Ελληνοτουρκική κρίση: Άρωμα Συμφωνίας της Μαδρίτης σε γερμανικό φιαλίδιο

Του Απόστολου Γατή

Μια συνέντευξη τού επικεφαλής του Κέντρου Εφαρμοσμένων Τουρκικών Σπουδών (CATS) στο Ίδρυμα Επιστήμης και Πολιτικής στο Βερολίνο, Günter Seufert, στην Deutsche Welle (27/7/2020), που δεν απασχόλησε διόλου τα ελληνικά ΜΜΕ, είναι αποκαλυπτική. Διότι στο συμπαραδηλωτικό επίπεδο αναδύεται τόσο η πολιτική πρακτική προτεραιοτήτων όσο και το κλίμα που διαμορφώνει την ευρωπαϊκή και παγκόσμια κοινή γνώμη πάνω σε ένα φλέγον ζήτημα.

Οι μέχρι τώρα κινήσεις της ελληνικής κυβέρνησης απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα υπολείπονται της επικοινωνιακής διαχείρισης, και θα μπορούσαν να ερμηνευθούν ως μια οιωνεί «ψυχολογική επιχείρηση» καθησυχασμού της ελληνικής κοινής γνώμης. Ο Ερντογάν ούτε απομονωμένος είναι ούτε κάνει εκπτώσεις στην ατζέντα των διεκδικήσεών του αλλά ούτε και φαίνεται να «ιδρώνει» από βερμπαλισμούς περί ευρωπαϊκών κυρώσεων.

Στην ερώτηση του δημοσιογράφου της Deutsche Welle εάν πράγματι αποφεύχθηκε μία ένοπλη σύγκρουση ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία με παρέμβαση της καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ, ο Seufert απάντησε: «Το ερώτημα εάν υπάρξει πόλεμος εξαρτάται από το πώς συμπεριφέρεται η Ελλάδα: προσφέρει διαπραγματεύσεις στην Τουρκία ή όχι […]. Η Ε.Ε. έχει απειλήσει (την Τουρκία) με περαιτέρω κυρώσεις και ο επικεφαλής της ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής Γιόζεφ Μπορέλ πιέζει και τις δύο πλευρές για διαπραγματεύσεις. Υπάρχουν άλλωστε πολλά για διαπραγμάτευση.».

Τι συμπεραίνει κανείς: α) δεν αποκλείεται η πιθανότητα μιας ένοπλης σύγκρουσης, β) η συμπεριφορά της Τουρκίας είναι αποτέλεσμα της μη διάθεσης της Ελλάδας για διαπραγμάτευση, β) οι διαφορές, οι οποίες δεν περιορίζονται μόνο στην υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ, δεν είναι ευρωπαϊκό θέμα και γ) η προκρινόμενη λύση οφείλει να είναι η διαπραγμάτευση ανάμεσα στις δύο χώρες.

Η τελευταία δε συνοπτική φράση («Υπάρχουν άλλωστε πολλά για διαπραγμάτευση») εγείρει ανησυχία, διότι το περιεχόμενό της μπορεί να εκτείνεται από τη σχέση ΕΕ-Τουρκίας (γενικό) μέχρι τον αγωγό East Med, το τουρκολιβυκό σύμφωνο και τα πετρέλαια στη λεκάνη της Σύρτης στην Ανατολική Λιβύη (ειδικό). Για το τελευταίο και τη σημασία που έχει ειδικά για τη Γερμανία και που θα μπορούσε να είναι ένας από τους πολλούς λόγους διαμεσολάβησής της για την αποφυγή μιας δυσάρεστης εξέλιξης ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, αρκεί να θυμηθούμε τη Διαδικασία του Βερολίνου (Ιανουάριος 2020) στην οποία η Ελλάδα παρότι άμεσα ενδιαφερόμενο μέρος δεν προσεκλήθη καν!

Σύμφωνα με το προσχέδιο του τελικού ανακοινωθέντος, καλούνταν όλες τις πλευρές να απέχουν από εχθροπραξίες κατά πετρελαϊκών εγκαταστάσεων, ενώ η κρατική εταιρεία πετρελαίου NOC, που εδρεύει στην Τρίπολη (έδρα της αναγνωρισμενης κυβέρνησης της Λιβύης και με την οποία η Τουρκία υπέγραψε το Μνημόνιο Συναντίληψης), αναγνωρίζεται ως η μόνη νόμιμη οντότητα που επιτρέπεται να πωλεί λιβυκό πετρέλαιο. Όμως, ποια είναι η NOC (Εθνική Εταιρεία Πετρελαίων της Λιβύης); Είναι αυτή που είχε υπογράψει με την γερμανική εταιρία Wintershall στις 12 Δεκεμβρίου 2019 δύο συμφωνίες εξερεύνησης και παραγωγής για τις «Περιοχές 91 (πρώην Concession 96) και 107 (πρώην Concession 97) στη χερσαία λεκάνη της Σύρτης», η οποία όμως ελέγχεται από τον Χάφταρ. Η γερμανική Wintershall με ποσοστό 49% και η NOC με 51% θα δημιουργήσουν μια κοινή επιχείρηση εκμετάλλευσης με την επωνυμία Sarir Oil Operations. [1]

Ένα ακόμη κρίσιμο σημείο, το οποίο συνδέεται άμεσα με τα παραπάνω, το είχε επισημάνει ο ίδιος ο Seufert στο πρόσφατο σχετικά παρελθόν (Φεβρουάριος 2020): «Αν και η συνθήκη της Λιβύης-Τουρκίας για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας καθορίζει μόνο μια σχετικά μικρή συνοριακή γραμμή νοτιοανατολικά της Κρήτης, έχει τεράστια διπλωματική εκρηκτικότητα. Για πρώτη φορά η Τουρκία κατάφερε να δημιουργήσει αμοιβαία σύνορα στην ανατολική Μεσόγειο με μια άλλη γειτονική χώρα, κάτι το οποίο αναμφίβολα αυξάνει τη νομιμότητα της τουρκικής θέσης κι αναπτύσσει τη δυναμική να αποδυναμώσει τις θέσεις της Κύπρου, της Ελλάδας και του Ισραήλ.

Ακόμα περισσότερο: Το τουρκολιβυκό σύμφωνο εδράζεται στην τουρκική θέση ότι τα νησιά δεν έχουν τη δική τους υφαλοκρηπίδα και επομένως δεν μπορούν να έχουν ΑΟΖ. Αυτό δεν αμφισβητεί μόνο την ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας αλλά και το status των ελληνικών νησιών, ιδίως της Κρήτης, το οποίο αναγνωρίζεται από όλες τις άλλες γειτονικές χώρες. Σύμφωνα με την τουρκική ανάγνωση, η Άγκυρα έχει πλέον το δικαίωμα να δραστηριοποιηθεί στην ελληνική ΑΟΖ ανατολικά της Κρήτης. Η Τουρκία έχει ήδη πει ότι ο αγωγός EastMed, που σχεδιάζεται από την Ελλάδα, την Κυπριακή Δημοκρατία και το Ισραήλ, ο οποίος πρόκειται να διασχίσει νοτιοανατολικά της Κρήτης, μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με τη συγκατάθεση της Άγκυρας.». [2]

Επανερχόμαστε στη συνέντευξη στην DW. Ο Seufert καταλογίζει και στην Ελλάδα μαξιμαλιστικές θέσεις καταλήγοντας σε τί άλλο; Στη διμερή διαπραγμάτευση: «Προς το παρόν, τόσο η Τουρκία όσο και η Ελλάδα έχουν μαξιμαλιστικές θέσεις. Σύμφωνα με τη Διεθνή Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, η Αθήνα υποστηρίζει ότι  τα μικρά ελληνικά νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα. Για παράδειγμα το Καστελόριζο, το οποίο βρίσκεται ακριβώς στην τουρκική ακτή. Κατά την ελληνική άποψη, αν και η Τουρκία έχει τη μεγαλύτερη ακτογραμμή, μπορεί να διεκδικήσει μόνο μια μικρή ΑΟΖ. Η Άγκυρα, από την άλλη πλευρά, παίρνει τη θέση ότι τα νησιά γενικά δεν έχουν υφαλοκρηπίδα και επομένως δεν μπορούν να διεκδικήσουν ΑΟΖ. Ο μόνος τρόπος για να βγούμε από αυτό το αδιέξοδο είναι μέσω διαπραγματεύσεων.»

Το πως συνδέεται ο East Med, το τουρκολιβυκό σύμφωνο, οι αξιώσεις της Άγκυρας και οι προκλήσεις της, ιδιαίτερα η πρόσφατη έκδοση NAVTEX πάνω στο «δρομολόγιο» του East Med, μάς το δείχνει η παρακάτω εικόνα ( Centre d’ Etudes Strategiques de la Marine – CESM). Με μωβ γραμμή ο East Med και με μαύρη τα όρια ΑΟΖ Τουρκίας-Λιβύης μετά την υπογραφή του σχετικού συμφώνου.

Τα συμπεράσματα τόσο για την ευρωπαϊκή θεώρηση των πραγμάτων όσο και για τα αποτελέσματα της μέχρι τώρα εξωτερικής μας πολιτικής ως ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται. Απλά φαίνεται να ενισχύεται η άποψη ότι ύστερα από την προ ολίγων ημερών αποκάλυψη για τριμερή «μυστική διπλωματία» στο Βερολίνο (Ελλάδα-Τουρκία-Βερολίνο), την οποία «έδωσε» ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας Μεβλούτ Τσαβούσογλου, με ελληνικές διπλωματικές πηγές στη συνέχεια να την επιβεβαιώνουν, μέχρι και τις πιο πρόσφατες τουρκικές προκλήσεις, το άρωμα της Συμφωνίας της Μαδρίτης (1997) έχει μπει σε γερμανικό φιαλίδιο. Μα μήπως και τότε, στις 6 Ιουλίου του 1997, δεν ήταν που ο Δημήτρης Ρέππας (κυβέρνηση Σημίτη) διέψευδε από τη Μαδρίτη την ύπαρξη οποιασδήποτε Συμφωνίας μέχρι που το απόγευμα της ίδιας μέρας την ανακοίνωσε το Γραφείο Τύπου του Στέιτ Ντιπάρτμεντ; [3]

 _____________

[1] https://wintershalldea.com

[2] Seufert, G.: Die Türkei verlagert den Schwerpunkt ihrer Außenpolitik. Von Syrien ins östliche Mittelmeer und nach Libyen.SWP-Aktuell 2020/A 06, Februar 2020

[3] Ιγνατίου, Μ., Μελέτης, Ν.: Η Συμφωνία που «γκρίζαρε» το Αιγαίο. Από τα Ίμια στη Μαδρίτη. Πεδίο, Αθήνα (2020: 128-139).