Μπέρτολτ Μπρεχτ: «Αλίμονο στους λαούς που έχουν ανάγκη από ήρωες»

Του Σωκράτη Αργύρη

«Σε μας οι προσωπικότητες με τις περισσότερες αρμοδιότητες γίνονται μηδαμινότητες, μόλις χάνουν οι μάζες των εργαζομένων την εμπιστοσύνη σε αυτούς.»
– Ιωσήφ Στάλιν

Ανέκαθεν η αλλαγή ηγεσίας στα κόμματα της ορθόδοξης ή ανανεωτικής Αριστεράς είναι μια προβληματική διαδικασία. Ίσως την πιο έξυπνη εναλλαγή εξουσίας την έκανε ο Φιντέλ Κάστρο.
Ένας παράγων, που είναι κάτι σαν την ιερή αγελάδα των Ινδουιστών, είναι να μην κρίνει κανείς τον «vozhd» («ηγέτης») κατά την διάρκεια της θητείας του, όρος που καθιερώθηκε από τον Χρουστσώφ, που πρώτος τον εισήγαγε στη πολιτική ζωή της τότε ΕΣΣΔ, που είχε ιδρυθεί στις 30 Δεκέμβρη του 1922.
          Η Ιστορία πιστεύουν πολλοί ότι παίζει παιχνίδια αλλά αυτό που συμβαίνει είναι ότι οι ίδιοι οι άνθρωποι την δημιουργούν ή την αλλάζουν. Ήταν λοιπόν στη διάσκεψη του Κόμματος της Μόσχας τον Ιανουάριο του 1932, που ο Χρουστσώφ τελείωσε την ομιλία του με τα εξής λόγια: «Οι μοσχοβίτες μπολσεβίκοι, συσπειρωμένοι γύρω από τη λενινιστική Κεντρική Επιτροπή όσο ποτέ άλλοτε, και γύρω από τον «vozhd» του Κόμματος μας, τον σύντροφο Στάλιν, χαρούμενοι και με βεβαιότητα βαδίζουν προς τις νέες νίκες στις μάχες για το σοσιαλισμό, για την παγκόσμια προλεταριακή επανάσταση». («Rabochaya Moskva», 26 Ιανουαρίου 1932).
Στη 17η Συνδιάσκεψη του Κόμματος το Γενάρη του 1934 ήταν ο Χρουστσώφ, και μόνο ο Χρουστσώφ, ο οποίος αποκάλεσε το Στάλιν: «vozhd» ή «μεγαλοφυΐα». (XVII s’ezd Vsesoiuznoi Kommunisticheskoi Partii).

          Τον Αύγουστο του 1936, κατά τη διάρκεια της δίκης του Lev Kamenev και του Grigory Zinoviev, ο Χρουστσώφ με την ιδιότητά του γραμματέα του Κόμματος της Μόσχας, είπε: «Άθλιοι νάνοι! ύψωσαν τα χέρια τους ενάντια στο μέγιστο όλων των ατόμων (…) το σοφό «vozhd μας», το σύντροφο Στάλιν! (…) Σύντροφε Στάλιν, ύψωσες το μεγάλο έμβλημα του μαρξισμού-λενινισμού πάνω από όλη την οικουμένη. Σε βεβαιώνουμε, σύντροφε Στάλιν, ότι η μπολσεβικική οργάνωση της Μόσχας – ο πιστός υποστηρικτής της σταλινικής κεντρικής Επιτροπής θα αυξήσει την σταλινική επαγρύπνηση ακόμα περισσότερο, θα αποβάλλει τα κατάλοιπα των τροτσκιστών και ζηνοβιεφικών, και θα συσπειρώσει τις τάξεις των κομματικών και των μη κομματικών Μπολσεβίκων ακόμη περισσότερο γύρω από τη σταλινική κεντρική Επιτροπή και το μεγάλο Στάλιν» («Pravda», 23 Αυγούστου 1936).
          Βέβαια για τον πολύ κόσμο υποτίθεται ότι η αριστερά έχει μια παράδοση, που προσπαθεί να τιθασεύσει τις ατομικές φιλοδοξίες δίνοντας βάρος στις ιδεολογικές διαφορές και όχι στις ατομικές αντιπαραθέσεις και ότι προσπαθεί να προκρίνει τη συλλογικότητα και στις αποφάσεις και στη πολιτική δράση.

Αυτό φαίνεται ότι είχε χαθεί στον ΣΥΡΙΖΑ κυρίως στην πορεία προς την εξουσία και μετά κατά τη διακυβέρνηση. Τότε αφέθηκε πολύ περισσότερο ελεύθερη η ατομική φιλοδοξία, που ενισχύθηκε και από την προσέλκυση στελεχών από άλλους χώρους, που ήταν και πιο συνηθισμένα σε τέτοιες πρακτικές.
Ακόμη περισσότερο, η εμπλοκή με την κυβερνητική διαχείριση διαμόρφωσε και μια άλλη αντίληψη της ίδιας της πολιτικής, δηλαδή λιγότερο «ιδεαλιστικής» και πολύ πιο κοντά στην έννοια της «επαγγελματικής πολιτικής» που βλέπουμε να κυριαρχεί στις σύγχρονες φιλελεύθερες δημοκρατίες.
          Ταυτόχρονα, με έναν τρόπο για τον ΣΥΡΙΖΑ η περίοδος της κυβερνητικής διαχείρισης ήταν ταυτόχρονα και ο «βαθμός μηδέν» ως προς αυτό που θα λέγαμε αριστερή ιδεολογική τοποθέτηση, εφόσον κατά βάση διαχειρίστηκε και εφάρμοσε μια επιθετική νεοφιλελεύθερη πολιτική, όπως αυτή είχε συμπυκνωθεί στα μνημόνια.
Κομμάτι αυτής της μετατροπής ήταν να γίνεται ένα πιο συστημικό κόμμα μαζί με τον τρόπο που έθεταν το ζήτημα της «ηγεσίας». Με την αμφίθυμη δηλαδή παράδοση επί του θέματος της Αριστεράς, δηλαδή της παράδοσης που συνδυάζει τον κομβικό ρόλο ηγετικών προσωπικοτήτων με την αναγκαία συλλογικότητα στην απόφαση.  

          Ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ για αρκετό διάστημα, συμπεριλαμβανομένης της ανοδικής πορείας του προς την εξουσία είδαμε να κινείται ταυτόχρονα ως ένα λαϊκό κίνημα αντιμνημονιακού χαρακτήρα και ως το «κόμμα του Τσίπρα». Ωστόσο, η φιγούρα του Αλέξη Τσίπρα απέκτησε κεντρικό ρόλο, ιδίως από τον τρόπο που χειρίστηκε τις εκλογικές μάχες του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά και καθ’ όλη την διάρκεια της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, το «ισχυρό χαρτί» στην πολιτική απεύθυνση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν πάλι ο Αλέξης Τσίπρας ως vozhd (ηγέτης) και όχι κάποια συγκεκριμένη αριστερή πρόταση, έστω μια από τις πολλές που υπηρέτησε ως κόμμα από τότε που αποσχίστηκε από το ΚΚΕ.  
          Όπως, στην περίοδο της αντιπολίτευσης τα πράγματα αποδείχθηκαν διαφορετικά. Φάνηκε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είχε μια πιο συνεκτική τοποθέτηση ως κόμμα που δικαιολογούσε τα μνημόνια που εφάρμοζε, παρά ως κόμμα που κάνει αντιπολίτευση σε μια νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση και μέσα σε μια συγκυρία «αχαρτογράφητων υδάτων» σε πλανητική κλίμακα. Αυτή η τρέχουσα έλλειψη συνοχής αποτυπώθηκε κάποιες φορές και στον «διεκπεραιωτικό» χαρακτήρα των παρεμβάσεων του Αλέξη Τσίπρα.
          Δηλαδή σε μια περίοδο που θα περίμενε κανείς τον Αλέξη Τσίπρα να εμφανίζεται ως ο φορέας της αποτίμησης της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, του αναστοχασμού και της διατύπωσης νέας προγραμματικής πρότασης, αυτής που θα επέτρεπε την όξυνση της φθοράς της κυβέρνησης και την αμφισβήτηση του ηγεμονικού ρόλου της ΝΔ στο πολιτικό σκηνικό, αυτό που έβγαινε ήταν μια απλή αντιπολιτευτική ρητορική.

          Αυτό από μόνο του θα μπορούσε να είναι απλώς μια τακτική αναμονής σε έναν αγώνα που θα είχε χαρακτηριστικά «κούρσας αντοχής», εάν δεν συνοδευόταν από μια ιδιότυπη, σχεδόν καταναγκαστική προσπάθεια να τονιστεί ο αναντικατάστατος ηγετικός ρόλος του ηγέτη (vozhd), με τρόπο ανοίκειο όχι για κόμμα της αριστεράς αλλά συνολικά για τη σύγχρονη αντίληψη της πολιτικής που αντιλαμβάνεται τη σημασία του ευρύτερου στελεχιακού δυναμικού ως παράγοντα για τη δυναμική ενός κόμματος.
          Για τους ψυχαναλυτές όμως, η προσκόλληση σε ηγέτες σχετίζεται με την προσκόλληση του παιδιού στην πατρική φιγούρα. Όμως, «η απόσπαση του ανεπτυγμένου ατόμου από την εξουσία των γονέων είναι ένα απ’ τα πιο αναγκαία, μα ταυτόχρονα κι απ’ τα πιο επίπονα επιτεύγματα της αρχής της εξέλιξης», γράφει ο Ότο Ρανκ στο κλασικό σήμερα «Ο μύθος για τη γέννηση του ήρωα».

  «Είναι απολύτως απαραίτητο», συνεχίζει, «να συντελεστεί αυτή η αποδέσμευση και μπορεί να θεωρηθεί σαν δεδομένο πως κάθε κανονικά ανεπτυγμένο άτομο την έχει εξασφαλίσει σε κάποιο βαθμό. Η κοινωνική πρόοδος ουσιαστικά βασίζεται πάνω σ’ αυτή την αντίθεση ανάμεσα στις δύο γενιές. Από την άλλη, υπάρχει μια τάξη νευρωτικών, που η κατάστασή τους υποδηλώνει πως απέτυχαν να λύσουν αυτό ακριβώς το πρόβλημα».