Ν. Μπελαβίλας: Μονόδρομος η κατεδάφιση αυθαιρέτων, αλλά όχι όλων

Της Κάτιας Παπαδοπούλου

Η δέσμη προτάσεων που έχουν κατατεθεί για να «ανασάνει» το Μάτι κλίνουν προς την ίδια κατεύθυνση, δηλώνει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο Νίκος Μπελαβίλας καθηγητής ΕΜΠ και υπεύθυνος του Εργαστηρίου Αστικού Περιβάλλοντος. «Η μελέτη του Πολυτεχνείου προχωράει. Έχουν διαπιστωθεί τα προβλήματα, η αποκλεισμένη πρόσβαση στην θάλασσα πρέπει να αρθεί άμεσα, οι κατασκευές οι οποίες είναι πάνω σε δασικές εκτάσεις και σε σημεία τα οποία έχουν ολοκληρωθεί δικαστικές διαδικασίες πρέπει να φύγουν από τη μέση και η ρυμοτομία πρέπει να συντελεστεί.

Ας έχουμε συνείδηση ότι δεν μπορούμε να κατεδαφίσουμε 100 χιλιάδες αυθαίρετα, ούτε ίσως έχει και νόημα να ξεκινήσει μια κοινωνική σύγκρουση τέτοιου τύπου όμως πρέπει να βρεθούν λύσεις για την κατεδάφιση των ακραίων περιπτώσεων. Αυτή είναι η λύση των 3 χιλιάδων, όσων είναι δηλαδή πάνω σε ρέματα και πνίγουν τον κόσμο, όσων είναι σε περιοχές δασών κι από κει πέρα να δούμε τι θα κάνουμε με τα 100 χιλιάδες αυθαίρετα και πώς δεν θα ξαναυπάρξουν άλλα».

Τα αδιέξοδα πρέπει να ανοίξουν. Αυτά είναι κάποια πράγματα τα οποία δεν χρειάζονται μελέτη για να τα ονομάσει κάποιος και να τα δρομολογήσει. Ήδη, την κατεδάφιση των ακραίων περιπτώσεων των αυθαιρέτων την έχει ανακοινώσει η κυβέρνηση. Φαντάζομαι κι η εφαρμογή της ρυμοτομίας, η οποία εκκρεμεί εκεί πρέπει να προχωρήσει.

Από κει και πέρα πρέπει να γίνει σημαντική καταγραφή των πάντων, να δούμε τι ακριβώς έχει αυτό το απόθεμα που βρίσκεται μέσα στο Μάτι, τι χαρακτηριστικά έχει διότι υπάρχουν από λυόμενα από την εποχή της δικτατορίας που κάηκαν ολοσχερώς μέχρι και ακριβές και πανίσχυρες βίλες οι οποίες δεν κάηκαν, έχουμε μεγάλες συστάδες και πιο αραιές περιοχές, πρώην δασικές και πρώην αγροτικές περιοχές με ρυμοτομία που αλλού υπάρχει και αλλού δεν υπάρχει.

Επίσης έχουμε πλατείες που πρέπει να γίνουν και χώρους κοινόχρηστους που είναι νομοθετημένοι αλλά δεν έχουν εφαρμοστεί.

Με όλο αυτό το υλικό θα ξεκινήσει η συζήτηση μεταξύ των επιστημόνων για να περιγράψουμε τα επόμενα βήματα που συνήθως έχουν στάδια. Πάντως, από την πλευρά μας, μόλις ανοίξει το Ίδρυμα στα μέσα Αυγούστου με εντολή και οδηγίες του Πρύτανη θα κληθούν οι πανεπιστημιακοί να ξεκινήσουν αυτήν την δουλειά».

Όσον αφορά στον χρόνο που θα χρειαστεί ώστε να υλοποιηθούν οι προτάσεις, ο κ. Μπελαβίλας επισημαίνει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ότι «η πολεοδόμηση περιοχών ή η συγκρότηση οικισμών ή ανασυγκρότηση κατεστραμμένων οικισμών είναι διαδικασία που απαιτεί αρκετό χρόνο, δηλαδή προχωράει σε βάθος πενταετίας, δεκαετίας. Αυτό που κάνει όμως κανείς σε μια τέτοια περίπτωση βγάζει μπροστά αυτά που ονομάζουμε άμεσα σωστικά μέτρα, δηλαδή τα επείγοντα που μπορούν να γίνουν σε ένα διάστημα λίγων μηνών κι ακολούθως τα μεγάλα μακράς διάρκειας που θέλουν μια άλλη διαδικασία, ρυθμούς».

Μονόδρομος η κατεδάφιση αυθαιρέτων και κτισμάτων

Ο καθηγητής του ΕΜΠ πάντως χαρακτηρίζει μονόδρομο την κατεδάφιση αυθαιρέτων «όχι όμως όλων. Δεν μπορούν να κατεδαφιστούν 100 χιλιάδες αυθαίρετα. Δεν είναι μόνο το Μάτι. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις και μέρη όπως το Μάτι. Είναι δεκάδες αυτοί οι οικισμοί στην Αττική κι εκατοντάδες σε όλη την Ελλάδα. Ας έχουμε συνείδηση ότι δεν μπορούμε να κατεδαφίσουμε 100 χιλιάδες αυθαίρετα, ούτε ίσως έχει και νόημα να ξεκινήσει μια κοινωνική σύγκρουση τέτοιου τύπου όμως πρέπει να βρεθούν λύσεις για την κατεδάφιση των ακραίων περιπτώσεων. Αυτή είναι η λύση των 3 χιλιάδων, όσων είναι δηλαδή πάνω σε ρέματα και πνίγουν τον κόσμο, όσων είναι σε περιοχές δασών κι από κει πέρα να δούμε τι θα κάνουμε με τα 100 χιλιάδες αυθαίρετα και πώς δεν θα ξαναυπάρξουν άλλα».

Μάλιστα, υπογραμμίζει ότι «εμείς ως επιστήμονες κάνουμε προτάσεις, ωστόσο εκεί που θα υπάρχουν προσκόμματα εκτιμώ πως θα είναι σε αυτούς που θα επιχειρήσουν να εφαρμόσουν την πρόταση. Ήδη, ξεκινάνε οι μπουλντόζες για κάποια αυθαίρετα και βλέπουμε ότι υπάρχουν κάποια τεχνάσματα με τα οποία επιχειρούν να αποτρέψουν την κατεδάφιση των αυθαιρέτων. Το θέμα είναι όμως ότι είμαι βέβαιος ότι θα αλλάξει το σκηνικό που υπάρχει μέχρι σήμερα. Ήταν τέτοιο το σοκ στην ελληνική κοινωνία που νομίζω ότι θα αλλάξει. Όχι βέβαια όσο θα επιθυμούσαμε ή όσο θα έπρεπε» καταλήγει ο κ. Μπελαβίλας.

ΑΠΕ ΜΠΕ