Η Ουκρανία, ο «καλός» Μπάιντεν, ο «νταής» Πούτιν και ο «άσχημος» Σι

Του Μιχάλη Ψύλου


Πώς θα τελειώσει η ουκρανική κρίση; Πόσο μακριά είναι διατεθειμένος ο Ρώσος Πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν να φτάσει; Θα επιχειρήσει εισβολή στις ρωσόφωνες περιοχές της ανατολικής Ουκρανίας, όπως έκανε το 2014 για να προσαρτήσει την Κριμαία, χωρίς η διεθνής κοινότητα να μπορέσει να τον σταματήσει; Ή μήπως είναι μια μπλόφα ,καθώς ο ισχυρός άνδρας του Κρεμλίνου φαίνεται να χαίρεται να παίζει με τα νεύρα των Δυτικών; Μήπως ο στόχος του είναι να επιβάλει και πάλι τη Ρωσία ως ουσιαστικό παράγοντα στη διεθνή σκηνή, όπως ήταν την εποχή της Σοβιετικής Ενωσης; Την κατάρρευση της οποίας ,άλλωστε  πριν από 30 χρόνια, ο πρώην πράκτορας της KGB είχε χαρακτηρίσει «τη μεγαλύτερη γεωπολιτική καταστροφή του 20ού αιώνα»;
Πολλά τα ερωτήματα για τις προθέσεις του Ρώσου Προέδρου, αλλά προς το παρόν, είναι αδύνατο να απαντηθούν μονολεκτικά. Γιατί οι παράμετροι και τα συμφέροντα είναι πολλά και περίπλοκα και επηρεάζονται από τις γεωπολιτικές διαμάχες για σφαίρες επιρροής, την παγκόσμια ενεργειακή κρίση ,αλλά και την αμυντική ασφάλεια, τον πόλεμο προπαγάνδας , ακόμη και τις κυβερνο-επιθέσεις. Η Ρωσία έχει στείλει  πάνω από 100.000 στρατιώτες να κάνουν γυμνάσια στα σύνορα με την Ουκρανία , με τους Αμερικανούς να έχουν θέσει σε επιφυλακή 8.500 στρατιώτες , έτοιμους να σταλούν στο ευρωπαϊκό μέτωπο, ανά πάσα στιγμή. Αλλά και να προειδοποιούν με την επιβολή σκληρών κυρώσεων κατά της Μόσχας. 
Η Ρωσία ενισχύει επίσης εδώ και οκτώ χρόνια τους Ρωσόφωνους αυτονομιστές στην ουκρανική περιοχή του Ντονμπάς, αλλά αρνείται οποιοδήποτε σχέδιο επίθεσης στην Ουκρανία. Για την αποκλιμάκωση της έντασης, αξιώνει κάποιες εγγυήσεις ασφαλείας από το ΝΑΤΟ : Το Κρεμλίνο επιμένει στον τερματισμό της στρατιωτικής συνεργασίας του ΝΑΤΟ με τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες ,απορρίπτει τη δημιουργία βάσεων στο έδαφός τους και κυρίως εγγυήσεις για τη μη επέκταση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς.

Η απάντηση του ΝΑΤΟ ήρθε εγγράφως και με σαφήνεια: Ουδεμία παραίτηση από την περαιτέρω επέκταση του ΝΑΤΟ προς την Ανατολή, καμία απόσυρση των ΝΑΤΟικών δυνάμεων από την Ανατολική Ευρώπη. Με λίγα λόγια: Καμία παραχώρηση στη Ρωσία σε οτιδήποτε είναι αδιαπραγμάτευτο για τη Δύση. «Οι Ηνωμένες Πολιτείες πιστεύουν ότι η Ουκρανία μπορεί να επιλέξει τις συμμαχίες της», προειδοποιούν Αμερικανοί αξιωματούχοι. Και τώρα εναπόκειται στη Μόσχα να απαντήσει.

Να ξεχαστούν τα εσωτερικά προβλήματα;

Αρα ,είναι μάταιη κάθε διπλωματική προσπάθεια για την εκτόνωση της κρίσης; Σίγουρα όχι. Ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ  δηλώνει ότι είναι έτοιμος «να καθίσει και να ακούσει τις ρωσικές ανησυχίες»

Στην αντίπερα όχθη, ο αντιπρόεδρος του Ρωσικού Συμβουλίου Ασφαλείας Ντμίτρι Μεντβέντεφ τονίζει ότι «για να αποφύγουμε  τον πόλεμο, πρέπει να διαπραγματευθούμε… με βάση την αρχή της αδιαίρετης ασφάλειας: Η ασφάλεια της μίας πλευράς  δεν μπορεί να επιτευχθεί σε βάρος της ασφάλειας της άλλης».

«Ηρεμήστε ,δεν θα υπάρξει πόλεμος», γράφει η γερμανική Frankfurter Allgemeine Zeitung σε ανταπόκρισή της από τη Μόσχα. «Τι υπέροχος τύπος είναι αυτός ο Πούτιν! Πραγματικά, παραφράζοντας χαλαρά τον Βολταίρο, θα μπορούσε κανείς να πει: Αν δεν υπήρχε ο Πούτιν, θα έπρεπε να τον εφεύρουμε», γράφει η γερμανική εφημερίδα. «Χωρίς τον Πούτιν, η Δύση μπορεί να μην είχε δώσει ιδιαίτερη σημασία στις δικές της αδυναμίες. Ο Πούτιν δεν ήθελε φυσικά να επισημάνει στη Δύση τις αδυναμίες της, αλλά να τις εκμεταλλευτεί», τονίζει η FAZ. «Αυτή η κατάσταση ,αν συνεχιστεί, θα μπορούσε να βοηθήσει τους Αμερικανούς, Ρώσους, αλλά και τους Κινέζους ηγέτες, που αγωνίζονται να κάνουν τους ανθρώπους να ξεχάσουν τα εσωτερικά προβλήματα», γράφει το  Γαλλικό περιοδικό Marianne. «Ο καλός Μπάιντεν, ο νταής Πούτιν , ακόμη και ο άσχημος Σι Τζινπίνγκ, αξιοποιούν την Ουκρανική κρίση, για να δείξουν τους μύες τους στον υπόλοιπο κόσμο, ενισχύοντας παράλληλα την δύναμή τους στο εσωτερικό των χωρών τους», εκτιμά το Γαλλικό περιοδικό.

Η οικονομία δεν θέλει πόλεμο

Μήπως τελικά ο θόρυβος από τις μπότες από τη μια πλευρά και η απειλή κυρώσεων από την άλλη,  βοηθάνε τον Τζο Μπάιντεν και τον Βλαντιμίρ Πούτιν να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν ή μπορεί να συναντήσουν στην εσωτερική τους σκηνή; Ο Αμερικανός πρόεδρος βλέπει τη δημοτικότητά του να υποχωρεί στο εσωτερικό της χώρας, συναντώντας σκληρή αντίσταση από τους Ρεπουμπλικάνους ,αλλά και συντηρητικούς Δημοκρατικούς στην προσπάθειά του να περάσει το φιλόδοξο κοινωνικό του πρόγραμμα. Στη Μόσχα επίσης , η κατάσταση της οικονομίας προκαλεί πονοκέφαλο στον Πούτιν.

Οι εντάσεις με τη Δύσης έχουν μεταφραστεί σε απώλειες 5,5 τρισεκατομμυρίων ρουβλίων (62 δισεκατομμύρια ευρώ) στο Χρηματιστήριο της Μόσχας. Ο δείκτης MOEX σε ρούβλια έχει χάσει περίπου 26% από τον Οκτώβριο. Την ίδια ώρα ,το ρούβλι είναι στο χαμηλότερο επίπεδό του εδώ και 14 μήνες και προκάλεσαν άνοδο στις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων παρά τα σταθερά οικονομικά μεγέθη. Αυτή η κατάσταση κινδυνεύει ιδιαίτερα να οδηγήσει στο πάγωμα  της δημόσιας εγγραφής όλων των  νέων χρεογράφων (IPO) που ξεκίνησαν στη Ρωσία, ενώ  12 εταιρείες πρώτων υλών, διανομής ή ακόμη και χρηματοοικονομικών υπηρεσιών ήλπιζαν να συγκεντρώσουν περίπου δύο δισεκατομμύρια ευρώ τους επόμενους μήνες.

Στο πλαίσιο αυτό , ο Πούτιν «τα δίνει όλα» σε ιταλικές και γερμανικές εταιρείες. Ο Ρώσος πρόεδρος είχε τηλεδιάσκεψη με περίπου 20 ανώτατα στελέχη ιταλικών εταιρειών, όπως η Pirelli, η εταιρεία ηλεκτρικής ενέργειας Eni, η εταιρεία παραγωγής ζυμαρικών Barilla και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα UniCredit και Intesa Sanpaolo.Αν και η κυβέρνηση της Ρώμης αποστασιοποιήθηκε επίσημα από την επιχειρηματική συνάντηση με τον Πούτιν, η Ιταλία επιδιώκει τη δική της «Ostpolitik» απέναντι στη Ρωσία.
Το παράδειγμα της Ιταλίας ,ακολουθούν και γερμανικές εταιρείες που έχουν  προγραμματίσει τηλεδιάσκεψη με τον Ρώσο πρόεδρο ,προκειμένου να συζητήσουν τους οικονομικούς δεσμούς των δύο πλευρών.
Η τηλεδιάσκεψη, την οποία διοργανώνει ο βιομηχανικός όμιλος Ost-Ausschuss der Deutschen Wirtschaft, θα πραγματοποιηθεί στις 3 Μαρτίου. Η γερμανική Ost-Ausschuss είναι μια οργάνωση λόμπι που περιλαμβάνει βιομηχανικούς κολοσσούς όπως η Siemens, η Volkswagen και η BASF, καθώς και πολλές μικρές και μεσαίες εταιρείες με επιχειρηματικούς δεσμούς στην Ανατολική Ευρώπη και την Ασία.

Η Ρωσία είναι ο 14ος μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Γερμανίας, με εισαγωγές και εξαγωγές που ανήλθαν συνολικά σε 44,6 δισ. ευρώ το 2020. Παρά τις τεταμένες πολιτικές σχέσεις, οι γερμανικές επιχειρήσεις έχουν ισχυρούς δεσμούς με τη Ρωσία. Η Volkswagen έχει ένα εργοστάσιο αυτοκινήτων και η BASF έχει έξι εγκαταστάσεις στη χώρα. Να μην ξεχνάμε άλλωστε ότι η Γερμανία εξαρτάται επίσης από το ρωσικό αέριο για τις ενεργειακές της ανάγκες.