Κι εμάς τι μας νοιάζει; Οι 8 Τούρκοι και η παγίδα του κατευνασμού

Γράφει ο Πέτρος Τατσόπουλος

Οφείλω να παραδεχτώ ότι τα τελευταία χρόνια, με τη χιτλερολογία στην παγκόσμια βιβλιογραφία όχι μόνο να καταλαγιάζει αλλά διαρκώς να εμπλουτίζεται και να… επιδεινώνεται, δεν υπάρχει ηγέτης ανά την υφήλιο που να έχει επιδείξει αυταρχικές τάσεις και να μην τον έχουν συγκρίνει ή να μην τον έχουν κι ευθέως εκλάβει ως ρεπλίκα του Αδόλφου, κακέκτυπη συνήθως. Από αυτή την άποψη, διόλου δεν μας ξενίζει η περίπτωση του Ταγίπ Ερντογάν. Στα κατά καιρούς τακτά επικοινωνιακά ολισθήματά του καταγράφονται τόσο εγκώμια για το προεδρικό σύστημα της ναζιστικής Γερμανίας όσο και βαθυστόχαστα φιλοσοφικά ερωτήματά του αν ήταν «πιο βάρβαρος ο Χίτλερ ή το Ισραήλ». Είναι όμως οι πράξεις του μάλλον, παρά οι δηλώσεις του, που μας βάζουν συχνά στον πειρασμό ν’ αναρωτηθούμε εάν αντιγράφει πιστά την τακτική του Αυστριακού, κυριολεκτικά copy paste, όπως θα λέγαμε σήμερα.

Κατά τη διαβόητη «Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών» το 1934 (ένα φονικό τριήμερο, στην πραγματικότητα, από τις 30 Ιουνίου έως τις 2 Ιουλίου), ο Χίτλερ εκκαθάρισε την ηγεσία των Ταγμάτων Εφόδου –με πιο επιφανές θύμα του τον απεχθή έως τότε θύτη Ερνστ Ρεμ– κι επέδωσε διαπιστευτήρια μετριοπάθειας τόσο στο γερμανικό στρατό όσο και στις δυτικές κυβερνήσεις: ορίστε, ο χερ Χίτλερ, σώφρων πολιτικός άνδρας, αποκεφαλίζει τους φανατικούς και ακολουθεί την οδό της Αρετής. Πρόσχημα για την εκκαθάριση ήταν το πραγματικό ή υποτιθέμενο πραξικόπημα που σχεδίαζε ο Ρεμ εναντίον του. Αυτό που δεν έγινε γνωστό εκείνες τις ημέρες αλλά θα ανακάλυπτε με φρίκη η ανθρωπότητα αργότερα, ήταν ότι ο χερ Χίτλερ, ευκαιρίας δοθείσης, εκκαθάρισε και όλους τους πολιτικούς του αντιπάλους –συντηρητικούς, φιλελεύθερους, σοσιαλδημοκράτες, κομμουνιστές–, όσους είχαν κατορθώσει να επιζήσουν από την πρώτη εκκαθάριση, ένα χρόνο νωρίτερα, με πρόσχημα τότε τη πυρκαγιά στο Ράιχσταγκ. Μαζί με τον βασιλικό, ποτίζεται και η γλάστρα. Ποτίζεται με αίμα, για να ξέρουμε τι λέμε.

Κάπου εδώ μπαίνουμε κι εμείς στην ιστορία, με τον μποναμά των οκτώ φυγάδων τούρκων αξιωματικών. Δεν θα επιμείνω στη δική τους εκδοχή για το πώς κατέληξαν ως ικέτες στην πατρίδα μας, πρώτον διότι αυτή η εκδοχή δεν είναι τίποτε παραπάνω από μία εκδοχή και δεύτερον διότι αυτή η εκδοχή, όπως και κάθε εκδοχή, πρέπει πρωτίστως να κριθεί από ένα αμερόληπτο δικαστήριο, στο πλαίσιο μιας δίκαιης δίκης. Για να σας το πω κι ανάποδα: ακόμη και αν ο καθένας από τους Οκτώ είχε πάρει εντολή να δαγκώσει την καρωτίδα του Ερντογάν με τα ίδια του τα δόντια, θέλω να μας το πιστοποιήσει ένα δικαστήριο που θα μας προσκομίσει αδιάσειστα στοιχεία και όχι ένα δικαστήριο που θα επικυρώσει απλώς μια προειλημμένη απόφαση και θα στήσει στον τοίχο οκτώ ανθρώπους που, ύστερα από φρικτά βασανιστήρια, θα ομολογούν έως και τη σταύρωση του Ιησού Χριστού και θα επιθυμούν μονάχα να πεθάνουν. Αυτό το βίτσιο, αν θέλετε, αυτή η παραξενιά, είναι που ξεχωρίζει την Ευρωπαϊκή Ένωση από τη Μέση Ανατολή. Εάν απεμπολήσουμε αυτήν την παραξενιά, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα είναι παρά μια Μέση Ανατολή χωρίς τα νιάτα της δεύτερης, μια γριά τσατσά που γκρινιάζει γιατί σαπίζει. Ωστόσο, εξακολουθώ να συγκαταλέγομαι σ’ εκείνους που πιστεύουν, παραφράζοντας τη ρήση του Τσόρτσιλ για τη Δημοκρατία, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ο χειρότερος τόπος στον κόσμο για να ζει κανείς, αν εξαιρέσεις όλους τους υπόλοιπους.

Ωχ, καημένε! – ακούω ήδη τον αντίλογο. Κι εμάς τι μας νοιάζει; Μας ρώτησε κανένας αν θέλουμε να φορτώσουμε στην καμπούρα μας και τη σπαζοκεφαλιά των Οκτώ; Δεν έχουμε ήδη αρκετές σκοτούρες με την Τουρκία; Αρκετά ανοιχτά μέτωπα; Στις 12 Ιανουαρίου, μία ημέρα πριν από την τρίτη και τελική συνεδρίαση του Αρείου Πάγου για τους Οκτώ, έχουμε την πολυμερή συνάντηση για το Κυπριακό στη Γενεύη. Μήπως κρατήσουμε ως την τελευταία στιγμή κλειστό το χαρτί μας για τους Οκτώ και διαπραγματευτούμε την έκδοσή τους; Μήπως τους στείλουμε πίσω στην Τουρκία εξασφαλίζοντας ένα πολύτιμο εθνικό αντάλλαγμα; Δεν φοβόμαστε την οργή του «Σουλτάνου» εάν το παίξουμε μέχρι τέλους ακριβοδίκαιοι, αμερόληπτοι κι Ευρωπαίοι; Οι Ευρωπαίοι δεν κινδυνεύουν από την Τουρκία. Εμείς κινδυνεύουμε.

Ναι, την ξέρω αυτή τη συλλογιστική. Έρχεται από τα βάθη του χρόνου. Είναι η συλλογιστική του αδύναμου απέναντι στο νταή: «Ας μην πάω γυρεύοντας». Ήταν και η συλλογιστική της δημοκρατικής Δύσης απέναντι στη ναζιστική Γερμανία, τον Σεπτέμβριο του 1938, στο Μόναχο. Η συλλογιστική του Κατευνασμού. Ο Χίτλερ είχε καταπιεί ήδη τη Ρηνανία και την Αυστρία. Είχε βάλει στο μάτι την Τσεχοσλοβακία. Η Βρετανία και η Γαλλία πίστεψαν ότι θα χορτάσει την πείνα του με την Τσεχοσλοβακία. Τα υπόλοιπα, τα γνωρίζουμε. Όχι μονάχα δεν εξασφαλίστηκε «η ειρήνη στην εποχή μας», όπως δήλωσε εκείνος ο άφρων, ο Νέβιλ Τσάμπερλεν, πατώντας εν αγνοία του το γκάζι προς τον τοίχο, αλλά δρομολογήθηκε και η πιο αιματηρή σύρραξη στην παγκόσμια ιστορία. Βλέπετε, το θεμελιώδες λάθος του Κατευνασμού είναι ότι θα μυρίσει το φόβο σου ο νταής και θα κάνει πίσω. Ότι θα χορτάσει με τους Οκτώ σήμερα, με το Καστελόριζο αύριο, με ποιος ξέρει τι μεθαύριο. Χο-χο-χο. Λες κι έκανε πίσω ποτέ κανείς μυρίζοντας φόβο.

ΑΠΟ ΤΗΝ ATHENS VOICE