Λάνθιμος και Κουαρόν, πέρα από τα Όσκαρ

Του Μάκη Ανδρονόπουλου

Ο κινηματογράφος, όπως άλλωστε έχει ήδη συμβεί στη λογοτεχνία, εξ αιτίας της τεράστιας ποσότητας των παραγόμενων ταινιών, έχει σε μεγάλο βαθμό απολέσει τα περισσότερα ποιοτικά του κριτήρια, έχει διολισθήσει στον περφεξιονισμό της παραγωγής και έχει υποταχθεί στη νομοτέλεια του box office. Είναι σαφές εδώ και καιρό ότι ιδιαίτερα το αμερικάνικο σινεμά που επικυριάρχησε για πολλές δεκαετίες, βρίσκεται σε θεματική και αισθητική αμηχανία, γι΄ αυτό και έχουμε την στροφή του παγκόσμιου κοινού στις εθνικές κινηματογραφικές σχολές, ιδιαίτερα στην Ευρώπη.

Κάπως ανάλογα έγινε και μεταπολεμικά, με τους auteurs της nouvelle vague, όταν οι δημιουργοί αποφάσισαν να αφαιρέσουν από τους παραγωγούς τον αποφασιστικό τους ρόλο και να τον κρατήσουν για τον εαυτό τους. Στην εποχή μας αυτό είναι πολύ πιο δύσκολο, γιατί τα budget είναι πολύ μεγάλα για τις εμπορικές απαιτήσεις του industry, γεγονός που  σημαίνει ότι απαιτείται πρώτα επαγγελματισμός και μετά έμπνευση. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο της παγκόσμιας αγοράς έχουν διαμορφωθεί δύο τακτικές από τους δημιουργούς. Η μία ακολουθεί την πεπατημένη του εμπορίου, έτσι ώστε ο σκηνοθέτης αφού αποκτήσει μια εμπορική επάρκεια και αναγνώριση από το σύστημα, αποτολμά μια ταινία δικιά του, προσωπική, καλλιτεχνική, όπως ο Αλφόνσο Κουαρόν (Θέλω και τη Μαμά σου, Χάρι Πότερ και ο Αιχμάλωτος του Αζκαμπάν, Τα Παιδιά των Ανθρώπων, Gravity) με το Roma. Η άλλη τακτική ξεκινάει χωρίς συμβιβασμούς, πειραματικά, δραματικά κι αν σταδιακά καταφέρει να σπάσει τη βιτρίνα του συστήματος, αναγνωρίζεται και επιβάλλεται, όπως είναι η περίπτωση του Λάνθιμου.  Και οι δύο τακτικές είναι σεβαστές.

Αν το Roma λοιπόν αποτελεί την προσωπική καλλιτεχνική έκφραση και ολοκλήρωση του Κουαρόν και ο άνθρωπος έφτασε εκεί που ήθελε, κάνοντας ένα σπουδαίο επαγγελματικά κύκλο, είναι πολύ σημαντικό για τον ίδιο. Δικαίωσε την τακτική του, την υπομονή του και κέρδισε. Χωρίς αμφιβολία το Roma είναι μία ταινία καλλιτεχνικών αξιώσεων και σίγουρα του άξιζε προσωπικά το Oscar φωτογραφίας. Το ασπρόμαυρο άλλωστε είναι πλέον από μόνο του μια δήλωση καλλιτεχνικότητας… Από εκεί και πέρα, η ταινία έχει αναφορές αγγελοπουλικές, ταρκοφσκικές και άλλες, καλά αφομοιωμένες. Πρόκειται για μια καλή ταινία που διαφοροποιείται από το τέλμα του εμπορικού σινεμά και ως εδώ. Δεν θα μπούμε την γεωπολιτική των Oscar…

Πίσω από την αλλόκοτη γραφή

Η κινηματογραφική πορεία του Γιώργου Λάνθιμου βρίσκεται στον αντίποδα. Από την Κινέττα (2005), τον Κυνόδοντα (2009), τις Άλπεις (2011), τον Αστακό (2015), έως και τον Θάνατο του ιερού ελαφιού (2017) και την Ευνοούμενη (2018) ο Λάνθιμος χτίζει αργά και σταθερά μια θεματική γύρω από την σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης κατάστασης με βλέμμα εικονοκλαστικό και μια ανατρεπτική weird κινηματογραφική γραφή με ισχυρή εσωτερική συνάφεια.

Εκκινεί πάντα από μια πνευματική αναφορά, είτε αυτή είναι η Παλαιά Διαθήκη, είτε ο Ευριπίδης ή ο Σέξπιρ για να υπογραμμίσει ότι αποτελεί την ανατρεπτική συνέχεια και καταβυθίζεται στα βαθιά της ανθρώπινης κατάστασης, άλλοτε αναζητώντας απεγνωσμένα την ανθρώπινη επαφή, άλλοτε τις συνέπειες της ευνουχισμένης σεξουαλικότητας ή των απαγορευμένων καρπών της εμπειρίας-γνώσης, είτε αποκαλύπτοντας την συναισθηματική αβεβαιότητα, την τυφλότητα του σύγχρονου κονφορμισμού, την προσωπική και την κοινωνική ευθύνη του καθενός, την ύβρη απέναντι στο δώρο της ζωής, την διαπλοκή της εξουσίας ή την γυναικεία ιδιαιτερότητα στον ανδροκρατούμενο κόσμο μας.

Ο Λάνθιμος δεν έχει απλώς κατακτήσει μια προσωπική γραφή. Είναι καινοτόμος σε πολλά επίπεδα διεθνώς, γι΄ αυτό και συσσωρεύει βραβεία. Δεν είναι απλώς weird. Έχει διαμορφώσει ένα καινούργιο κινηματογραφικό langage, δύσκολο, δύσπεπτο πολλές φορές, αλλά νέο, αντισυμβατικό, αλληγορικό, σουρεαλιστικό. Βαθύτατα φροϋδικός, πολιτικός και συμβολικός, ο Λάνθιμος εξισορροπεί την δύναμη της αισθητικής του γροθιάς με το μαύρο χιούμορ και τον σαρκασμό.

Με την Ευνοούμενη ο Λάνθιμος δεν έκανε καμία έκπτωση στο σύστημα και στους παραγωγούς. Δεν έκανε κανένα βήμα πίσω για να προσεγγίσει το μεγάλο κοινό. Αυτοί πήγαν σε αυτόν, αφού κατάφερε να χτίσει τον δικό του κόσμο και να τον επιβάλλει. Η μέθοδος Λάνθιμου είναι υπό αυτό το πρίσμα ηρωική για την εποχή μας. Είναι ο αντίποδας της συμβατικής μεθόδου του Κουαρόν.

Με την Ευνοούμενη συνέχισε την πορεία του ανοίγοντας νέα μονοπάτια. Τόλμησε μέσα στον κλονισμό του Bretix «παίξει» με το πρόσωπο της συμβολικής βασίλισσας Άννας (1666-1714) κατά την διάρκεια της βασιλείας της οποίας, η Αγγλία και η Σκωτία ενώθηκαν σε ένα ενιαίο κυρίαρχο κράτος, το Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας (Acts of Union – 1707). Έτσι, η  Άννα έγινε η τελευταία βασίλισσα της Αγγλίας, η τελευταία βασίλισσα της Σκωτίας, η τελευταία του  Οίκου των Στούαρτ, η πρώτη ηγεμόνας της Μεγάλης Βρετανίας, ενώ συνέχισε να φέρει το ξεχωριστό στέμμα της βασίλισσας της Ιρλανδίας και τον τίτλο της βασίλισσας της Γαλλίας.

Ο Λάνθιμος αφού με τις προηγούμενες ταινίες του κατέλυσε κάθε έννοια ηθοποιίας, αναδεικνύοντας τον απρόσωπο και χειραγωγημένο άνθρωπο της εποχής μας, στην Ευνοούμενη με την Ολίβια Κόλμαν, την Έμμα Στόουν και την Ρέιτσελ Βάις ανέβασε την υποκριτική τέχνη σε πολύ ψηλά επίπεδα αποκαλύπτοντας μια μεγάλη γκάμα ψυχικών καταστάσεων. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι τρεις ηθοποιοί έπαιξαν όπως έπαιξαν επειδή τις οδήγησε αυτός εκεί. Οι παραμορφώσεις του χώρου, τα gros plan, τα κουστούμια, ο εξαιρετικός συνδυασμός του sound design και της μουσικής και το μοντάζ ήταν όλα άψογα και λανθιμικά.

Για τα Oscar φτάνει μόνο να επισημάνουμε ότι αυτό των κουστουμιών το πήρε το Black Panther, η αποθέωση του αμερικάνικου κιτς… Από την άλλη, η μεγάλη απογοήτευση του ελληνικού κοινού για το ένα και μόνο Oscar του Λάνθιμου των 10 υποψηφιοτήτων χρίζει μακροχρόνιας ψυχαναλύσεως. Δυστυχώς, δεν έχει ακόμη εφευρεθεί μέθοδος για την ψυχαναλυτική θεραπεία των λαών. Η δουλειά του Λάνθιμου ενδεχομένως θα μπορούσε να είναι κάτι τέτοιο…

Πηγή: extrapolation