Κωνσταντίνος Μητσοτάκης: Αντιμέτωπος πλέον με την Ιστορία

Του Γ. Λακόπουλου

Ο νεκρός δεδικαίωται, κατά τον άγραφο ηθικό κανόνα των Ελλήνων. Ισχύει και για τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Οπότε δεν έχει νόημα να αναφέρει κανείς τίποτε περισσότερο από τα τυπικά βιογραφικά στοιχεία του, που αναφέρθηκαν ήδη κατά κόρον.

Όπως δεν έχει νόημα να ασχοληθεί με τους συνήθεις μαϊντανούς που έσπευσαν κατά το μοντέλο παλαιό πολιτικού που έτρεχε στις κηδείες και δήλωνε στους τεθλιμμένους συγγενείς «φίλος του νεκρού».

Η αλήθεια είναι ο εκλιπών -πλήρης ημερών- είχε πολλούς φίλους, καθώς δεν ξεχνούσε τους ανθρώπους με τους οποίους είχε σχέση στον πολυκύμαντο ιδιωτικό και δημόσιο βίο του. Αυτοί προφανώς τον πενθούν με ειλικρίνεια, και η οικογένειά του φυσικά.

Άλλοι απλώς προσπαθούν να μπουν στο κάδρο. Ή να προκαλέσουν την προσοχή του γιου του, τον οποίο δεν πρόλαβε να δει Πρωθυπουργό. Όπως δεν είχε προλάβει και η σύζυγός του να δει την κόρη τους αρχηγό της ΝΔ.

Είναι αλήθεια επίσης ότι ο Μητσοτάκης είχε και πολλούς εχθρούς, οι οποίοι επίσης δεν τον ξεχνούν, και ίσως εκεί αποσκοπούσε η προσπάθεια που έκανε τα τελευταία χρόνια να αποκατασταθεί στα μάτια μεγάλης μερίδας της κοινής γνώμης, που δεν τον «χώνεψε». Αρκετοί δεν τον «συγχώρησαν» καν ούτε όταν τιμωρήθηκε με τις ίδιες τις μεθόδους του.

Η αναμέτρηση του με τη οικογένεια Παπανδρέου φόρτισε αρνητικά το όνομά του για δεκαετίες. Μόνο ένας χαλκέντερος άνθρωπος και ακατάβλητος πολιτικός σαν αυτόν θα μπορούσε να γίνει Πρωθυπουργός μετά από όσα άκουσε από τους Παπανδρεου – αλλά και έκανε εναντίον τους. Αλλά και με τη φυσική αποστροφή που είχαν γι’ αυτόν οι οπαδοί του ιδρυτή της ΝΔ Κωνσταντίνου Καραμανλή.

Τι ήταν τελικά ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, πέρα από επίμονος εραστής της πολιτικής και της εξουσίας; Πέρα από απόλυτος κοινοβουλευτικός που μπορούσε κάθεται ώρες στη Βουλή, ακόμη και όταν έγινε αρχηγός της ΝΔ και να παρακολουθεί τις εργασίες της Ολομέλειας;

Ένας πρώιμος μεταρρυθμιστής -όπως ήθελε να αυτοπροβάλλεται- που ηττήθηκε από το νόμο της αδράνειας; Νουνεχής ισορροπιστής και δραστήριος δημόσιος άνδρας με διακριτή ταυτότητα ιδεών και αντιλήψεων;

Αδικημένος μιας περιόδου που εξελίχθηκε εσφαλμένα εναντίον του; Ή ήταν απλώς ένας «αιώνιος δολοπλόκος», ο «αρχιερέας της Αποστασίας» και του “Βρόμικου 89”, το «κάθαρμα» που φώναζαν το 1965 οι οπαδοί της Ένωσης Κέντρου στους δρόμους, ο «Εφιάλτης της Δημοκρατίας» που είπε είκοσι χρόνια αργότερα ο Ανδρέας Παπανδρέου;

Ένας ραδιούργος πολιτευτής, όπως προέβαλε συχνά η επικαιρότητα- με το εαυτό του θύτη και θύμα αθέμιτων πρακτικών επικράτησης- ή ένας παρεξηγημένος πολιτικός που βρέθηκε σε λάθος εποχή και λάθος συνθήκες;

Αυτές τις ημέρες θα ακουστούν πολλά. Τα περισσότερα από όσους θέλουν να προβληθούν ως φίλοι του και θα είναι θετικά. Όσοι αισθάνονται αντίπαλοι του μάλλον θα περιμένουν λίγο μέχρι να βάλουν το αρνητικό πρόσημο που πιστεύουν ότι αξίζει η πολιτική διαδρομή του και η σύντομη πρωθυπουργία του.

Αλλά ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης δεν έχει πλέον ούτε φίλους ούτε αντιπάλους. Αναμετράται μόνο με την Ιστορία, που δεν υπακούει σε ηθικούς κανόνες, σε συμπάθειες και αντιπάθειες, ή στις ανάγκες της συγκυρίας.

Θα κριθεί εξονυχιστικά για το ρόλο που διαδραμάτισε στην πολυετή σταδιοδρομία του στα κοινά- ενδεχομένως και τους ρόλους που διαδραμάτισαν άλλοι σε σχέση με αυτόν.

Αλλά θα κριθεί μακριά από ιδεολογίες, πολιτικές αναφορές και σκοπιμότητες, επαίνους και αγιογραφίες οικείων, η πολιτικά κατηγορητήρια αντίπαλων. Με βάση ντοκουμέντα, αυθεντικές μαρτυρίες και επιστημονική αξιόλογη της πολιτικής πορείας του.

Ο ίδιος έκανε ό,τι μπορούσε κάθε φορά για να επιτυγχάνει τους στόχους του και κατάκτησε όσα μπορεί να επιδιώξει ένας πολιτικός με ισχυρή βούληση σαν αυτόν, που έφτανε ως την απόπειρα να επηρεάσει την ιστορική κρίση -όπως κάνουν και άλλοι- με τη σύσταση Ιδρύματος με το όνομά του.

Δεν υπήρξε πολιτικός διαμετρήματος που θα μπορούσε ας πούμε να σταθεί δίπλα στον Καραμανλή, ούτε σημάδεψε την πολιτική ζωή με τον τρόπο που το έκανε ο Παπανδρέου, ιδρύοντας το ΠΑΣΟΚ και θριαμβεύοντας σε τρεις εκλογικές αναμετρήσεις – σχεδόν ακόμη και δίκην Ελ Σιντ.

Ήταν όμως μαχητικά παρών – στο προσκήνιο, στο παρασκήνιο- στο δημόσιο βίο για οκτώ δεκαετίες και δικαιούται να έχει μια δίκαιη κρίση από τους ιστορικούς του μέλλοντος.