρική, χαμογέλασε και απάντησε ήρεμα, “το όνειρο”. Η σιωπή που ακολούθησε την έκπληξή μου φαίνεται πως τον διασκέδαζε γιατί άφησε να κυλήσει λίγος χρόνος πριν συνεχίσει: “Αν μου μάθαινε άνθρωπος πώς να σχεδιάζω, τότε θα μπορούσαν να το κάνουν όλοι. Μόνο το όνειρο μπορεί να σου φανερώσει το αφανέρωτο, να σου μάθει αυτό που στ’ αλήθεια δεν ξέρεις”.

 

 Άπληστος Πίθος

Σαν να τραβήχτηκε ένα πέπλο, σαν να διαλύθηκε μια χρόνια ομίχλη που σκέπαζε τα αναπάντητα ερωτήματά μου σχετικά με τη δημιουργία του έργου τέχνης, συνειδητοποίησα το νόημα της απάντησης και κατάλαβα για πρώτη φορά την ουσία αυτού που ονομάζουμε “έμπνευση”. Τι από όσα έκανα εγώ μού το είχε μάθει άνθρωπος; Ποιος μου έμαθε να ζωγραφίζω με τη σκουριά, ποιος μου έδωσε τη δύναμη να κρύβω τα έργα μου, ποιος με μύησε στον καημό και τη χαρά της τέχνης; Κανένας άνθρωπος, καμιά σχολή, κανένας καθηγητής. Το όνειρο και μόνο το όνειρο στάθηκε μέχρι σήμερα ο δάσκαλός μου. Κι από τότε άρχισα να το επικαλούμαι ακόμα πιο πολύ, να το προσμένω δίχως να φοβάμαι το άγνωστο. Γιατί τόπος του ονείρου είναι το άγνωστο, γιατί το όνειρο απεχθάνεται την άσκοπη επανάληψη και δεν ανέχεται το ψέμα. Κάθε φορά που έρχεται να με συναντήσει, είναι για με παρασύρει σε καινούργιους τόπους, σε έργα που οι λέξεις “βεβαιότητα” και “σιγουριά” μοιάζουν ανύπαρκτες, και μόνο η πίστη στην τέχνη με σώζει.

Το πρώτο βράδυ, όταν οι πόρτες του αρχαιολογικού μουσείου Λεμεσού έκλεισαν, το περιστέρι που κρατάει η γυναικεία μορφή στο επιτύμβιο ανάγλυφο του Επέκεινα ζωντάνεψε, τίναξε τα φτερά του και πέταξε από τη μια αίθουσα στην άλλη μεταφέροντας όσα μηνύματα δεν μπορούσαν να ανταλλάξουν μεταξύ τους τα αντικείμενα και τα αγάλματα. Εκείνη τη συγκεκριμένη ημέρα, στην αριστερή αίθουσα, κάτω από τα αυστηρά βλέμματα της μικρής και της μεγάλης Αθώρ είχε προστρέξει ένα προσφυγάκι με τους μπόγους του γεμάτους κυνηγημένο χρόνο, ενώ στη δεξιά αίθουσα, ένας σύγχρονος άνδρας προσκαλώντας ειρηνικά με το ένα χέρι και αρπάζοντας βίαια με το άλλο, ενέτεινε το ανθρώπινο Εμείς του τίτλου της έκθεσης. Ό χρόνος έρεε πίσω από την πλάτη του κι εκείνος, αν και έστεκε ακίνητος σαν άγαλμα, είχε πόνο μέσα του. Το περιστέρι γνώριζε καλά ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν ένα κρυμμένο ρολόι στο σώμα τους που όταν σταματήσει, σταματάει και η ζωή τους. Στάθηκε στο μπράτσο του άνδρα, ακούμπησε το αφτί στο στήθος, αφουγκράστηκε τους χτύπους της καρδιάς κι έμεινε να τη συντροφεύει όσο κρατάει η έκθεση.

Η αγκαλιά

Την επομένη ημέρα, χωρίς να γνωρίζω τις νυχτερινές δραστηριότητες των εκθεμάτων, κατέβηκα στο υπόγειο του μουσείου συνοδευόμενος από τον επιμελητή της έκθεσης Γιάννη Βιολάρη και τον αποθηκάριο Γιώργο Κκεσέ, με την ελπίδα να συναντήσω αυτό που μόνο μέσα από το όνειρο γνώριζα ή πιο σωστά, υπέθετα ότι γνωρίζω. Το έργο μου Άπληστος Πίθος για να ολοκληρωθεί ζητούσε ένα αρχαίο πιθάρι, ένα πιθάρι σε χρωματική αρμονία με τα δικά του γήινα χρώματα, αδρό στην υφή κι επιπλέον τρύπιο, έτσι ώστε να μην γεμίζει ποτέ, όπως ο πίθος των Δαναΐδων, ή όπως ο ανθρώπινος χρόνος που χάνεται πριν τον πιάσουμε και συχνά σπαταλιέται δίχως να αξιοποιηθεί η πολυτιμότητά του. Πρώτη φορά έμπαινα σ’ εκείνον τον αποθηκευτικό χώρο, όμως διαισθανόμουν πως το πιθάρι βρισκόταν εκεί μέσα περιμένοντάς με. Περιπλανήθηκα ανάμεσα σε εκατοντάδες αντικείμενα. Άλλα ήταν τοποθετημένα προσεκτικά στους στενούς διαδρόμους, άλλα προστατευμένα σε ξύλινα ερμάρια. Ο Γ και Γ μου άνοιξαν πολλές φορές τις πόρτες τους βγάζοντας πιθάρια διαφόρων μεγεθών και περιόδων κι εγώ, κάθε φορά που αντίκριζα κάποιο έλεγα “αυτό είναι” αλλά μόλις το άγγιζα αμφέβαλλα ή καταλάβαινα αμέσως ότι έκανα λάθος. Η ώρα περνούσε χωρίς αποτέλεσμα, είχα αρχίσει να απογοητεύομαι, να αμφιβάλλω, σκεφτόμουν ότι ίσως το προσπέρασα χωρίς να το αναγνωρίσω ή πάλι πως έκανα λάθος εκτίμηση του ονείρου και κατά συνέπεια του έργου.

Μετρούσα τις πιθανότητες όταν μια στιγμή πριν το τέλος της αναζήτησης (όπως συμβαίνει σε όλα σχεδόν τα παραμύθια), πριν πω “δεν πειράζει, θα ξανάρθουμε αύριο με την ησυχία μας”, είδα στο βάθος του διαδρόμου, πίσω από το τζάμι της βιτρίνας, το χρώμα και στο σχήμα που αναζητούσα.

“Βγάλε μου εκείνο το πιθάρι έξω σε παρακαλώ” είπα στον Γιάννη κι όσο εκείνος ξεκλείδωνε τη βιτρίνα, απέφευγα να κοιτάζω. “Αυτό είναι, αυτό είναι” επαναλάμβανα με σιωπηλή αγωνία. Ήταν βαρύ, το σήκωσαν με τον Γιώργο και το άφησαν στο άσπρο τραπέζι. Όπως ο μαγνήτης τραβάει τα μέταλλα, έτσι με τράβηξε κοντά του. Ήταν αυτό ακριβώς που είχα δει στο όνειρο. Ίδιο στο χρώμα, στο μέγεθος με δύο -ίσως λίγο πιο μικρά απ’ ό,τι φαντάστηκα αρχικά- ανοίγματα. Το αγκάλιασα όπως αγκαλιάζει ο ξενιτεμένος τη μάνα του, το έσφιξα όπως σφίγγεις μια μεγάλη αγάπη, όπως καλωσορίζεις έναν ανιδιοτελή φίλο, όπως παρηγορείς την ψυχή σου μετά από μεγάλο πόνο.

“Καλώς σε βρήκα” του είπα και μείναμε αγκαλιασμένοι ώρα πολλή, χωρίς διάθεση να χωριστούμε. Ήμασταν δύο υπάρξεις ανόμοιες, δύο χρόνοι διαφορετικοί, όμως δύο παιδιά του ίδιου ονείρου.

Κάπως έτσι γίνονται τα έργα.

* Θα μπορούσε να διαβαστεί με υπόκρουση το ομώνυμο μουσικό κομμάτι του Μουσόρσκι

Έκθεση: Το Ύστερο το Πρότερο, Εμείς
Τόπος: Αρχαιολογικό Μουσείο Λεμεσού
Επιμέλεια έκθεσης: Γιάννης Βιολάρης
Οργάνωση: Τμήμα Αρχαιοτήτων Κύπρου

ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΗ ΚΥΠΡΟΥ