Η κυβέρνηση σάπισε, αλλά δεν πέφτει από το δέντρο

Του Διογένη Λόππα


Αν μάθαμε κάτι καινούριο από το μονόπρακτο -κραυγή μιας ολόκληρης γενιάς- του Μιθριδάτη είναι ότι το κυβερνητικό φρούτο δεν είναι απλά ώριμο και έτοιμο να πέσει (σύμφωνα με τη γνωστή θεωρία), αλλά έχει κυριολεκτικά σαπίσει.  Εχει σκουληκιάσει.  Ο διάσημος (πλέον) μουσικός κατάφερε να κάνει φέτες το μητσοτακικό αφήγημα στο συνολό του, σε σημείο που κάθε επιπλέον κριτική να μοιάζει περιττή.  Ιδιαίτερα όταν η κατεδάφιση κράτησε μόνο δώδεκα λεπτά. 

Ο πιο έξυπνος τρόπος να αντιμετωπίσει κάποιος την κριτική, όσο σκληρή και αν είναι, είναι το χιούμορ και ο αυτοσαρκασμός.  Πότε όμως αυτή η κυβέρνηση έδειξε σημάδια εξυπνάδας;  Ο θρυλικός πια αναχρονισμός της κυβέρνησης, που μοιάζει να ξεπήδησε από τρίκυκλο του ’60, την οδήγησε στο κλασσικό ατόπημα όλων των αυταρχικών καθεστώτων διεθνώς:  Επιστράτευσαν το σύνολο των payroll γραφιάδων σε μια προσπάθεια να αποδομηθεί ένας αιχμηρός καλλιτέχνης στην ακμή του.  Τς, τς, τς.  

Η προφανής απάντηση ήρθε από το ένα εκατομμύριο θεάσεις του επίμαχου φιλμ στο youtube.  Έτσι ο Μιθριδάτης κατέγραψε ακόμα μια εύκολη νίκη, καθώς το παρασιτικό σύστημα της πρωθυπουργικής επικοινωνιακής προστασίας αυτοαποδομήθηκε σε πρώτο χρόνο, πράττοντας αυτό ακριβώς για το οποίο σαρκάζεται στο φιλμ.  Και όμως, στην πραγματικότητα η κριτική είναι θείο πολιτικό δώρο.  Πρώτον γιατί δίνει την ευκαιρία στον ηγέτη να δείξει ανθρώπινο πρόσωπο και δεύτερον γιατί του δίνει επίσης την ευκαιρία να διορθώσει προφανή λάθη τα οποία έχουν κινητοποιήσει την κοινή λογική.  Όμως για ένα σύστημα εξουσίας το οποίο σε έναν συγκλονιστικό στίχο περιγράφεται λιτά ως ”ρωτάει ο Πινόκιο, απαντά ο Πινοσέτ”, αυτά είναι (πολύ) ψιλά γράμματα.

Κατά έναν περίεργο τρόπο η κυβερνητική σαπίλα δεν δημιουργεί δυναμική, ούτε στην αντιπολίτευση, ούτε σε κάποιο νέο ρεύμα.  Οι δημοσκοπήσεις, όσο και αν λοιδορούνται από τους αντιπάλους της κυβέρνησης, αποτυπώνουν την πραγματικότητα.  Η σωστότερη αποτύπωση έρχεται από μια απόπειρα συνδυασμού του Ευρωβαρόμετρου με τις εγχώριες έρευνες:  Φυσικά και αποτυπώνεται πρωτοφανής δυσαρέσκεια απέναντι στις κυβερνητικές παλινωδίες, όμως, ελλείψει σοβαρού αντιπάλου, ότι θα απέμενε από την αναμενόμενη μαζική αποχή, θα έδινε ξανά την εξουσία στη δεξιά.

Η πιο ήπια λέξη για να περιγράψει κανείς, τόσο την κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και την αυτιστική προσπάθεια αντιπολίτευσης, είναι ”Ερασιτεχνισμός”.  Η ηγεσία του χώρου, όπου φαίνεται να λογίζεται ως ”συλλογικός θεσμός”, δείχνει να έχει εγκλωβιστεί σε μια φωνακλάδικη ιδεοληπτική παρέα, η οποία νοητικά βρίσκεται ακόμα στο 3% του αείμνηστου Συνασπισμού (της αριστεράς και της προόδου).  Μπροστά της, ακόμα και αυτή η κυβέρνηση της μούχλας δείχνει φρέσκια. 

Πολύ πρόσφατα στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, ένα πεδίο δηλαδή που αποτελεί πολλές φορές κριτήριο επιλογής παράταξης για την πλειοψηφική κεντροαριστερά (όπως για δεκαετίες αυτή εκφράστηκε μέσω του ΠΑΣΟΚ), η αξιωματική αντιπολίτευση κατάφερε να αυτοκαταργηθεί σε βαθμό που να απορεί κανείς αν όντως επιθυμούν να κυβερνήσουν ξανά ή αν έχουν λάβει τη στρατηγική απόφαση να αφήσουν τη δεξιά να καθαρίσει μόνη της (αυτή τη φορά) τις ακαθαρσίες της. 

Έτσι κάποιος φωστήρας έκανε λόγο για ”Ελσίνκι +”.  Δηλαδή για σκοινί στο σπίτι του κρεμασμένου.  Και δεν βρέθηκε κάποιος να τους ψελλίσει ότι στο χώρο που προσπαθούν να απευθυνθούν, υπάρχουν δύο απαγορευμένες πόλεις – λέξεις: Μαδρίτη και Ελσίνκι.  Δύο πόλεις – λέξεις που έχουν ταυτιστεί με τον ενδοτισμό του Σημιτισμού και που ο χώρος έχει αγαπήσει να απεχθάνεται.  Ενώ δηλαδή ο πρωθυπουργός έχει κάνει το ύψιστο δώρο στην αντιπολίτευση να υιοθετήσει όλα σχεδόν τα ορφανά του Σημίτη και να βαδίζει τυφλά με τις ίδιες φοβικές πολιτικές και τακτικές, που στο τέλος θα τον ανατρέψουν, κάποιος σκέφτηκε να κλέψει λίγο από τη ”δόξα” του πιο απεχθούς πρωθυπουργού της Γ’ ελληνικής δημοκρατίας και των αμφιλεγόμενων πολιτικών του.

Και δεν έφθανε μόνο αυτό: Την ώρα που ο πλανήτης ζούσε τη φρίκη μιας άνευ προηγουμένου τρομοκρατικής επίθεσης εναντίον των αστικών κέντρων και των ενεργειακών υποδομών του Ισραήλ, μιας επίθεσης μάλιστα με την πλήρη υποστήριξη του ίδιου του Ερντογάν, μιας επίθεσης που στρεφόταν επίσης κατά μέτωπο και εναντίον της Ελλάδας (μέσω της στοχοποίησης των κοινών ενεργειακών πρότζεκτ) και που έθετε σε άμεσο κίνδυνο αποσταθεροποίησης τον βασικό πυλώνα της εθνικής μας άμυνας στο πεδίο Κύπρος – Ανατολική Μεσόγειος, οι επικοινωνιακές ναυαρχίδες του κόμματος δε σταμάτησαν να διαφημίζουν τον ερασιτεχνισμό αυτής της τραγικής αντιπολίτευσης, συστρατευόμενες πίσω από τους Λαγούς και τους Παππάδες της Γάζας.

Και ενώ (προς τιμή  του) ο υπό κηδεμονία αρχηγός της (υποτίθεται) Προοδευτικής Συμμαχίας σοφά απέφευγε να πάρει θέση, η αδυναμία του να ελέγξει τον επικοινωνιακό μηχανισμό, έδινε την εντύπωση ότι συμφωνεί με αυτόν, σκορπίζοντας ασφαλώς τρόμο σε Ισραηλινούς και Αμερικανούς στη σκέψη ότι αν αυτοί οι περίεργοι τύποι γίνουν μια μέρα κυβέρνηση μπορεί αφενός να παράσχουν πολιτική στήριξη στη Χαμάς και αφετέρου να θέσουν υπό αμφισβήτηση τις τριμερείς. Μύλος. 

Αν βέβαια πρόκειται για κόμμα διαμαρτυρίας του τρία και πέντε τοις εκατό, να συμφωνήσω και εγώ μαζί τους με όλη μου την καρδιά και με κάθε διάθεση υποστήριξης του αγώνα των Αράβων να διεκδικήσουν πατρογονικές εστίες.  Αν όμως το ζητούμενο είναι η διεθνής θέση της χώρας, οι συμμαχίες της και το υπαρξιακό πρόβλημα αμυντικής υφής που ήδη ξετυλίγεται εξ ανατολών, τότε τα πράγατα αλλάζουν.  Και μπορεί το φωνακλαδικο κομμάτι του 3% να επιμένει συναισθηματικά (και μπράβο για το κουράγιο του, ειλικρινά), το 30% όμως, αυτό που έδωσε συνειδητά την εντολή στον Τσίπρα να ασκήσει κανονική αντιπολίτευση για να επανέλθει στην εξουσία, απαιτεί εξωτερική πολιτική ρεαλισμού με αποφυγή των λαθών του παρελθόντος (Ελσίνκι π.χ.) και ξεκάθαρες απαντήσεις σε δύσκολα ερωτήματα του τύπου ”πώς θα αντιμετωπίσουμε την έναρξη τουρκικών ερευνών ανοιχτά της Κρήτης”.

Εκεί στον ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ πρέπει πολύ γρήγορα, αν τουλάχιστον σκέφτονται να είναι αυτοί που θα εκπροσωπήσουν τον προοδευτικό χώρο ως κόμμα εξουσίας, να απαντήσουν σε ένα θεμελιώδες ερώτημα:  Με τον Πολάκη ή με τον Πιερρακάκη;  Ο πρώτος είναι ένας μαχητικός παθιασμένος αριστερός παλαιάς κοπής.  Ο δεύτερος ένας επιτυχημένος πληροφορικός κοινής αποδοχής.  Δεν ισχυρίζομαι ότι το δίλημμα είναι εύκολο.  Οφείλουν όμως να απαντήσουν, για να θέσουμε και όλοι εμείς οι υπόλοιποι το ύψος των προσδοκιών μας.