Με τον Μπούλμαν ή με τον Λοβέρδο;

Της Νικόλ Λειβαδάρη

Ο πρόεδρος των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών του Ευρωκοινοβουλίου Ούντο Μπούλμαν επανέλαβε χθες το απόγευμα από εδώ, από την Αθήνα και την εκδήλωση του Ιδρύματος Friedrich-Ebert-Stiftung, την πρόσκλησή του για μια ευρεία προοδευτική συμμαχία – μια συμμαχία κεντροαριστεράς και αριστεράς που, όπως θεωρούν τουλάχιστον οι ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες, μπορεί να αποτελέσει και το μοναδικό ανάχωμα στο τόξο της ακροδεξιάς και του εθνολαϊκισμού.

Εάν ήταν παρών στην εκδήλωση ο Ανδρέας Λοβέρδος, πιθανώς θα του απαντούσε πως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να καταταγεί στα κόμματα της ευρωπαϊκής πολιτικής γεωγραφίας αλλά μόνον στα λαϊκιστικά και δημαγωγικά «μορφώματα». Και θα επαναλάμβανε μάλλον – όπως έπραξε στην πρώτη του τοποθέτηση μετά την ομιλία Μητσοτάκη στην ΔΕΘ – πως στόχος στις επόμενες εκλογές «δεν είναι απλώς η στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ αλλά η ταπείνωσή του».

Το σοβαρό ζήτημα ωστόσο δεν είναι το εάν όντως οι στάχτες της αριστεράς και των ιδεών της είναι το μοναδικό και αναγκαίο προσάναμμα για την αναγέννηση της εγχώριας κεντροαριστεράς. Το σοβαρό ζήτημα είναι σε ποια ακριβώς απόσταση ανάμεσα στις θέσεις της «σχολής Μπούλμαν» και της «σχολής Λοβέρδου – Βενιζέλου» βρίσκονται οι ψηφοφόροι της κεντροαριστεράς και η ηγεσία των εν Ελλάδι πολιτικών εκφραστών της.

Επ’ αυτού καθαρή απάντηση από την πρόεδρο του Κινήματος Αλλαγής δεν δόθηκε στην δική της, πρώτη δημόσια τοποθέτηση της μετά το άνοιγμα Μητσοτάκη από την Θεσσαλονίκη. H Φώφη Γεννηματά έψεξε ελαφρώς τον πρόεδρο της ΝΔ για την λογική των προσαρτήσεων στην «πρόσκλησή» του προς την κεντροαριστερά – «άλλο πράγμα τα πολιτικά ανοίγματα κι άλλο η μικροκομματική προσέγγιση με παλαιοκομματικές τακτικές» είπε – επέμεινε ότι «δρόμος για τη προοδευτική διακυβέρνηση περνάει από το Κίνημα Αλλαγής», και καταλόγισε στον Κυριάκο Μητσοτάκη χαμηλή προτεραιότητα στο κοινωνικό κράτος και την μεσαία τάξη. Για να καταλήξει εν τέλει σε μια ακόμη σφοδρή, μετωπική επίθεση κατά του ΣΥΡΙΖΑ για το θέμα των συντάξεων και για το γεγονός ότι δεν υιοθέτησε – όντας ακόμη εντός Μνημονίου – την πρόταση του ΚΙΝΑΛ για την μονομερή μη περικοπή τους.

Εν ολίγοις, η θεωρία του τρίτου δρόμου και των «ίσων αποστάσεων» μπάταρε για μια ακόμη φορά στις σειρήνες του αντιΣΥΡΙΖΑ μετώπου. Και έμεινε στρατηγικά κενή καθώς δεν περιείχε απαντήσεις και πολιτικό αυτοπροσδιορισμό απέναντι στις διαμετρικά αντίθετες πλέον – ιδεολογικά και προγραμματικά – ατζέντες που καταθέτουν Τσίπρας και Μητσοτάκης.

Το κενό αυτό η κυβέρνηση σκοπεύει να το εκμεταλλευτεί και δεν το κρύβει. «Σε κάθε λυσσαλέα επίθεση από το ΚΙΝΑΛ εμείς θα απαντάμε με συγκεκριμένες προτάσεις. Να επανέλθουν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις ή όχι;» ήταν η χθεσινή χαρακτηριστική δήλωση του Νίκου Παππά, ενώ εξίσου εύγλωττο ήταν και το μήνυμα Τζανακόπουλου: «Επαφίεται», είπε, «στο Κίνημα Αλλαγής να μας πει αν θα συνεχίσει να πορεύεται με βάση τη γραμμή που υιοθέτησε από το 2011 και μετά για συγκυβέρνηση με τη Ν.Δ. και ταύτιση με τις επιλογές του κ. Σαμαρά ή θα ακούσει τις καμπάνες που ηχούν ήδη στην Κεντρική και Δυτική Ευρώπη, με τα περισσότερα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα… να βλέπουν ότι ο μοναδικός τρόπος για να μπορέσουμε να αποτρέψουμε την άνοδο της ακροδεξιάς και τη δημιουργία μιας διάχυτης λαϊκής δυσαρέσκειας που υπάρχει, είναι η συμμαχία με την Αριστερά».

Είτε πρόκειται για ειλικρινές πολιτικό προσκλητήριο στο πλαίσιο της θέσης Τσίπρα για μια νέα προοδευτική διακυβέρνηση, είτε απλώς για κυβερνητικό τακτικισμό με στόχο την ηγεμονία του ΣΥΡΙΖΑ στον χώρο της κεντροαριστεράς, το αποτέλεσμα για το Κίνημα Αλλαγής θα είναι το ίδιο: Η απάντηση στα σημερινά πολιτικά διλήμματα θα γίνει σύντομα επιτακτικό κοινωνικό αίτημα.

Και τότε, η ηγεσία του μπορεί και να βρεθεί ενώπιον της, πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας, για την οποία προειδοποίησε στο προχθεσινό άρθρο του ο Νίκος Μπίστης: «Μπορεί», έγραψε, «και πρέπει να ασκηθεί κριτική στον Τσίπρα για ουσιώδεις πλευρές της πολιτικής του, για τι  μέχρι τώρα συμμαχίες του , για τις αγροίκες συμπεριφορές στελεχών και Υπουργών του. Αυτό όμως δεν αντιμετωπίζεται  με την απολίτικη και αντιαισθητική κραυγή «Να φύγετε και να πάτε από εκεί που ήρθατε».

Αυτή η πολεμική κραυγή συσπειρώνει τον ΣΥΡΙΖΑ ενώ  αντικειμενικά ενισχύει και την ΝΔ… Τον μόνο που δεν βοηθάει  είναι το ίδιο το ΚΙΝΑΛ,  γιατί το αποκόβει από το αντιδεξιό ακροατήριο. Αυτό το ισχυρό στην Ελλάδα αντιδεξιό φρόνημα δεν είναι όπως νομίζουν ορισμένοι ένα κατάλοιπο – ρετρό παλαιών εποχών. Τροφοδοτείται τόσο από τις ανησυχητικές εξελίξεις στην Ευρώπη, όσο και από την ισχυρή παρουσία στην ΝΔ των φορέων ακραίων αντιαριστερών αντιλήψεων. Πρόκειται για ένα σύγχρονο αντιδεξιό ρεύμα το οποίο στις δεδομένες συνθήκες πόλωσης και λόγω της εσφαλμένης πολιτικής του ΚΙΝΑΛ αναγκαστικά ακουμπάει στον ΣΥΡΙΖΑ και τον ενισχύει»…

ΑΠΕ ΜΠΕ